Περικλεισμένη σε περιπέτεια
παράλογη,
αναπηδώντας σε θόλους
μεσημβρινούς,
ω πως αντηχεί ο χρυσωμένος
στρόβιλος,
στη μέση σε νησί ακίνητο
άλλα ανθίζουν και άλλα πετούν
στου ουρανού το μεγαλείο.
Μάτια πετούν τα βέλη τους
η καρδιά ανασαίνει σε χαμόγελο
η νοσταλγία μεγαλώνει
κι αυτή με σπρώχνει στου νερού
το πλάγιασμα που αντιφεγγίζετε
ο ουρανός ο πολυτραγουδισμένος
κι εγώ σαν το φτερό στον άνεμο
που πάω; Γιατί γλιστράω,'
Κι αυτό που ξαναρχίζει
μήπως είναι ο έρωτας
ή η ευσπλαχνία του για να συρθώ
στα καυτά καλοκαίρια του,
αιώνες από έρωτα να λάμπει η ευτυχία
σαν χειροπέδες να βροντούν στα χέρια μου
οι ευτυχίες,
το παν να μην χαθεί
ενωμένο με το τίποτα.
Γρηγορία Πελεκούδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου