Σὰν νὰ μὴν ἔχω ζήσει κὰν
ἄσκοπες μονήρεις ἐλπίδες
στή νοσταλγία μὲ ἀποκοίμησαν
σὲ τόσες μέρες σὲ τόσες νύχτες σιωπῶν
συνένωσαν τοὺς κρύους χειμῶνες μου
στὸ ἀτελὲς τους μὲ σμίλεψαν
ἔμενα τότε καὶ τώρα θαρρῶ πώς μένω ἀκόμη
σὲ ἕνα μισοσκότεινο πνιγηρὸ δωμάτιο
μὲ ὅλα τὰ παντζούρια κλειστὰ σφαλισμένα
γαλήνιου κόσμου
ἀνυποψίαστης ἀπόγνωσης
ζωὴ δὲν πρόλαβα μικρὲς στιγμὲς της μόνο
ἐπιστεγάσματα ματαιοδοξιῶν
φυσαλίδες χαρᾶς μυρωμένης
νὰ προδοθῶ μόνο πρόλαβα πολλὲς φορὲς
σὲ ψεύτικες ἱκεσίες
λόγια ἀγάπης- ματωμένα καρφιὰ
σὲ κούφια προσχήματα- προσωρινῆς μέθης
ἀναλώθηκα
ἀμετανόητα ἡττημένος μὲ ἄψυχη ἐλπίδα
σὲ λειμῶνες μὲς στὸ κρύο
ἕνα κομμάτι πάγου ἔμεινα
Τί εἶναι ἡ ἀλήθεια ἄραγε
καὶ τί ἡ ἀλήθεια τοῦ καθενὸς
τὰ βήματα τῆς λογικῆς τί εἶναι τελικά
ἡ ἐρημιὰ ἄσπρο σάβανο τὰ δείχνει ὅλα ἀλλιῶς
κόμπος δένεται στὸ λαιμὸ μου
μαζεύεται στοὺς κρυμμένους στίχους μου
καρπίζει δάκρυα κρυφὰ ἀθόρυβα νὰ ρέουν
θορυβεῖ ὁ νοῦς μου ἀκατάπαυστα
ἔξοδος δὲν ὑπάρχει πουθενὰ
ἀλλὰ μόνο ἡ χαρτογράφησή του
δὲν φτάνει κι αὐτὴ καθόλου δὲν ὠφελεῖ
ὅλα ὅλα τῆς φθορᾶς ἀνήκουν
ὅλα
μακρόσυρτος κρυμμένος ἦχος ἀπόγνωσης
Ποῦ πῆγε ἡ ζωὴ μου ρωτῶ
τὸ νῆμα χάνω τὸ μέτρημα ἀφήνω
πλασμένος μέ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀνημποριᾶς
ταξιδεύω
τὸ τέλος προδιαγεγραμμένο ἀναδύεται
ἀφήνει ἀνέπαφα τὰ χείλη
κάθε μου ὄνειρο στὴ νύχτα κρύβει
Ὀξυγόνο νά βρῶ φωτιὰ θρυμματισμένη ἔστω
τά χέρια νά πυρώσω λίγο
ὅλα ματώνουν
ἀγνοώντας τὸν ἀρχιλογιστὴ χρόνο
ποὺ πάντα κερδίζει τὸ παιχνίδι
ξεγυμνώνει εἰσπράττει
Ἄραγε ἀκόμη
μπορεῖ ἡ ψυχὴ τόση ἀπογύμνωση
τόσο πηλὸ πῶς νὰ ἀντέξει
μέσα στὸ πένθιμο μισόφωτο
θαρρῶ πώς δὲν μπορεῖ
ὄχι
Αν θέλουμε να αποδώσουμε αυτό που δίκαια οφείλουμε στον εξαίρετο Ι.Μασμανίδη, θα μιλάμε πια για μασμανίδειο ύφος και γλώσσα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγάλη η προσφορά του στην σύγχρονη ελληνική γραμματεία.
Η ποίησή του πολυσήμαντη οδηγεί σε μέθεξη-αφού βυθίζει τον αναγνώστη στα στενορύμια του δικού του εσωτερικού
κόσμου-.