Σελίδες

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ / Αλεξανδρής Γεώργιος

 



               

Με του Μαρτιού το καλωσόρισμα το γλυκό ,
το γνέψιμο το πρόσχαρο τ' Απρίλη και το γέλιο
και του Μαγιού τ' αγκάλιασμα και το φιλί ,
πήρε ο κόσμος φώτισμα και χρώμα ανατολής
κι απόδρασε στις αναμνήσεις και τις πεθυμιές
μέσα από του χρόνου τις πλατιές ρωγμές
που άνοιξε η καλότυχη αποζήτηση της φυγής,
στης άνοιξης την ομορφιά και της ζωής.

Μέσα από κοινές προκλήσεις και ιστορίες,
από εσπέριους μύθους και δοξασίες
και αλήθειες προσωπικές,θάρρητες και φοβίες
βρήκε ο κόσμος πεποίθηση και αντοχή
κι απόδρασε στη γνώση και την πίστη
να γίνει η εχέμυθη ευχή ομόδοξη φωνή,
η σύναξη  άδολη μοιρασιά κι αλληλεγγύη
κι η πρόβλεψη βεβαιότητα και ευτυχία.

Με μνήμες βαθιές και άξιες παρουσίες,
συνάγωγη τη σκέψη σε ιδέες και πρακτικές
και τους καιρούς ορίζοντες μακράς διαδρομής,
τόλμησε ο κόσμος ανάγκες ν΄αφουγκραστεί
κι απόδρασε στην ενόραση της δημιουργίας,
ο στοχασμός να γίνει ευδόκιμη βουλή
η ύπαρξη, ανταύγεια θέωσης και σπονδή
ονείρων και οραμάτων, για μια αισιόδοξη αρχή.
       
                            Γιώργος  Αλεξανδρής

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ, 2022.


 

 


Η ποιητική συλλογή «Το όνομα του έρωτα» περιλαμβάνει 48 αυτοτελή ποιήματα, τα οποία γράφτηκαν την περίοδο 2018-2020. Όπως δηλώνει ο τίτλος, αντλημένος από το δεύτερο ποίημα, βασικό θέμα της συλλογής αποτελεί ο έρωτας. Αυτό το έντονο, ιδιαίτερο, συγκλονιστικό αίσθημα που αποτελεί μία βασική – αν όχι την πιο βασική – κινητήρια δύναμη της ζωής. Πρόκειται για ένα (συν)αίσθημα που έχει απασχολήσει, απασχολεί ή θα απασχολήσει τον κάθε άνθρωπο σε κάποια περίοδο της ζωής του, άλλοτε πιο δυναμικά και εκρηκτικά κι άλλοτε πιο ήπια και συγκεκαλυμμένα. Μέσα από τα συγκεκριμένα ποιήματα επιχειρείται, πέρα από μια αποτύπωση του ερωτικού φαινομένου, η πολύπλευρη ενσάρκωση δια της ποιητικής πένας των διαφόρων εκφάνσεων του έρωτα τόσο στη ρεαλιστική κοινωνική καθημερινότητα όσο και στη φαντασιακή, ασυνείδητη πολλές φορές, πρόσληψη και ερμηνεία του. Η αντίληψη του τι είναι έρωτας διαφέρει ανάμεσα στους λαούς αλλά και στους ανθρώπους μιας κοινής κοινωνίας. Υπάρχουν, επίσης, πολλές απόψεις τόσο από διάφορα πεδία της επιστήμης σχετικά με τον έρωτα όσο και από τη θρησκευτική, πνευματική και πολιτισμική κουλτούρα στον ρου της ιστορίας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, ότι στην παρούσα ποιητική συλλογή δεν απασχολεί τον δημιουργό η συστηματική αναζήτηση όψεων του έρωτα και η αποτίμησή των αλλά η αποτύπωση σε ποιητικό λόγο αυτού του τόσο καθοριστικού, πηγαίου και οικουμενικού αισθήματος και η αποκάλυψή του, η πραγμάτωσή του είτε αισθητά είτε νοητά. Η γένεση κάποιων ποιημάτων ενέχει το σπέρμα της σε βιωματικά συμβάντα ή αισθήματα, σε λογοτεχνικά ή εν γένει καλλιτεχνικά διακείμενα και συναφείς απόψεις ή σκέψεις του δημιουργού. Στόχος της ανά χείρας ποιητικής συλλογής να προσφέρει καταφύγιο σε όλους όσοι βίωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους, βιώνουν ή αποζητούν να βιώσουν τον έρωτα… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

...Πέρασε ο χρόνος χάθηκε

με τ’ απαλό σου άγγιγμα

κι ένα φιλί γεμάτο

λέξεις τρυφερές και ποθητές.

Πέρασε ο χρόνος χάθηκε

με την παιδική σου ματιά

κι ένα βλέμμα γεμάτο

ουρανούς και αστέρια.

Κι έμεινα να αφουγκράζομαι

τη σιωπή που άφησες

φεύγοντας από κοντά μου

– νοσταλγική πια ανάμνηση.

Κι έμεινα να υπομένω

την τρικυμία της ψυχής

που η απουσία σου προκάλεσε

δίχως να το καταλάβεις ποτέ...

 

Στοιχεία έκδοσης:

 

Είδος: Ποίηση

Συγγραφέας: Δημήτρης Μπαλτάς

Εκδόσεις Αποστακτήριο

Σελίδες: 66

ISBN: 978-618-5625-14-6

Μαλακό εξώφυλλο

Μέγεθος: 17 Χ 24

Έτος Έκδοσης: 2022

 

Σύντομο βιογραφικό :

 


Ο Δημήτρης Μπαλτάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο ΕΚΠΑ απ’ όπου αποφοίτησε το 2021 με βαθμό «Άριστα». Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΕΚΠΑ. Ποιήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν φιλοξενηθεί σε ποιητικές ανθολογίες. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Η Αρχή» (εκδ. Οσελότος, 2019), «Μελωδίες λήθης» (εκδ. Αποστακτήριο, 2021), «Το όνομα του έρωτα» (εκδ. Αποστακτήριο, 2022

Άναυδος ποιητής / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

                     

                        


                                                  

                      Απρόσιτη γυναίκα ιδεατή, 

                            στον κόσμο αυτό μόνο εσύ υπάρχεις, 

                            μα δεν υπάρχει σήμερα Πετράρχης, 

                            ούτε γνωρίζω άξιο ποιητή, 

 

                            την ομορφιά να κάνει προσιτή! 

                            Πού θα βρεθεί σονέτου πατριάρχης, 

                            ποιος μύστης στίχου και ποιος ιεράρχης, 

                            να σου αναλάβει ρόλο υμνητή; 

 

                            Δεν έχω παρά μια φτωχή γραφίδα! 

                            Πώς τα δικά σου κάλλη να εξυμνώ; 

                            Της δωρεάς μου λείπει η σφραγίδα 

 

                            και μπρος στην ομορφιά σου ατονώ, 

                            με σώμα και μυαλό πυρακτωμένο 

                            άναυδος προσιτή να ρθεις προσμένω! 

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

ΣΜΥΡΝΗ – ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ

 Γράφει ο Βασίλης Τσακίρογλου


 

Τον Σεπτέμβρη του 1922, με το σπάσιμο του μετώπου στον Σαγγάριο και την άτακτη υποχώρηση, η επέλαση του Κεμάλ επιστεγάστηκε με την καταστροφή της Σμύρνης. Ήταν μια τραγωδία που κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές κι έριξε στην αποδυναμωμένη χώρα μας το βάρος ενός και παραπάνω εκατομμυρίου προσφύγων. Οι συνέπειές της ταλάνισαν την Ελλάδα με ένα κύμα αντεκδικήσεων που γκρέμισε τη μοναρχία και στήθηκαν στον τοίχο κάποιοι από τους πρωταιτίους της συμφοράς.  

Η πυρπόληση πόλεων δεν είναι κάτι νέο. Η Ρώμη, το Λονδίνο, το Σικάγο, αποτελούν παραδείγματα πόλεων που ξαναγεννήθηκαν από τις στάχτες τους, ενώ οι θρύλοι γι αυτές τις φωτιές πέρασαν ως ένα βαθμό στην Ιστορία. Όμως η φρικιαστική  πυρκαγιά της Σμύρνης ήταν τραγική, όπως τραγικά ήταν και τα αποτελέσματά της.

Οι Έλληνες στην αρχή δεν μπορούσαν να φανταστούν, να πιστέψουν τι τους περίμενε. Όταν οι Ελληνικές αρχές εγκατέλειψαν τη Σμύρνη κι έφυγαν με τα καράβια που εστάλησαν γι’ αυτόν τον σκοπό, η πόλη ήταν ήσυχη λες και κρατούσε την αναπνοή της. Οι ειρηνικοί, αθώοι κάτοικοι ούτε που υποψιάζονταν τους σκοπούς των Τούρκων κι όταν άρχισε η πυρκαγιά όλοι πίστεψαν πως ήταν τυχαία.

Πολύ γρήγορα όμως δεν έμειναν περιθώρια για παρανοήσεις. Ό Τουρκικός όχλος με μπροστάρηδες τους Τσέτες λιντσάριζε, έκλεβε, βίαζε και πολλές φορές έσφαζε όποιο χριστιανό έβρισκε μπροστά του με πρώτο και καλύτερο σφαχτάρι τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο που μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει τι απέγινε το βασανισμένο του κορμί μέσα στα χέρια-μαχαίρια των βασανιστών του.

Αλλά ακόμα πιο φριχτή από τις θηριωδίες ήταν η αδιαφορία των Συμμάχων μας που ο στόλος τους (είκοσι και πλέον πολεμικά πλοία) ήταν έξω από το λιμάνι της  Σμύρνης και που μόνο μία ομοβροντία των κανονιών τους θα αρκούσε να πει στον Κεμάλ να μην πειράξει την πόλη. Οι Αμερικάνοι έμεναν πεισματικά ουδέτεροι γιατί είχαν μόνο τα πετρέλαια της Ανατολής στο νου τους. Οι Άγγλοι ήταν υποστηριχτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για εκατό και παραπάνω χρόνια και δεν τολμούσαν να διακινδυνέψουν πόλεμο με μια  επαναστατημένη Τουρκία, ενώ οι Γάλλοι και οι Ιταλοί έσπευσαν να αναγνωρίσουν τους εθνικιστές Νεότουρκους πριν από τους Άγγλους για να έχουν τον πρώτο λόγο φιλίας με τον επερχόμενο με δικά τους όπλα Κεμάλ.
 
Χαρακτηριστικό δείγμα κυνικότητας των Γάλλων ήταν οι μουσικές που παιάνιζαν στα καταστρώματα των πλοίων τους για να μην ακούγονται μέχρις εκεί οι οιμωγές των βασανισμένων και ο Γάλλος ναύαρχος όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Χρυσόστομου σήκωσε τους ώμους και είπε: « Έπαθε αυτό που τον περίμενε».

Είναι αδύνατο να μην αναθεματίσει κανείς τη διαγωγή των συμμάχων μας το καλοκαίρι του 1922 . Ναύαρχοι και διπλωμάτες απαρνήθηκαν αυτά που είδαν τα μάτια τους στην τραγωδία της Σμύρνης. Έγκριτοι δημοσιογράφοι πείστηκαν πως έπρεπε να γράφουν ψέματα προς χάρη των συμφερόντων  των κυβερνήσεών τους. Έτσι που να αποδίδουν το ολοκαύτωμα και την καταστροφή της Σμύρνης στα θύματα και όχι στους πραγματικούς και ηθικούς αυτουργούς.

Το 1922 η Σμύρνη πέθανε. Η προσωπικότητά της ποδοπατήθηκε, το όνομά της σβήστηκε από όλους τους χάρτες του κόσμου και στη θέση της ξεφύτρωσε το Ιζμίρ, ένα μέρος άσημο που έλκει τη γοητεία του από τα ερείπια του παρελθόντος. Χωρίς να φωνάζει, το Ιζμίρ ελεεινολογεί το παρελθόν του και οι θρύλοι του δεν λένε τίποτα για τη φωτιά. Κανένας σήμερα στο Ιζμίρ δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτή. Κι όσο για τους ταξιδιώτες, λίγοι ρωτάνε, γιατί λίγοι έχουν ακούσει.

Το Ιζμίρ ξεπήδησε από τις στάχτες της Σμύρνης με την επίσημη επιδοκιμασία των Συμμάχων, που πριν λίγο είχαν παρακολουθήσει την καταστροφή της πόλης μέσα στην επίσημη εκκωφαντική σιωπή τους. Υποδέχτηκαν την Τουρκία στην κοινοπραξία των πολιτισμένων χωρών, συγχαρήκανε τους ηγέτες της που λύσανε τόσο δυναμικά το πρόβλημα των μειονοτήτων της και την χαιρέτησαν σαν ειρηνικό και ανεξάρτητο κράτος.

Την πτώση του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 που απεργάζονταν η Βρετανική διπλωματία, ακολούθησε και η ολοκληρωτική πτώση του πρωθυπουργού της Αγγλίας Λόυδ Τζωρτζ τον Οκτώβρη του 1922  από τους ίδιους κύκλους, επειδή ήταν ένθερμος  υποστηρικτής της Ελλάδας.  Η Σμύρνη μαζί με την κατοχή των Δαρδανελίων, όπου ο Κεμάλ αψήφησε με επιτυχία την Βρετανική Αυτοκρατορία, ήταν η τραγωδία του Λόυδ Τζωρτζ, όπως ακριβώς του Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Κουτρουβαλώ / Σπαρτιώτης Ορφέας

 Κουτρουβαλώ

με τα θεριά πούχω μέσα μου
στην πιο κοντινή Άβυσσο
- τη δική μου Άβυσσο -
μα με τον ερχομό της νύχτας
αναδύομαι
βρίσκοντας από το σκοτάδι του κόσμου
το δικό μου Φως
Ορφέας Σπαρτιώτης

Διαθλάσεις / Φίλος Βαγγέλης


Πώς χύνεται το παράπονο
στο δάκρυ σου;
ϕως, ουρανός που λάμπει!
Πώς γίνονται κατσαρές
οι όρθιες ευθείες
στο γαλάζιο που τρεμοπαίζει,
διαθλώντας την ακαμψία,
αναλύοντας την ομορϕιά,
συνθέτοντας την αίσθηση,
την παραίσθηση,
την ψευδαίσθηση, τη μαγεία
των κρυϕών νοημάτων;
Πώς έσϐησε το ξύλινο γεϕύρι,
στον ήλιο και στην ομίχλη,
και ήρθε όλη η θάλασσα
στα μέσα μου
και τα λευκά καράϐια
στο δωμάτιό μου;
Πώς πέταξες μαζί με τα πουλιά
στην όμορϕη απάτη των ματιών,
ϕωτογραϕία στιγμής;
Πώς γύρισες ξανά
στο όνειρό μου;
Πώς τραγουδώ με νότες
δανεικές,
χορεύεις, ϕέγγεις;
Πώς σ’ αγαπώ
σ’ αυτήν την ωραία μου πλάνη;
Βαγγέλης Φίλος

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ / Μπλάνας Γιώργος


Ω, μην στερείτε, ασύστατοι, απ’ την δύστυχη σελήνη
τον κυνόδοντα, το νύχι και το ράμφος·
Ποιος θα διδάξει στο θήραμα την γλώσσα
του κυνηγού; Ω, μην στερείτε από την νύχτα
την διαύγεια της μάχης
με τον θάνατο. Αν λείψει το ασήμι των ακτών,
σκουριά τα χέρια των αγοριών στα όνειρα
των κοριτσιών, το κύμα σκοτεινή
αιμορραγία των βυθών και η ζωή: γεροντική
άνοια της ζωής· η ευημερία, μαμή της δυστυχίας.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ / Μίχας Σταύρος


Ο ουρανός κατάκοπος κοιμάται στη γη
κι εγώ ξεκομμένος απ' τους ανθρώπους
κι απ' τον ίδιο μου τον εαυτό
η μέρα μου έγινε ύπνος
κι ο ύπνος μου έγινε φωτιά
φωτιά και στάχτη.
Είναι η εποχή που ο ποιητής
γράφει το τέλος του
σε μια διαύγεια που είναι πληγή
εγγύτερη στον ήλιο.

Σαβουάρ Βιβρ / Τσιαχρής Κώστας


Θα ανοίξουμε πανιά ένα βράδυ
Αποχαιρετώντας
μια ιδέα που έφαγε τα νιάτα της
στο χτίσιμο του αρώματος
αυτού του αγριολούλουδου
που φύτρωσε ποιος ξέρει πως
σα ζούγκλα δίχως άδεια δόμησης
στο στήθος μας
στο μέρος της ανάσας
Και θα ζητήσουμε
απ' τις νέες ιδέες
πριν απλώσουν ρίζα και σκιά
συστάσεις
προϋπηρεσία σε κήπο
ή δίπλωμα κηπουρικής
για να κλαδεύουν μόνες τους
στο άψε σβήσε
την περίσσια χλωροφύλλη
και τον homo erectus
που παλεύει με ζιζάνια
να τινάξει στον αέρα
τους κανόνες ευγενείας
Το σαβουάρ βιβρ των λουλουδιών
Κώστας Τσιαχρής
Από τις "Παραλογές"

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Αίσθησις / Καζάσης Λεωνίδας


Στις αποκρίσεις των ματιών μυήθηκα.
Σιωπές αμείλικτες τον χρόνο αίρουν.
Τις ενοχές των αστεριών αρνήθηκα.
Χείλη ενδοτικά,
παλμοί των άκρων σου νεύματα μαγεμένα.
Κόρες χίμαιρες, αφές γυμνές στον ήλιο,
με τα μαλλιά τους βράχους αγκαλιάζουν.
Μέτωπα ιδρωμένα,
στήθη των κυμάτων όρθροι.
Μεσ’ τα χέρια σου τα ακρόθινα αγναντεύω,
μέσα στ’ ακρόθινα με ρίγη ναυαγώ.

Από τα “Προβλήματα μαθηματικών” της Ιωάννας Γκιουζέλη

 Ακροβατώ σ’ ένα οχτάρι

πεσμένο
παράλληλο με τον ορίζοντα

Πρόβλημα μαθηματικό

Ακροβατώ ολόγυρα του ομφαλού
μιας γυναικείας μέσης
φοβούμενη
Η άβυσσος σ’ απορροφά
Πρόβλημα υπαρξιακό

Ακροβατώ σ’ ένα “ποτέ”
σ’ αχείλι αντρικό
(ανάκουστη άρνηση)

Πρόβλημα διαχρονικό

Ακροβατώ σ’ έναν κορσέ
που σαν οχτάρι
κάποτε
τη γυναικεία μέση έδενε
Πρόβλημα κοινωνικό

Η άγνωστη ακροβάτισσα βιάστηκε▪︎
έπεσε
“Ίσως αν-”
Το πρόβλημα εκκολάπτεται

ΜΑΓΓΑΝΕΙΕΣ



(Προς άγραν αναγνωστών)

Γράφω-γρατζουνώ στα χαρτιά μου εδώ,
για να με νοιώσεις εκεί
νυχιά στο δέρμα σου, να με πιστέψεις.

Θα καταδυθώ στο άγραφο μου εδώ
μήπως μπορέσεις εκεί
ν’ αναδυθείς στο γραπτό, ν’ αναπνεύσεις.

Θα ναρκοθετώ όποιες λέξεις εδώ
ευελπιστώ πως εκεί,
πως εκεί αν τις νοιώσεις, θα κινδυνεύσεις.

(…φτάσε επιτέλους στην τελευταία μου ρίμα,
για να εκραγεί μεμιάς βαθιά σου το ποίημα.)

Τα πυροφάνια / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

                  

 

                           Σκληρόψυχο το κρύο του Γενάρη,        

                           στο μαλακό σου στήθος αργογέρνω,  

                           που το έκανες για μένα μαξιλάρι  

                           ν’ ακούω την καρδιά σου απ’ το στέρνο!  

 

                           Κι εγώ μικρό παιδί, σα βυζαστάρι,  

                           γλείφω τις δυο σου ρόγες, ενώ παίρνω  

                           το κάτασπρο του στήθους σου ζυμάρι  

                           κι όλα μου τα φιλιά εκεί τα σπέρνω!  

 

                           Και με το φως μιας φεγγαροαχτίνας,  

                           απ’ τα κοφτά κεντίδια της κουρτίνας  

                           σε χάιδευε κι αυτή απ’ τα ουράνια  

 

                           κι αφού προχώρησε λίγο πιο πάνω  

                           ένα μονάχα είδα που προφτάνω!  

                           Ήταν τα μάγουλά σου πυροφάνια!  

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Τζώρτζης Ι. Νίκος: Ποιήματα

 

Από την ποιητική συλλογή Αποδελτιώσεις, Γαβριηλίδης 2009

 

 

Ι

 

Το βέλος ξέρει

– κι όμως φοβάται.

 

Κι η φτέρνα ξέρει                   

– κι όμως ελπίζει.

 

 

 

II

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

 

 

Δόσεις ετήσιες, μηνιαίες, ωριαίες·

λεπτών ή δευτερολέπτων… 

 

Το πλήθος των ρυτίδων βεβαιώνει

τη διάρκεια της ανοσίας.

 

Μιθριδατισμός.

 

 

 

 

III

               

Σκόνη, και κάθεται παντού, κάθε μέρα·

 

όσα απ’ τα λόγια μας δεν εισακούονται.

 

 

 

 

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αποδελτιώσεις, Β΄, Γαβριηλίδης 2013

 

I

ΦΥΛΛΟΒΟΛΑ

 

Κάποια απ’ αυτά

φυλλορροούν μόνο

για ό,τι αγαπούσαν

κι έχασαν.

 

Το ξέρουμε πια

 – κι ας επιμένουμε

πως φταίει πάντα

το φθινόπωρο.

 

 

II

 

Πού να σε τονίσω

μη σε παρατονίσω,

λέξη μου…

 

 

ΙΙI

 

 

Πλάθει τη λέξη : λ ύ π η                      

απ’ τη λέξη:         π ύ λ η·

αναγραμματισμός.

 

Πλάθει τη λέξη :  λ ύ π η

απ’ τη λέξη:           α γ ά π η·

αναγραμματισμός αισθημάτων.

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αποδελτιώσεις, Γ΄, Γαβριηλίδης 2016

 

I

Επίγραμμα πρώτο

 

α΄

Κάθε μου συλλαβή σ’ αντιλαλεί.                       

 

β΄

Κάθε μου συλλαβή σ’ αντιλαλεί  

κι ο αντίλαλός σε συλλαβίζει.

 

γ΄

Κάθε μου συλλαβή σ’ αντιλαλεί

με φθόγγους θύελλας και τρικυμίας

 

κι ο αντίλαλός της σε συλλαβίζει

με ήχους απόβροχου και νηνεμίας.

 

 

II

Δημοτικό

 

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

 

 

Άμα δεν ήταν άνθρωπος, ας ήταν μονοπάτι   

απάνω του να περπατάς κι αλάργα να σε παίρνει· 

απ’ της αυλής σου το στενό κι από το καλντερίμι

να σε περνά στα Σώχωρα, να βγαίνει στα περβόλια,    

κι απ’ τα περβόλια ως τις ελιές, στης ρεματιάς την άκρη,

ως της πλαγιάς τις χαρουπιές, κατάντικρυ στην έγνοια,

ως το ξωκλήσι της κορφής με τα γερμένα πεύκα.

Να ’ναι πρωί και καταχνιά, να ’χει χαράξει λύπες,

και να ’ναι πέρα μακριά το πέλαγός σου μαύρο

κι ο ουρανός σου χαμηλός, πάνω σου ακουμπισμένος…

 

Άμα δεν ήταν άνθρωπος, ας ήταν μονοπάτι   

απάνω του να περπατάς, να σε κατηφορίζει

στο λασπωμένο χώμα του με τα σπαρμένα βράχια,

ανάμεσα απ’ αμυγδαλιές, μανούσα κι ασπαλάθους

ως τη μεγάλην απλωσιά, στην έρημη πλαγιά σου,

ως το μεγάλο ξάγναντο, στο χείλος του γκρεμού σου

να νοιώθεις κάτω χαμηλά το κύμα σου να σκάβει,

να χάσκει δίνες στα ρηχά, ν’ αντιχτυπά στις ξέρες

και το θυμό σου να σκορπά μ’ αφρούς στο γυρογιάλι·

να παραδέρνει αδιάκοπα στις θαλασσοσπηλιές σου     

φόβους υπόκωφους, παλιούς,  σπασμένες  προσδοκίες,

ν’ αχολογά τους δισταγμούς στα υγρά τοιχώματά σου 

και ν’ ανεβαίνει η στάθμη σου κάθε που τρικυμίζεις

από τον πάτο της σιωπής στο θόλο της κραυγής σου.

 

Άμα δεν ήταν άνθρωπος, ας ήταν μονοπάτι   

απάνω του να περπατάς να σε κατηφορίζει

για τη μεγάλην απλωσιά στην έρημη πλαγιά σου,

για το μεγάλο ξάγναντο στο χείλος του γκρεμού σου·

να ’χεις Απρίλη κι άνοιξη, να ’ναι γιορτή και σκόλη,

να ’ναι το μπλε σου θαλασσί και το γλαυκό σου αιθέρας,

φλοίσβος το καρδιοχτύπι σου κι αύρες η αναπνοή σου

μες στους ολάνθιστους γκρεμούς και στις βαθιές σπηλιές σου·

ν’ αναπηδούν οι λέξεις σου δελφίνια στ’ ανοιχτά σου

και ν’ ανεβάζουν στον αφρό τ’ ανομολόγητά  σου,

σα γέρνει ο ήλιος στα βαθιά κι η μέρα στις κορφές σου

και ταξιδεύουν τα νησιά,  τα πετροκάραβά σου,

ως την κλωστή του ορίζοντα  – νήμα του λαβυρίνθου…

 

Άμα δεν ήταν σύντροφος, ας ήταν μονοπάτι

πάντα κάτω απ’ τα πόδια σου να ’ρχεται και να φεύγει,

και στο στερνό σου πάτημα και στο στερνό σου βήμα

να χορταριάσει μονομιάς, να ξαναγίνει κάμπος.

 

 

 

III

 

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

Ποιος σου ’πε ότι σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει

αληθινός, πιστός και αιώνιος έρωτας;

Μ. Μπουλγάκωφ: «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα»

 

 

Τα μάτια τους…

σβηστά ή επίμονα,

με κοιτούσαν απλώς

ή με ξεγύμνωναν.

 

Τα χέρια τους…

νωθρά ή νευρώδη,                                               

με κρατούσαν απλώς

ή μ’ έσφιγγαν

 

– μ’ έφθειραν

και με σημάδεψαν

(Είχα δέρμα λείο

και στιλπνό κάποτε

 

– τώρα δες με!). 

Με σημάδεψαν

και τους σημάδεψα

– εγώ πιο βαθιά.

 

Τι τους έκρυψα;

 

Σχεδόν τα πάντα                  

ή σχεδόν τίποτα. 

Αργοί ή γρήγοροι,

αδιάφοροι

 

ή περίεργοι,

 

ή και τα δυο,

νύσταξαν βαθιά μου

ή εκστασιάστηκαν,

μ’ άφησαν στα μισά

 

ή με ρούφηξαν     

 

σε κάθε στάση…

σε καρέκλες, 

τραπέζια

και κρεβάτια.

 

Μ’ ερωτεύτηκαν;

 

Πες το κι έτσι· 

έτσι κι αλλιώς,

ήξερα πάντα πως

θα μείνω στο ράφι.

 

Όσοι με θέλουν,

εκεί θα με βρουν·

θα με γυρεύουν

πάντα                    

 

μ’ ένα όνομα

και θα με βρίσκουν

πάντα

μ’ έναν αριθμό,

 

όπως ακριβώς

κάθε βιβλίο

της μικρής μας

επαρχιακής

 

δανειστικής.

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αναψηλάφηση, Γαβριηλίδης 2019

 

 

I

ΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

 

Μαθαίνω πια                                                       

 

το άλλο μου χέρι να γράφει.

Αδρά, τρεμάμενα σημάδια

ξανασυνθέτουν τη γραφή μου.

 

Αδρά, τρεμάμενα ψηφία,                                   

μετά τα καλλιγραφικά λάθη              

που τόσα χρόνια γράφει                    

 

το καλό μου χέρι.                

 

II

Ο ΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

 

Κρεβάτι – ξύπνημα.

 

Καρέκλα κουζίνας – φλιτζάνι·

κάθισμα αυτοκινήτου – τιμόνι·

κάθισμα γραφείου – οθόνη·

κάθισμα εστιατορίου – πιάτο

 

και τανάπαλιν:

 

Κάθισμα αυτοκινήτου – τιμόνι·

μαξιλάρι καναπέ – οθόνη                  

ή σκαμνί μπαρ – ποτήρι.

(Παρεμβάλλονται  παγκάκια

 

και καθίσματα τουαλέτας).

 

ΙΙI

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

 

 

Μεταναστεύουμε

ακατάπαυστα·

 

στη γέννηση,

στη νεότητα,

στην ωριμότητα.

 

Ανέστιοι πάντα,

μεταναστεύουμε.

 

IV

Κρήτη, Πελοπόννησος, Στερεά, Ήπειρος, Μακεδονία, 1943-49

 

 ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ

μνήμη Γιάννη Ρουκουνάκη

 

 […] τότε που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο

 Ρουμελιώτες και Σουλιώτες και άρχιζαν να

 ρημάζουν ό,τιέβρισκανμπροστά τους, να

βιαιοπραγούν σε βάρος των ομοεθνών τους

σαν να ’ταν Τούρκοι […]

                                ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

 

 

Αντιγράφω1:

 

Εδώ μας βρήκε ο στρατός,

ανήμερα Χριστουγέννων

κι εδώ μας άφησε·

εδώ, σε μιαν Επτάλοφο

μιας κάποιας Παρνασσίδας,   

 

μας βρήκαν κι οι δικοί μας:

ακέφαλους, τεντωμένους

πάνω στο κόκκινο χιόνι,

με τα σκυλιά μου ολόγυρα

να διώχνουν τα κοράκια.

 

Αντιγράφω2:  

 

Σε μια Σκιαδόραχη, Μάης πια,  

κλεισμένοι απ’ τον στρατό,

είχαμε ψωμί  – μα      

δεν είχαμε νερό

και πεινάσαμε

 

για να μη διψάσουμε.

 

Σε κάποια Ρεματάκια,

κρύψαμε στον βράχο

κρασί, ψωμί κι ελιές,

κι ακόμη αμοίραστα               

εκεί μας περιμένουν.  

 

 Αντιγράφω3:

 

Με μια σκαπάνη όλη κι όλη.              

Οι αντάρτες μάς ρίχνουν                    

και για να καλυφθούμε                                  

ανοίγουμε λάκκους

με μια σκαπάνη, όλοι,                        

 

κατά σειράν αρχαιότητος

(τότε γιατί τελευταίος;).

Βλέπω ξαπλωμένος

να τους καταπίνει η γη

έναν έναν, λίγο λίγο·

 

λίγο πριν σκάσει η οβίδα,

 

μου δίνουν τη σκαπάνη, μα

δε χρειάζεται. Η έκρηξη

πλαταίνει και ζεσταίνει

τον λάκκο του λοχία·

πηδώ μέσα πριν σκεφτώ.

 

Ο λοχίας είναι εκεί – αλλά

δεν είναι· μόνο μια γλίτσα

στάζει απ’ τα τοιχώματα,       

αραιή και καμένη

(και μυρίζει ακόμα).               

 

Αντιγράφω4:

 

Εκεί στεκόταν, στους βάτους. 

Αυτός κι ο πατέρας του.

Εκεί τον έπιασαν·

δυο, τρεις, μαζί κι ο αδελφός του.

Χτύπησαν τον γέρο

 

και τον έριξαν στα αγκάθια·

 

όταν συνήλθε, βγήκε

κι ειδοποίησε τη νύφη του.

Αυτή τον βρήκε.                                 

Ούτε σφαίρα ούτε μαχαιριά.

Τον χτυπούσαν μόνο.

 

Μέχρι που ξεψύχησε.

 

Δυο, τρεις, μαζί κι ο αδελφός του·

μαζί κι ο αρχηγός τους

– ξέρεις ποιος…

που παίρνει τώρα σύνταξη.

Σύνταξη ως αντιστασιακός.

 

Αντιγράφω5:

 

Στου Ερυμάνθου μια μονή

οι αντάρτες (το ’48)

συγκέντρωσαν τους μαθητές

και έφτιαξαν σχολείο                         

για τη μόρφωσή τους.

 

Αντιγράφω6:

 

Σε μια μονή του Πάρνωνα     

οι αντάρτες (κατοχή)

συγκέντρωσαν τους αρνητές

κι έφτιαξαν στρατόπεδο

για τη συμμόρφωσή τους.

 

Δεν αντιγράφω7:

 

για την κάρα μάρτυρος

σ’ ανίερη περιφορά,               

μπηγμένη σε κοντάρι·                        

για του Δερματά τον Δέτη,

του Ξενογιώργη την κορφή,               

 

του Μπαντουβά τους στάβλους.

 

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Το ποίημα: «Αντιγραφές» αναπλάθει αποσπάσματα από τα παρακάτω έργα:

 

1,2: ΜΗΤΣΟΣ ΗΛ. ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ: Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον εμφύλιο

3:  ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ: Πυραμίδα ’67

4,6 : ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ: Ορθοκωστά

5: ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ:Άθως ο δασονόμος

7: ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ : Ο αιώνας των λαβυρίνθων

 

 

V

ΚΑΡΚΙΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

 

 

Πολιτισμένοι· καπιταλισμένοι                                   

 

Καπιταλισμένοι· πολιτισμένοι           

 

 

 

Από την ποιητική συλλογή Αναψηλάφηση, Β΄, Κέδρος 2021

 

I

Φορτηγό πλοίο «RitaV», ανοιχτά της Ρόδου, 18 Μαΐου 1967

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ

 

(Β΄ Ιατροδικαστική Έκθεσις συνταχθείσα κατόπιν άνωθεν εντολής υπό του εκτάκτως κληθέντος κ. Δημητρίου Καψάσκη, ιατροδικαστού)

 

 

στον Δημήτρη Φ. Βλαχοδήμο

 

 

Κι αν χιονίζει στο πνεύμα

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

 

 

Κατ’ αρχάς η μεσονύκτιος κάθοδός σου       

διάσχοινίου εις την θάλασσαν· 

ακολούθως η πρόσκρουσις

επί των τοιχωμάτων του πλοίου,

 

η απώλεια συνειδήσεως, ο πνιγμός

[αν και εθεάθης την επομένην

να βαδίζεις εις την παραλίαν της Λάρδου].                

Το αγνώστων στοιχείων σώμα σου,              

 

παρασυρθέν υπό των θυελλωδών ανέμων,   

οίτινες [δεν] έπνεον τας ημέρας εκείνας,       

εξεβράσθη εις την ελαφρώς ανηφορικήν

και ανώμαλονπαραλίαν Γενναδίου.

           

Το γεγονός δε ότι ανευρέθη εις απόστασιν

δέκα και πλέον μέτρων από τον αιγιαλόν

οφείλεται αποκλειστικώς       

εις την σφοδράνθαλασσοταραχήν,   

 

ήτις [δεν] εμένετο τας ώρας εκείνας

εντός του ομωνύμου όρμου.

Ο θάνατος επήλθεν εκ πνιγμού          

[όπως αναμφιβόλως αποδεικνύεται

 

από την μικροσκοπικήνοπήν                          

εις το αριστερόνημιθωράκιον

– ή αλλιώς: από τη μικρή τρύπα    

κοντά στην καρδιά σου].

 

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σε παραλία της Ρόδου ανακαλύπτεται νεκρός ο καταζητούμενος από την Ασφάλεια Νικηφόρος Μανδηλαράς, συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Αν και οι αρχές κάνουν λόγο για πνιγμό, θεωρείται βέβαιη η δολοφονία του από τα όργανα του καθεστώτος.

Εφημερίδα Καθημερινή

 

 

 

II

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

 

(Αντί επαίνου για τον κ. Ν. Τ. και τη νέα ποιητική του συλλογή)

 

Σεβαστέ μου Κύριε,Θαεδιαβάσατε ίσως ένα ποίημά μου

αναφερόμενο σε σας  και γραμμένο σε ύφος κάπως

ασύνηθες.  Είναι μια τρέλα στην οποία με παρέσυραν

κυρίως οι δυνατότητεςτης ομοιοκαταληξίας. […]Ελπίζω

όμως ότι θαεγελάσατε με την απροσδόκητον αυτή και

αβλαβήεπίθεση, την οποία πάντως σας παρακαλώ να

μου συγχωρήσετε.

Με εξαιρετική τιμή

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

 

 

 

Πολύ καιρό προγύμναζες τους στίχους,

για να σου βγουν απρόβλεπτες ενώσεις,        

συμφύροντας κοινούς συνήθεις ήχους·

 

ώσπου ένοιωσες στα χέρια σου τις ώσεις

του καινού που ακόμα δεν είχε γραφτεί                                 

και πάλεψες να μας το φανερώσεις·                           

 

κι αναμόχλευσες την ύλη του καυτή,

για να βρεις εντός του μια ψυχή ζώσα,                      

που μόνο σ’ εσένα μιλούσε στο αυτί.            

 

Εν τέλει του ’δωσες μορφή καιγλώσσα    

με τόσα πρότυπα κρουστά στιχάκια,

εσύ, ναι, μια ακόμα φέρελπις κλώσα.            

 

Χρόνια κλωσάς αετόπουλα ή γεράκια,                      

όμως εκκολάπτεις κοράκια ακόμα,                

κλέφτρες κίσσες κι ισχνά κοτοπουλάκια.      

 

Το έργο σου έχει ένα δικό του χρώμα,

ίσως επειδή διαφέρει απ’ των άλλων                         

σε μια δυο τελείες, μπορεί κι ένα κόμμα.   

 

III

Πειραιάς, Δραπετσώνα· οργανοποιείο Τάτση, 1937

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ - ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ

 

(γελώ ακόμα κι αν πονώ)

 

Στον Άρη Πάγκαλο

 

 « Συμφωνήσαμε να του γράψω στίχους, αλλά επάνω

στη μελωδία. Διαφορετικά δεν μπορούσα. Επί τόπου

[…]με το μπουζούκι στο χέρι, ο Χατζηχρήστος άρχισε

να παίζει διάφορες μουσικές που είχε γραμμένες από

 πριν […] όλα τα υπόλοιπά, τα εμπνεύσθηκα τη στιγμή

που [] μου έπαιζε»    

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ

 

 

Μπορεί στα Χιώτικα κι αλλού,

στα Βούρλα, στο Καστράκι,

μπορεί με κάποια καπνουλού,

με κάποιο κουτσαβάκι.

 

Μπορεί στου Σάλωνα κι αλλού,

στου Μίχαλου, στου Φάνη

ή στη σπηλιά, λέει, του Κουλού

που τόση φούντα φτάνει·                    

 

φούντα τριζάτη απ’ την Ιτιά,

κι απ’ τη μεγάλη Προύσα,

φούντα σαν την καλή ξανθιά,

σαν την αφράτη ρούσα.

 

Μπορεί κι αλλού, μπορεί κι αλλιώς

σε κάποια «κοριτσιέρα»

μιανής Μαριώς ή Βαγγελιώς

ή ακόμη παραπέρα:

 

στην πόρτα με τα οχτώ σκαλιά     

από το χώμα κάτω

σε κάποιας Ρίτας τη φωλιά                 

– εκεί που πιάνεις πάτο·                     

 

εκεί μες στα προσφυγικά

λαγούμια και σοκάκια

με τσιφτετέλια μαγικά,

συρτά και μανεδάκια. 

 

Βλάμισσες κι αγαπητικοί,

φυγόδικοι και μάγκες,

χαρμάνηδες και νηστικοί                    

στις ξύλινες παράγκες.           

 

Δυο τάλιρα ’χει ο ναργιλές

και πέντε ’χει η πουτάνα.

Ώρες νωθρές και σιωπηλές,

χρόνια σαθρά και πλάνα,

 

εντός σου αλλάζουνε μορφές

και τρων σαν το σαράκι

τις λιγοστές σου τις γραφές

στιχάκι το στιχάκι·

 

γραφές που φέρνεις στη γωνιά

κι απλώνεις στο τραπέζι                     

εδώ, σ’ αυτή τη γειτονιά,       

τώρα, που κάποιος παίζει.      

 

Αυτός σου παίζει, για ν’ ακούς,                     

ν’ ακούς για να διαλέξεις                   

έναν απ’ όλους τους σκοπούς

να του «καρφώσεις» λέξεις. 

 

Κι αυτοί σου παίζουν – τους ακούς; –

γλυκά, βαθιά και πλέρια,

παλιούς αλλιώτικους σκοπούς                       

με τα δικά του χέρια…

 

Να ’ναι ο Σκριβάνος, ο Γυαλιάς

κι ο φραγκοσυργιανιώτης;…

Μπορεί ο Γαβρήλος, ο Δελιάς

μαζί κι ο Αϊβαλιώτης.

 

Γύρω σου τέλια και κλειδιά,

μισόφτιαχτα καβούκια, 

μάνικα μαύρα και φαρδιά,

«ξαρμάτωτα»μπουζούκια,

 

κι εσύ δοσμένος στις στροφές,                      

στων στίχων σου τη δίνη,

γράφεις για δυο θαμπές μορφές:

για κείνον και για κείνη.

 

Τους θες μεγάλους ή παιδιά   

κάπου σ’ αυτή την πόλη;                    

Τους δίνεις μόνο μια βραδιά

ή τη ζωή τους όλη;     

 

Όλη η ζωή τους μια βραδιά

 – τόση θαρρείς πως φτάνει;   

Είναι σ’ αλάνα ή σ’ αμμουδιά,

στα τρένα ή στο λιμάνι;

 

Στέκουν σε μια κρυφή γωνιά, 

σ’ ένα θαμπό φανάρι;             

Θες να ’χει ζέστη ή παγωνιά,

μισόφωτο ή φεγγάρι;

 

Γράφεις πως του μιλά σκληρά           

κι αυτός κοιτάζει μόνο           

κι αχνογελά κάθε φορά

– τάχα με δίχως πόνο.

 

Γράφεις-ριμάρεις τη βραδιά,              

ριμάρεις την αιτία                   

μ’ ενός αλήτη την καρδιά

που δεν κρατάει κακία.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εγώ εσύχναζα σε πολλούς τεκέδες. Στου Κωλομπότση, στου Μίχαλου[…]. Ο τεκές του Σάλωνα ήταν δυο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήτανε οι πρόσφυγες.

Αγγελική-ΒέλλουΚαϊλ: Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία

 

Εγκαταλείπομε τον κεντρικό δρόμο της Δραπετσώνας και τρεπόμεθαπρος […] τα διαβόητα Χιώτικα […]. Ο αστυνομικός […]σταματά προς στιγμήν και μας λέγει:—Εδώ είναι ο τεκές του Φάνη. Θα μ’ ακολουθήσετε μέσα με θάρρος και χωρίς καμιά λιποψυχία.[…]Φεύγομεν[…]και κατευθυνόμαστε στην «κοριτσιέρα» της Ανούσαινας. Είνε ένας οικίσκος που ή στέγη του είναι ίσια με τα δρόμο[…] βρίσκομε με το κλεφτοφάναρο ένα πορτάκι[…]και […]βρισκόμαστε μέσα[…] γύρω μας υπάρχουν τρεις πόρτες. […] Σ’ ένα δεύτερο χτύπημα ανοίξανε και οι τρεις[…] και βγήκανε τρεις κατσιβέλες ασουλούπωτες, φρικτές και δυσώδεις γυναίκες.

Γιώργος Μπουκουβάλας, «Νυχτερινά θεάματα στη Δραπετσώνα», εφημερίδα: Φωνή του Πειραιώς, 1932 (αναδημοσίευση στο βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη: Τα Ρεμπέτικα, τόμος 12)

 

Οι πρώτοι μπουζουξήδες. Στον Πειραιά έπαιζε ο Σκριβάνος, ήταν νταής, αλλά καλό παιδί […]

Γιάννης Παπαϊωάννου: Ντόμπρα και σταράτα, Αυτοβιογραφία

 

 

 

 

 

 

IV

ΚΑΒΑΦΙΚΟΝ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ

 

Έτοιμοι για:

 

«Θερμοπύλες» (στα λόγια),

«Ιθάκες» (στα όνειρα),

«Βαρβάρους» (στα αλήθεια).

 

 

 

 

Ανέκδοτο ποίημα

 

Ι

 

Λ - Α

 

Βερο - λίνο,

Λευκω - σία.

 

Κάποτε δύο.

Τώρα πια μία. 

 

Μία στα δύο

χωρισμένη.