Κι εκεί στα βράχια που στάθηκα
είδαν τα μάτια μου τ’ απέραντο
και φούντωσε η λαχτάρα μου
ν’ ανοίξω τα χέρια μου
σαν πουλί να πετάξω.
Κι ας μου ’λειπαν τα φτερά…
Φτάνει που το βλέμμα μου ισορροπούσε
κι αντάμωνε σ’ ένα σημείο που ο ουρανός
μ’ ένα φιλί τη θάλασσα άγγιζε.
Ήθελα την ώρα αυτή να ’μουνα κοντά
ν’ απολάμβανα το λικνιστό της τραγούδισμα
που θα ξεσήκωνε το κύμα της τ’ αλμυρό
η γαλάζια του γενειάδα ν’ ασπρίσει
απ’ τ’ αλάτι
κι όλο το κορμί του ν’ ανατριχιάσει
να ξαφνιαστεί
ανεβάζοντας χίλιους παλμούς στο λεπτό
με τη θερμοκρασία του ανεβασμένη
να μην αντέχει άλλο την κάψα
τα σύννεφα να φωνάξει
να του φέρουν δροσιά και βροχή.
Κι είναι γεγονός!
Το καλοκαίρι της θάλασσας
βάρυνε τις μνήμες τ’ ουρανού
και μια μικρή αλλαγή
-αν ο καιρός άλλαζε-
όλους θα βόλευε.
Και πρώτα πρώτα εμένα
που μ’ εμπνέει της θάλασσας η ταραχή
ώρες να κάθομαι να την κοιτώ
-και δεν ξέρω…-
πόσα τραγούδια θα της έλεγα γλυκά
τον καημό μου να ημερεύω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου