Όταν αγρίευε για τα καλά ο καιρός
πουθενά δεν στεκόταν η μάνα μου.
Πεταγόταν σαν ελατήριο από τη θέση της.
Υπέφερε φρικτά από τις αρθρώσεις της.
Τότες έβγαζε απ΄ το μπαούλο
την χιλιομπαλωμένη λουλουδάτη ποδιά της.
Την έδενε σφιχτά στη μέση.
Έφτιαχνε υπομονετικά τον κότσο της.
Σταυροκοπιόταν και άναβε την καντήλα στη σάλα.
Ύστερα έπιανε το βελόνι.
Κι άρχιζε να ράβει
με βυζαντινή βελονιά
τον βόγκο και τα τριξίματα τ΄ ουρανού.
Μυστήριο πράμα.
Μεμιάς οι αφόρητοι πόνοι της γλύκαιναν.
Θαρρείς πως ομόρφαιναν προβάροντας
κοστούμια της τελευταίας μόδας.
Γαμπρούς έντυνε τους πόνους της
η δόλια η μάνα μου.
Δεν θέλησε ποτέ
να τους χαλάσει χατίρι.
Είχε την έγνοια τους.
Κάθε περήφανος πόνος
και το φρεσκαρισμένο προικιό του.
Νίκος Αντ. Πουλινάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου