Σελίδες

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Η ΓΥΜΝΗ / Σταυραετός / Β.Α

 

                                                                                                                                                                                                 << Φίλαυτον γυνή και ζηλότυπον ου μετρίως

                                                                                                                                                                                                 και δεινόν  ανδρός ήθη παραλύσαι

                                                                                                                                                                                                 και συνεχέσει γοητείας ,υπάγεσθαι.

                                                                                                                                                                                                 Μελετήσασα γαρ θωπείας λόγους  και την άλλην υπόκρισιν,

                                                                                                                                                                                                 ώσπερ σκηνής,

                                                                                                                                                                                                 όψεις και ακοάς όταν δελεάσει διηπατημένων,

                                                                                                                                                                                                 ως υπήκοον τον ηγεμόνα νουν φενακίζει >>.

                                                                                        

                                                                                                                                                                                                                                                                             ΕΥΣΕΒΙΟΣ

 


 

Κάποια μέρα μες το δρόμο περπατούσε μια γυμνή
και ζωσμένο ένα είχε πολυχρώματο σκοινί
που στροβίλιζε στο σπήλαιο της ενθάνατης ζωής
δίχτυ δόλωμα για σάρκα της αθάνατης ψυχής.
Το χαμόγελο σκορπούσε και την τάριχη χαρά
με του λιονταριού τα πόδια και της σφίγγας τα φτερά
και μ’ εκδίκησης τη λόγχη καρφωμένη στην καρδιά
το σκοτάδι κουβαλώντας μες σε πέτρινη βραδιά.
Σιωπηλές σκυφτές ξωπίσω ακολούθαγαν σκιές
απ’ τη σέληνη τη σκάλα που κατέβηκαν στο χθες
για μια βούληση αρχαία από αρχαίο έναν καιρό
της θνητότητας να πιούνε και της λήθης το νερό
κι αυτή σάλευε σα φίδι τους μαγνήτιζε το νου
χρώματα ήλιο να ξεχάσουν του αόρατου ουρανού.
Μες την αγκαλιά τις είχε σε νανούρισμα απαλό
τάχατες με τέτοια αγάπη να σκοτώνει τον καιρό
και το αίμα είχε κάνει γάλα κι αγαλιασμό
λησμοσύνης το τραπέζι για μεγάλο χορτασμό.
Κι ό,τι κούφο ό,τι φρούδο ότι είν’ που δε φελά
το πετούσε στα ουράνια ν’ αγναντεύει στα ψηλά
η ψυχούλα η δεμένη με το ληστεμένο νου
και να μη θυμάται πλέον τ’ άγιο φως του ουρανού
που κατέβηκε μια μέρα σε σαθρόκυκλων ροή
στην απώλεια που θα σβήσουν στη φωτιά ένα πρωί
και παιχνίδιζε μαζί τους και τις έκανε χαρές
μέχρι να ’μπουν οι ψυχούλες στις μεγάλες συμφορές
να οργώσουνε τη γη της με του ίδρωτα υνί
μα άλλη απάτη είχε τώρα τη λερή την ηδονή
που τη φώλευε με τέχνη μες σε μάγνητα σπηλιά
κει που ο δράκος του θανάτου σπίτι είχε και φωλιά
χωνευτήρι του ηλέκτρου για τ’ ασήμια τα χρυσά
κι από τιμαλφή όσα άλλα ουκ ολίγα περισσά
καταλύοντας του πόθου τα φευγάτα ιδανικά
ζώντας ύστερα για λίγο με μετάνοιας δανεικά.
Σα θηλιά τις είχε πνίξει τις ψυχούλες το σκοινί
στα ψηλά άστρα είχαν σβήσει και δακρύζαν οι ουρανοί.
Και αυτή με ένα χάδι τις εκοίμιζε απαλά
με σεντόνια του θανάτου τις εσκέπαζε καλά
και με των μυστών τον τρόπο τους ρουφούσε τη ζωή
τον ψυχόχρονο τους κλέβει και την πρόσκαιρη αυγή
να ’χει για να γιοματίσει ,κάτι για το δειλινό
ν’ αγναντεύει που τη διώξαν από φωτεινό ουρανό
και να λέει να η αγάπη στο κορμί μου κατοικεί
μην κοιτάς τυφλή ψυχούλα μην κοιτάς το παρεκεί
του έρωτα και του θανάτου εγώ είμαι η χαρά
ας πεθάνουμε έλα τώρα για μια υστερνή φορά
μύρα έβαλα στο σώμα ανθονέρι στο κορμί
της χωμάτινης αγάπης για να σβήσω την ορμή
στ’ απαλά μου μέσα χέρια να σου κάνω αγκαλιές
όπως φίδι τ΄άλλο φίδι σφίγγει μέσα στις φωλιές
άλλο τώρα πια δεν έχω δεν προσμένω άλλη χαρά
από τότε που ’χω χάσει του αγγέλου τα φτερά
τη λατρεία μου προσμένω γης και χώματος  θεά
με μια σκέψη πότε μαύρη πότε γκρίζα και φαιά
σαν η πότνια μητέρα που τον κύκλο αναγεννώ
και τον πόνο του θανάτου και το θάνατο γεννώ
στο παράπονό μου απάνω κάνω εμπτέρυγο το νου
και τ’ ψήλου τον υψώνω σ’ άγιο δώμα ουρανού
απ’ αγγέλων ψαλμωδίας τελωνίων ιαχές
απ΄τα κάτω της σελήνου κλέβω απ’ το Θεό ψυχές
όμως γόνυ εγώ δεν κλείνω και ποτέ δεν προσκυνώ
το Δημιουργό της κτίσης το Θεό στον ουρανό.
 
Και όπως έρχονταν η νύχτα μ’ ένα γέλιο υστερικό
ξεμακραίνει λες και ήταν του ποτέ αερικό
και μαζί της ακλουθούσαν στα ξωπίσω της σκιές
σφίγγας νύχια που αρπάξαν απ’ το αύριο... απ’ το χθές…

                                                                                   Β.Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου