Αἰκατερίνης μεγαλομάρτυρος
Μερκουρίου μεγαλομάρτυρος
Νησὶ Γρεβενῶν
καὶ βρέχει
Τὰ ἀστέρια ψηλὰ
μέσα σὲ μιὰν ἀνεμοθύελλα
ὑποσκάπτουν τὴ γαλήνια βεβαιότητα
Καὶ γώ
μέσα στὴ νύχτα ποὺ μὲ τριγυρίζει
μὲ μιὰν ὅσο νὰ πεῖς πομπώδη ἐσωτερικὴ ρητορικότητα
Ἀγρυπνῶ
στὴ σιωπὴ τριγυρίζεις καὶ σὺ
στὶς τραχιὲς ἐπιτηδεύσεις τῆς ζωῆς μου
σέ ἕνα εἶδος ἠδονικῆς ταραχῆς ἀπὸ κεῖνο τὸ ταξίδεμα
ποὺ πάει νὰ βασιλέψει
ἡ μνήμη μου πάλι αὐθαίρετα σοῦ ἀπαντᾶ Ἔλα
κατακρημνίζεις ὕστερα
ὅλες τὶς ἵνες τοῦ κορμιοῦ μου
σέ τοῦτο τὸ ἀκούραστο χτυποκάρδι τῆς ματαιότητας
τί μπορῶ νὰ κάνω μὲ αὐτή τὴ γνώση τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσης
ὑποδέχομαι μόνο στωικὰ τὶς ἀκτίνες τοῦ δύοντος ἡλίου
Ἀγρυπνῶ ἀκόμη
στὴν ξερὴ ἄμμο τῶν διαδρομῶν
ἀπὸ τὴν ἄηχη μετατόπιση τόσων ἀδιόρατων ἀπωλειῶν
καταβεβλημένος
γράφω
τό ὄνομα ἑνὸς λουλουδιοῦ σὲ κάθε χρονιὰ περασμένη
μόνος ἔτσι γιὰ νὰ
ξαναταξιδεύω στὰ λιγοστὰ νερὰ τοῦ σχεδὸν ξεροπόταμου μου
μπροστὰ
στὸ σκοτεινὸ ὁρίζοντα συλλογίζομαι πάλι
ὤ μελαγχολικὴ καὶ ἁπλόχωρη σκέψη ποῦ μὲ πᾶς
ἀκουμπῶ ὤ
τὰ δάχτυλά μου στά βλέφαρα
κλείνοντάς τα
ὅπως κλείνεις τὰ μάτια νεκρῶν
πάλι βροχὴ
πάλι Τίποτε βλέπω
συνεχῶς λανθάνουσα ἡ σκέψη μου
στὴ δυσκολοδιάβατη ροὴ τοῦ χρόνου
ὅπως πουλὶ ἔχοντας ματώσει τὰ φτερὰ του
χτυπῶ τὸ κλουβὶ
ἀπὸ τὴν ἀνυπόμονη λαχτάρα
μιᾶς μεγαλειώδους τελευταίας πτήσης-πτώσης μου
Μὲ τὴ λεπτὴ ἁλυσίδα δεμένη γιὰ πάντα
στὰ πόδια μου
ξέρω τὰ ὅρια τῆς τάχα ἐλευθερίας μου
Τὰ ὑπόλοιπα στοὺς ἀπολιθωτικούς κινδύνους
τοῦ στοχασμοῦ μου βυθίζονται σπᾶνε
ὤ
Τὸ τσάι χύθηκε κι αὐτὸ
ἡ τσαγιέρα μου ἔγινε χίλια κομμάτια
Ἀγόγγυστα παρακολουθῶ τὴν καταστροφὴ
ὑποδέχομαι-ἀποδέχομαι τὴ φθορὰ μου
Ξεχειλίζει ὁ κόμπος στό λαιμὸ ὡστόσο
ξαλμυρισμένες λέξεις στά χείλη κολλοῦν
καινούργιοι λεκέδες στὶς σκαμμένες ρυτίδες
σὰν ἔκτυπο σὲ ἕναν ἑτοιμόρροπο τοῖχο
τίποτε ἄλλο δὲν ἔμεινε νὰ παίξει ρόλο λείψανου
τίποτεͺ
τὰ ὑπόλοιπα χύθηκαν ἔσπασε κι ἡ τσαγιέρα
κατεστάλη ἀκόμη καὶ ἡ ἐξέγερσις τῶν ματιῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου