Σελίδες

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Γιώργος Ν. Μανέτας : Ποιήματα


 Της Κέρκυρας ΧΙ

.
.
Σαν ο νους που θυμάται και μι’ ανάμνηση κλείνει,
ο δικός μου, καράβι μ’ ουρανό και σελήνη.
Αρυτίδωτες θάλασσες φέρει μέσα· ποτές
τα γλαρόπουλα πάνω τους με φτερούγες κλειστές.
.
Βασιλέματα – θαύματα που ο Θεός έχει χτίσει,
δεν θυμίζουνε διόλου ζωγραφιάς νεκρή φύση.
Του πρωινού κείνο τ' άστρο, που το λεν αυγινό,
δεν αφήνει τα χρώματα να ριφθούν στο κενό.
.
Ήλιος! κόλποι και βράχια και κει πάνω γοργόνες,
μελετούν με τ’ ανθόζωα – τις μικρές ανεμώνες.
Φιλογέλωτας λέοντας με μια φώκια Monachus…
και τα φύκη χορεύοντας να χαϊδεύουν τους βράχους.
.
Έτσι, η σκέψη που θέλει και σ’ ανάμνηση λύνει,
ν αρχινά το ταξίδι πρέπει ως… τη σελήνη.
Έγνοια μόνη, να τα 'χει μέσα ο νους φυλαγμένα,
σαν κρυστάλλινα κάποιας συλλογής, προσεγμένα.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
Κέρκυρα VIII
.
.
Α, να 'χες χείλη… να σ' τ’ αρπάξω μια, να σ' τα φιλήσω!
Α, να 'χες μάτια… να τα δω στο φως, το δειλινό.
Ρίγος με πιάνει, κι ύστερα κρατιέμαι μη δακρύσω.
Κόρη του νόστου – Κέρκυρα: Διψώ Σε! και πεινώ.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
Της Κέρκυρας
.
.
Μαντίλα ροδοστέφανη και χείλη σαν κεράσι,
προσμένω να περάσει,
να δω το χρυσοκέντητο - δαντέλα φόρεμά της,
την τόσην ομορφιά της.
.
Δύση να δω κι ανατολή στα μάτια της τα πλέρια,
να πιάσω της τα χέρια,
να δώσω μια να τα φιλώ μέχρι τους ώμους πάνω,
να τα βαστώ μη χάνω.
.
Να πάρω απ' τα μαλάκια της, που ήλιο χρυσό θυμίζουν,
τα μύρα που μυρίζουν,
για να τα πάω στον Άγιο μου τάμα και προσευχή μου,
να κάμει την, δική μου.
.
Α, πόσο θα 'θελα κι αυτή να με κοιτάξει, σάμπως…!
- Θα ομόρφαινε κι ο κάμπος. –
Να δω την άνοιξη π' ανθεί στο κάθε πάτημά της.
Τι κρύβει, στην καρδιά της:
.
Παξοί - Αντίπαξοι - Μαθράκι – Ερεικούσσα – Οθωνοί.
.
Μανδούκι 1996
.
.
©Γιώργος Μανέτας
.
.
Κέρκυρα ΧVΙΙ
.
.
Κάθε φορά, στο αντάμωμα της,
μεθώ απ’ την τόσην ομορφιά της
τόσο, που ντρέπομαι να πω…
Σ’ άγνωστους τόπους μύριους πήγα
μα σαν αυτήν… μέτρια και λίγα.
Ίδια, δεν βρήκα ν’ αγαπώ.
.
Δειλός, μα πάλλεται η ψυχή μου!
Και σαν να σβεί η αναπνοή μου
νιώθω· το στήθος να πονά.
Γνωρίζοντας, το δίχως άλλο,
κείνο του πόθου μου το σάλο,
φροντίζει να το κυβερνά.
.
Τότε, θυμώνω και με κρίνω
κι έτσι, χλωμός όπως το κρίνο,
με ασίγαστο αναφιλητό…
Με δίχως μπόι και δίχως σθένος,
καθώς πρωτόβγαλτος, παρθένος,
μεθώ στο παραμιλητό:
.
«Ωωω! κόρη – Κέρκυρα, γαρντένια!
Της σκέψης μου, παραμυθένια
με κήπους, μύρα κι ευανθούς!
Εσύ, της πλώρης μου Σειρήνα,
γοργόνα στη δική καρίνα.
Κοχύλι, απ’ τους ωκεανούς».
.
Κι ύστερα, σαν να την αρνιέμαι
κάνω, πως τάχα εγώ ξεχνιέμαι·
στρέφω το βλέμμα μου, γι' αλλού.
Τότε, μου απλώνει τα δυο χέρια
και τόσα μου χαρίζει αστέρια,
όσα 'χει η άμμος, του γιαλού.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
Ουτοπία
.
.
Θωρώ στην αχτή την απείραχτην άμμο της.
Την πυκνόφυτη γη, με τις δύσβατες άσπες.
Δεν χαρώ νυσταγμό τόσα χρόνια θωρώντας την
κ' είν' ανώφελη πια μια στεριά που δεν φτάνω.
.
Ας βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα την σκέψη μου.
Στην αδιάβατη γη να βρεθώ της ψυχής μου,
μέχρις ότου τ' άμορφα νέφη σκορπίσουνε
και ξανά πάλι δω την μικρή της Κασσιόπη.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
Κέρκυρα ΙΧ
.
.
Κέρκυρα: Άστρο τ’ ουρανού!
Του πέλαγου συ κόρη,
με το περίσσιο θώρι…
.
Μικρή αδερφή της άνοιξης,
που από τη γη σου, η μυγδαλιά
φύτρωσε, μες στη σιγαλιά
σε μία στιγμή κατάνυξης
.
κι ύστερα, σ' είδε ο ουρανός
κι έδωσε λάμπος στ’ άστρα,
μιαν αγριλιά στη γλάστρα.
Κι έδωσε, δείλι ως ο φανός
.
της πρωταυγής μι’ αχτίδα:
Θύσανος - φως του ν’ ακοντά
κι αυτός, να βλέπει από κοντά,
ως πού φωτά η ελπίδα
.
Κέρκυρα! εσύ της άνοιξης.
Του πέλαγου, συ κόρη,
με το περίσσιο θώρι…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
Κέρκυρα XI
.
Στον Τζούλιο Καΐμη
.
.
Απόψε, ο νους ως σ΄ έψαχνε να βρει στο ματοκιάλι
σ’ είδε, κει που λιαζόσουνα στης μνήμης τ’ ακρογιάλι
κι όπως, κόντευε δίπλα σου στα μπράτσα του να σφίξει,
απέκοψες! Κι αυτός για δεν μπορούσε να σ’ αγγίξει
.
ήβρε κλαρί και βέργισε τις θάλασσες του νου του,
για ν’ ανακράξει αντήχει σου το μένος του καιρού του.
Για να σε βρει στο πέλαγο, να σ’ ανταμώσει αγάλι,
να σ’ αγκαλιάσει, Κέρκυρα, στης μνήμης τ’ ακρογιάλι.
.
Ό, τι ποθούσε, η σκέψη του: Αμμόσκονη κι αλάτι!
Έφευγε κείνος κι άμπωνε τις κλειδωνιές η εμπάτη.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου