Σελίδες

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Τζώρτζης Ι. Νίκος: Ποιήματα

 

Από την ποιητική συλλογή Αποδελτιώσεις, Γαβριηλίδης 2009

 

 

Ι

 

Το βέλος ξέρει

– κι όμως φοβάται.

 

Κι η φτέρνα ξέρει                   

– κι όμως ελπίζει.

 

 

 

II

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

 

 

Δόσεις ετήσιες, μηνιαίες, ωριαίες·

λεπτών ή δευτερολέπτων… 

 

Το πλήθος των ρυτίδων βεβαιώνει

τη διάρκεια της ανοσίας.

 

Μιθριδατισμός.

 

 

 

 

III

               

Σκόνη, και κάθεται παντού, κάθε μέρα·

 

όσα απ’ τα λόγια μας δεν εισακούονται.

 

 

 

 

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αποδελτιώσεις, Β΄, Γαβριηλίδης 2013

 

I

ΦΥΛΛΟΒΟΛΑ

 

Κάποια απ’ αυτά

φυλλορροούν μόνο

για ό,τι αγαπούσαν

κι έχασαν.

 

Το ξέρουμε πια

 – κι ας επιμένουμε

πως φταίει πάντα

το φθινόπωρο.

 

 

II

 

Πού να σε τονίσω

μη σε παρατονίσω,

λέξη μου…

 

 

ΙΙI

 

 

Πλάθει τη λέξη : λ ύ π η                      

απ’ τη λέξη:         π ύ λ η·

αναγραμματισμός.

 

Πλάθει τη λέξη :  λ ύ π η

απ’ τη λέξη:           α γ ά π η·

αναγραμματισμός αισθημάτων.

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αποδελτιώσεις, Γ΄, Γαβριηλίδης 2016

 

I

Επίγραμμα πρώτο

 

α΄

Κάθε μου συλλαβή σ’ αντιλαλεί.                       

 

β΄

Κάθε μου συλλαβή σ’ αντιλαλεί  

κι ο αντίλαλός σε συλλαβίζει.

 

γ΄

Κάθε μου συλλαβή σ’ αντιλαλεί

με φθόγγους θύελλας και τρικυμίας

 

κι ο αντίλαλός της σε συλλαβίζει

με ήχους απόβροχου και νηνεμίας.

 

 

II

Δημοτικό

 

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

 

 

Άμα δεν ήταν άνθρωπος, ας ήταν μονοπάτι   

απάνω του να περπατάς κι αλάργα να σε παίρνει· 

απ’ της αυλής σου το στενό κι από το καλντερίμι

να σε περνά στα Σώχωρα, να βγαίνει στα περβόλια,    

κι απ’ τα περβόλια ως τις ελιές, στης ρεματιάς την άκρη,

ως της πλαγιάς τις χαρουπιές, κατάντικρυ στην έγνοια,

ως το ξωκλήσι της κορφής με τα γερμένα πεύκα.

Να ’ναι πρωί και καταχνιά, να ’χει χαράξει λύπες,

και να ’ναι πέρα μακριά το πέλαγός σου μαύρο

κι ο ουρανός σου χαμηλός, πάνω σου ακουμπισμένος…

 

Άμα δεν ήταν άνθρωπος, ας ήταν μονοπάτι   

απάνω του να περπατάς, να σε κατηφορίζει

στο λασπωμένο χώμα του με τα σπαρμένα βράχια,

ανάμεσα απ’ αμυγδαλιές, μανούσα κι ασπαλάθους

ως τη μεγάλην απλωσιά, στην έρημη πλαγιά σου,

ως το μεγάλο ξάγναντο, στο χείλος του γκρεμού σου

να νοιώθεις κάτω χαμηλά το κύμα σου να σκάβει,

να χάσκει δίνες στα ρηχά, ν’ αντιχτυπά στις ξέρες

και το θυμό σου να σκορπά μ’ αφρούς στο γυρογιάλι·

να παραδέρνει αδιάκοπα στις θαλασσοσπηλιές σου     

φόβους υπόκωφους, παλιούς,  σπασμένες  προσδοκίες,

ν’ αχολογά τους δισταγμούς στα υγρά τοιχώματά σου 

και ν’ ανεβαίνει η στάθμη σου κάθε που τρικυμίζεις

από τον πάτο της σιωπής στο θόλο της κραυγής σου.

 

Άμα δεν ήταν άνθρωπος, ας ήταν μονοπάτι   

απάνω του να περπατάς να σε κατηφορίζει

για τη μεγάλην απλωσιά στην έρημη πλαγιά σου,

για το μεγάλο ξάγναντο στο χείλος του γκρεμού σου·

να ’χεις Απρίλη κι άνοιξη, να ’ναι γιορτή και σκόλη,

να ’ναι το μπλε σου θαλασσί και το γλαυκό σου αιθέρας,

φλοίσβος το καρδιοχτύπι σου κι αύρες η αναπνοή σου

μες στους ολάνθιστους γκρεμούς και στις βαθιές σπηλιές σου·

ν’ αναπηδούν οι λέξεις σου δελφίνια στ’ ανοιχτά σου

και ν’ ανεβάζουν στον αφρό τ’ ανομολόγητά  σου,

σα γέρνει ο ήλιος στα βαθιά κι η μέρα στις κορφές σου

και ταξιδεύουν τα νησιά,  τα πετροκάραβά σου,

ως την κλωστή του ορίζοντα  – νήμα του λαβυρίνθου…

 

Άμα δεν ήταν σύντροφος, ας ήταν μονοπάτι

πάντα κάτω απ’ τα πόδια σου να ’ρχεται και να φεύγει,

και στο στερνό σου πάτημα και στο στερνό σου βήμα

να χορταριάσει μονομιάς, να ξαναγίνει κάμπος.

 

 

 

III

 

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

Ποιος σου ’πε ότι σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει

αληθινός, πιστός και αιώνιος έρωτας;

Μ. Μπουλγάκωφ: «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα»

 

 

Τα μάτια τους…

σβηστά ή επίμονα,

με κοιτούσαν απλώς

ή με ξεγύμνωναν.

 

Τα χέρια τους…

νωθρά ή νευρώδη,                                               

με κρατούσαν απλώς

ή μ’ έσφιγγαν

 

– μ’ έφθειραν

και με σημάδεψαν

(Είχα δέρμα λείο

και στιλπνό κάποτε

 

– τώρα δες με!). 

Με σημάδεψαν

και τους σημάδεψα

– εγώ πιο βαθιά.

 

Τι τους έκρυψα;

 

Σχεδόν τα πάντα                  

ή σχεδόν τίποτα. 

Αργοί ή γρήγοροι,

αδιάφοροι

 

ή περίεργοι,

 

ή και τα δυο,

νύσταξαν βαθιά μου

ή εκστασιάστηκαν,

μ’ άφησαν στα μισά

 

ή με ρούφηξαν     

 

σε κάθε στάση…

σε καρέκλες, 

τραπέζια

και κρεβάτια.

 

Μ’ ερωτεύτηκαν;

 

Πες το κι έτσι· 

έτσι κι αλλιώς,

ήξερα πάντα πως

θα μείνω στο ράφι.

 

Όσοι με θέλουν,

εκεί θα με βρουν·

θα με γυρεύουν

πάντα                    

 

μ’ ένα όνομα

και θα με βρίσκουν

πάντα

μ’ έναν αριθμό,

 

όπως ακριβώς

κάθε βιβλίο

της μικρής μας

επαρχιακής

 

δανειστικής.

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αναψηλάφηση, Γαβριηλίδης 2019

 

 

I

ΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

 

Μαθαίνω πια                                                       

 

το άλλο μου χέρι να γράφει.

Αδρά, τρεμάμενα σημάδια

ξανασυνθέτουν τη γραφή μου.

 

Αδρά, τρεμάμενα ψηφία,                                   

μετά τα καλλιγραφικά λάθη              

που τόσα χρόνια γράφει                    

 

το καλό μου χέρι.                

 

II

Ο ΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

 

Κρεβάτι – ξύπνημα.

 

Καρέκλα κουζίνας – φλιτζάνι·

κάθισμα αυτοκινήτου – τιμόνι·

κάθισμα γραφείου – οθόνη·

κάθισμα εστιατορίου – πιάτο

 

και τανάπαλιν:

 

Κάθισμα αυτοκινήτου – τιμόνι·

μαξιλάρι καναπέ – οθόνη                  

ή σκαμνί μπαρ – ποτήρι.

(Παρεμβάλλονται  παγκάκια

 

και καθίσματα τουαλέτας).

 

ΙΙI

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

 

 

Μεταναστεύουμε

ακατάπαυστα·

 

στη γέννηση,

στη νεότητα,

στην ωριμότητα.

 

Ανέστιοι πάντα,

μεταναστεύουμε.

 

IV

Κρήτη, Πελοπόννησος, Στερεά, Ήπειρος, Μακεδονία, 1943-49

 

 ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ

μνήμη Γιάννη Ρουκουνάκη

 

 […] τότε που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο

 Ρουμελιώτες και Σουλιώτες και άρχιζαν να

 ρημάζουν ό,τιέβρισκανμπροστά τους, να

βιαιοπραγούν σε βάρος των ομοεθνών τους

σαν να ’ταν Τούρκοι […]

                                ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

 

 

Αντιγράφω1:

 

Εδώ μας βρήκε ο στρατός,

ανήμερα Χριστουγέννων

κι εδώ μας άφησε·

εδώ, σε μιαν Επτάλοφο

μιας κάποιας Παρνασσίδας,   

 

μας βρήκαν κι οι δικοί μας:

ακέφαλους, τεντωμένους

πάνω στο κόκκινο χιόνι,

με τα σκυλιά μου ολόγυρα

να διώχνουν τα κοράκια.

 

Αντιγράφω2:  

 

Σε μια Σκιαδόραχη, Μάης πια,  

κλεισμένοι απ’ τον στρατό,

είχαμε ψωμί  – μα      

δεν είχαμε νερό

και πεινάσαμε

 

για να μη διψάσουμε.

 

Σε κάποια Ρεματάκια,

κρύψαμε στον βράχο

κρασί, ψωμί κι ελιές,

κι ακόμη αμοίραστα               

εκεί μας περιμένουν.  

 

 Αντιγράφω3:

 

Με μια σκαπάνη όλη κι όλη.              

Οι αντάρτες μάς ρίχνουν                    

και για να καλυφθούμε                                  

ανοίγουμε λάκκους

με μια σκαπάνη, όλοι,                        

 

κατά σειράν αρχαιότητος

(τότε γιατί τελευταίος;).

Βλέπω ξαπλωμένος

να τους καταπίνει η γη

έναν έναν, λίγο λίγο·

 

λίγο πριν σκάσει η οβίδα,

 

μου δίνουν τη σκαπάνη, μα

δε χρειάζεται. Η έκρηξη

πλαταίνει και ζεσταίνει

τον λάκκο του λοχία·

πηδώ μέσα πριν σκεφτώ.

 

Ο λοχίας είναι εκεί – αλλά

δεν είναι· μόνο μια γλίτσα

στάζει απ’ τα τοιχώματα,       

αραιή και καμένη

(και μυρίζει ακόμα).               

 

Αντιγράφω4:

 

Εκεί στεκόταν, στους βάτους. 

Αυτός κι ο πατέρας του.

Εκεί τον έπιασαν·

δυο, τρεις, μαζί κι ο αδελφός του.

Χτύπησαν τον γέρο

 

και τον έριξαν στα αγκάθια·

 

όταν συνήλθε, βγήκε

κι ειδοποίησε τη νύφη του.

Αυτή τον βρήκε.                                 

Ούτε σφαίρα ούτε μαχαιριά.

Τον χτυπούσαν μόνο.

 

Μέχρι που ξεψύχησε.

 

Δυο, τρεις, μαζί κι ο αδελφός του·

μαζί κι ο αρχηγός τους

– ξέρεις ποιος…

που παίρνει τώρα σύνταξη.

Σύνταξη ως αντιστασιακός.

 

Αντιγράφω5:

 

Στου Ερυμάνθου μια μονή

οι αντάρτες (το ’48)

συγκέντρωσαν τους μαθητές

και έφτιαξαν σχολείο                         

για τη μόρφωσή τους.

 

Αντιγράφω6:

 

Σε μια μονή του Πάρνωνα     

οι αντάρτες (κατοχή)

συγκέντρωσαν τους αρνητές

κι έφτιαξαν στρατόπεδο

για τη συμμόρφωσή τους.

 

Δεν αντιγράφω7:

 

για την κάρα μάρτυρος

σ’ ανίερη περιφορά,               

μπηγμένη σε κοντάρι·                        

για του Δερματά τον Δέτη,

του Ξενογιώργη την κορφή,               

 

του Μπαντουβά τους στάβλους.

 

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Το ποίημα: «Αντιγραφές» αναπλάθει αποσπάσματα από τα παρακάτω έργα:

 

1,2: ΜΗΤΣΟΣ ΗΛ. ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ: Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον εμφύλιο

3:  ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ: Πυραμίδα ’67

4,6 : ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ: Ορθοκωστά

5: ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ:Άθως ο δασονόμος

7: ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ : Ο αιώνας των λαβυρίνθων

 

 

V

ΚΑΡΚΙΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

 

 

Πολιτισμένοι· καπιταλισμένοι                                   

 

Καπιταλισμένοι· πολιτισμένοι           

 

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αναψηλάφηση, Β΄, Κέδρος 2021

 

I

Φορτηγό πλοίο «RitaV», ανοιχτά της Ρόδου, 18 Μαΐου 1967

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ

 

(Β΄ Ιατροδικαστική Έκθεσις συνταχθείσα κατόπιν άνωθεν εντολής υπό του εκτάκτως κληθέντος κ. Δημητρίου Καψάσκη, ιατροδικαστού)

 

 

στον Δημήτρη Φ. Βλαχοδήμο

 

 

Κι αν χιονίζει στο πνεύμα

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

 

 

Κατ’ αρχάς η μεσονύκτιος κάθοδός σου       

διάσχοινίου εις την θάλασσαν· 

ακολούθως η πρόσκρουσις

επί των τοιχωμάτων του πλοίου,

 

η απώλεια συνειδήσεως, ο πνιγμός

[αν και εθεάθης την επομένην

να βαδίζεις εις την παραλίαν της Λάρδου].                

Το αγνώστων στοιχείων σώμα σου,              

 

παρασυρθέν υπό των θυελλωδών ανέμων,   

οίτινες [δεν] έπνεον τας ημέρας εκείνας,       

εξεβράσθη εις την ελαφρώς ανηφορικήν

και ανώμαλονπαραλίαν Γενναδίου.

           

Το γεγονός δε ότι ανευρέθη εις απόστασιν

δέκα και πλέον μέτρων από τον αιγιαλόν

οφείλεται αποκλειστικώς       

εις την σφοδράνθαλασσοταραχήν,   

 

ήτις [δεν] εμένετο τας ώρας εκείνας

εντός του ομωνύμου όρμου.

Ο θάνατος επήλθεν εκ πνιγμού          

[όπως αναμφιβόλως αποδεικνύεται

 

από την μικροσκοπικήνοπήν                          

εις το αριστερόνημιθωράκιον

– ή αλλιώς: από τη μικρή τρύπα    

κοντά στην καρδιά σου].

 

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σε παραλία της Ρόδου ανακαλύπτεται νεκρός ο καταζητούμενος από την Ασφάλεια Νικηφόρος Μανδηλαράς, συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Αν και οι αρχές κάνουν λόγο για πνιγμό, θεωρείται βέβαιη η δολοφονία του από τα όργανα του καθεστώτος.

Εφημερίδα Καθημερινή

 

 

 

II

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

 

(Αντί επαίνου για τον κ. Ν. Τ. και τη νέα ποιητική του συλλογή)

 

Σεβαστέ μου Κύριε,Θαεδιαβάσατε ίσως ένα ποίημά μου

αναφερόμενο σε σας  και γραμμένο σε ύφος κάπως

ασύνηθες.  Είναι μια τρέλα στην οποία με παρέσυραν

κυρίως οι δυνατότητεςτης ομοιοκαταληξίας. […]Ελπίζω

όμως ότι θαεγελάσατε με την απροσδόκητον αυτή και

αβλαβήεπίθεση, την οποία πάντως σας παρακαλώ να

μου συγχωρήσετε.

Με εξαιρετική τιμή

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

 

 

 

Πολύ καιρό προγύμναζες τους στίχους,

για να σου βγουν απρόβλεπτες ενώσεις,        

συμφύροντας κοινούς συνήθεις ήχους·

 

ώσπου ένοιωσες στα χέρια σου τις ώσεις

του καινού που ακόμα δεν είχε γραφτεί                                 

και πάλεψες να μας το φανερώσεις·                           

 

κι αναμόχλευσες την ύλη του καυτή,

για να βρεις εντός του μια ψυχή ζώσα,                      

που μόνο σ’ εσένα μιλούσε στο αυτί.            

 

Εν τέλει του ’δωσες μορφή καιγλώσσα    

με τόσα πρότυπα κρουστά στιχάκια,

εσύ, ναι, μια ακόμα φέρελπις κλώσα.            

 

Χρόνια κλωσάς αετόπουλα ή γεράκια,                      

όμως εκκολάπτεις κοράκια ακόμα,                

κλέφτρες κίσσες κι ισχνά κοτοπουλάκια.      

 

Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα,

ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων                         

σε μια δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα.   

 

III

Πειραιάς, Δραπετσώνα· οργανοποιείο Τάτση, 1937

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ - ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ

 

(γελώ ακόμα κι αν πονώ)

 

Στον Άρη Πάγκαλο

 

 « Συμφωνήσαμε να του γράψω στίχους, αλλά επάνω

στη μελωδία. Διαφορετικά δεν μπορούσα. Επί τόπου

[…]με το μπουζούκι στο χέρι, ο Χατζηχρήστος άρχισε

να παίζει διάφορες μουσικές που είχε γραμμένες από

 πριν […] όλα τα υπόλοιπά, τα εμπνεύσθηκα τη στιγμή

που [] μου έπαιζε»    

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ

 

 

Μπορεί στα Χιώτικα κι αλλού,

στα Βούρλα, στο Καστράκι,

μπορεί με κάποια καπνουλού,

με κάποιο κουτσαβάκι.

 

Μπορεί στου Σάλωνα κι αλλού,

στου Μίχαλου, στου Φάνη

ή στη σπηλιά, λέει, του Κουλού

που τόση φούντα φτάνει·                    

 

φούντα τριζάτη απ’ την Ιτιά,

κι απ’ τη μεγάλη Προύσα,

φούντα σαν την καλή ξανθιά,

σαν την αφράτη ρούσα.

 

Μπορεί κι αλλού, μπορεί κι αλλιώς

σε κάποια «κοριτσιέρα»

μιανής Μαριώς ή Βαγγελιώς

ή ακόμη παραπέρα:

 

στην πόρτα με τα οχτώ σκαλιά     

από το χώμα κάτω

σε κάποιας Ρίτας τη φωλιά                 

– εκεί που πιάνεις πάτο·                     

 

εκεί μες στα προσφυγικά

λαγούμια και σοκάκια

με τσιφτετέλια μαγικά,

συρτά και μανεδάκια. 

 

Βλάμισσες κι αγαπητικοί,

φυγόδικοι και μάγκες,

χαρμάνηδες και νηστικοί                    

στις ξύλινες παράγκες.           

 

Δυο τάλιρα ’χει ο ναργιλές

και πέντε ’χει η πουτάνα.

Ώρες νωθρές και σιωπηλές,

χρόνια σαθρά και πλάνα,

 

εντός σου αλλάζουνε μορφές

και τρων σαν το σαράκι

τις λιγοστές σου τις γραφές

στιχάκι το στιχάκι·

 

γραφές που φέρνεις στη γωνιά

κι απλώνεις στο τραπέζι                     

εδώ, σ’ αυτή τη γειτονιά,       

τώρα, που κάποιος παίζει.      

 

Αυτός σου παίζει, για ν’ ακούς,                     

ν’ ακούς για να διαλέξεις                   

έναν απ’ όλους τους σκοπούς

να του «καρφώσεις» λέξεις. 

 

Κι αυτοί σου παίζουν – τους ακούς; –

γλυκά, βαθιά και πλέρια,

παλιούς αλλιώτικους σκοπούς                       

με τα δικά του χέρια…

 

Να ’ναι ο Σκριβάνος, ο Γυαλιάς

κι ο φραγκοσυργιανιώτης;…

Μπορεί ο Γαβρήλος, ο Δελιάς

μαζί κι ο Αϊβαλιώτης.

 

Γύρω σου τέλια και κλειδιά,

μισόφτιαχτα καβούκια, 

μάνικα μαύρα και φαρδιά,

«ξαρμάτωτα»μπουζούκια,

 

κι εσύ δοσμένος στις στροφές,                      

στων στίχων σου τη δίνη,

γράφεις για δυο θαμπές μορφές:

για κείνον και για κείνη.

 

Τους θες μεγάλους ή παιδιά   

κάπου σ’ αυτή την πόλη;                    

Τους δίνεις μόνο μια βραδιά

ή τη ζωή τους όλη;     

 

Όλη η ζωή τους μια βραδιά

 – τόση θαρρείς πως φτάνει;   

Είναι σ’ αλάνα ή σ’ αμμουδιά,

στα τρένα ή στο λιμάνι;

 

Στέκουν σε μια κρυφή γωνιά, 

σ’ ένα θαμπό φανάρι;             

Θες να ’χει ζέστη ή παγωνιά,

μισόφωτο ή φεγγάρι;

 

Γράφεις πως του μιλά σκληρά           

κι αυτός κοιτάζει μόνο           

κι αχνογελά κάθε φορά

– τάχα με δίχως πόνο.

 

Γράφεις-ριμάρεις τη βραδιά,              

ριμάρεις την αιτία                   

μ’ ενός αλήτη την καρδιά

που δεν κρατάει κακία.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εγώ εσύχναζα σε πολλούς τεκέδες. Στου Κωλομπότση, στου Μίχαλου[…]. Ο τεκές του Σάλωνα ήταν δυο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήτανε οι πρόσφυγες.

Αγγελική-ΒέλλουΚαϊλ: Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία

 

Εγκαταλείπομε τον κεντρικό δρόμο της Δραπετσώνας και τρεπόμεθαπρος […] τα διαβόητα Χιώτικα […]. Ο αστυνομικός […]σταματά προς στιγμήν και μας λέγει:—Εδώ είναι ο τεκές του Φάνη. Θα μ’ ακολουθήσετε μέσα με θάρρος και χωρίς καμιά λιποψυχία.[…]Φεύγομεν[…]και κατευθυνόμαστε στην «κοριτσιέρα» της Ανούσαινας. Είνε ένας οικίσκος που ή στέγη του είναι ίσια με τα δρόμο[…] βρίσκομε με το κλεφτοφάναρο ένα πορτάκι[…]και […]βρισκόμαστε μέσα[…] γύρω μας υπάρχουν τρεις πόρτες. […] Σ’ ένα δεύτερο χτύπημα ανοίξανε και οι τρεις[…] και βγήκανε τρεις κατσιβέλες ασουλούπωτες, φρικτές και δυσώδεις γυναίκες.

Γιώργος Μπουκουβάλας, «Νυχτερινά θεάματα στη Δραπετσώνα», εφημερίδα: Φωνή του Πειραιώς, 1932 (αναδημοσίευση στο βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη: Τα Ρεμπέτικα, τόμος 12)

 

Οι πρώτοι μπουζουξήδες. Στον Πειραιά έπαιζε ο Σκριβάνος, ήταν νταής, αλλά καλό παιδί […]

Γιάννης Παπαϊωάννου: Ντόμπρα και σταράτα, Αυτοβιογραφία

 

 

 

 

 

 

IV

ΚΑΒΑΦΙΚΟΝ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ

 

Έτοιμοι για:

 

«Θερμοπύλες» (στα λόγια),

«Ιθάκες» (στα όνειρα),

«Βαρβάρους» (στα αλήθεια).

 

 

 

 

Ανέκδοτο ποίημα

 

Ι

 

Λ - Α

 

Βερο - λίνο,

Λευκω - σία.

 

Κάποτε δύο.

Τώρα πια μία. 

 

Μία στα δύο

χωρισμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου