Σελίδες

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Γωγώ Πονηράκου [μικρή αναφορά]

 Η  Γωγώ Πονηράκου γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1983. Σπούδασε βιολογία και φωτογραφία. Είναι εικαστική φωτογράφος και δουλεύει κυρίως με αναλογικές μηχανές. Έχει εκδώσει δύο φωτογραφικά zines (Void 2017,  αυτοέκδοση 2018),ένα βιβλίο για την Μακρόνησο που παρουσιάστηκε στην κεντρική έκθεση του Medphoto festival 2019 ένω το τρίτο της φωτογραφικό zine (Snow bed) έχει ως  θέμα την ψυχική ασθένεια 

Περί ποίησης / Πονηράκου Γωγώ

 


Έχετε σκεφτεί πως θα ‘τανε
η ποίηση αν τη διαβάζανε
με στόμφο και λαγνεία
στα στριπτιτζάδικα;

Αν αφορούσε παραπάνω
από πολλούς κι αν
ξεχυνότανε ορμητικά σε
καταγώγια και σκοτεινά
ανάκτορα;
Αν γινόταν παντιέρα
και κυριαρχούσε αντί για
τις λέξεις προκάτ των ειδήσεων;

Αν οι λέξεις οι ποιητικές τρύπωναν και
πονούσαν στιγμιαία σαν αφύπνιση
αντί για τα άρθρα του συντάγματος και το
πάτερ ημών;

Αν γινόταν τύμβος στον
πεζόδρομο της Γλάδστωνος
να μας θυμίζει τι σημαίνει
επιθανάτιος ρόγχος μέρα μεσημέρι
μπροστά στα μάτια όλων;

Έχετε σκεφτεί γιατί αξίζει
να παιδεύεσαι να βγάλεις
έναν ρημαδιασμένο στίχο
για τον έρωτα τον εικοστό
πρώτο αιώνα; Τον έρωτα
τον λυσιμελή και ακατάλυτο
που τώρα και πάντα μας παιδεύει;

Αν τίποτα από όλα αυτά
δεν σκεφτήκατε
τότε το νόημα ερρίφθη
στο κενό
με σάλτο μορτάλε.

 

Εξομολόγηση / Πονηράκου Γωγώ


Τις πιο οριστικές αλήθειες
τις μοιράζομαι με ξένους,
γιατί
έχουν ευθύβολα μάτια και
θαρρετά αυτιά
Μετά μετανιώνω,
έγιναν αμέσως
δικοί μου

- Σαν
τους φόβους -

Αλλά,
για λίγο,
όσο έμοιαζαν ερευνητές,
που παρατηρούν
το άγνωστο πλάσμα,
μπόρεσα να πω
το ακριβές που είχα στο μυαλό μου
και να το φτύσω
στο κέντρο της παλάμης
σαν μπουκιά που μου
κάθησε
στον λαιμό.

Ο ρατσιστής / Παπασταθόπουλος Γεώργιος



                           Είχα παππού από τη Μικρασία  

                               κι ήταν από τον Πόντο η γιαγιά, 

                               πατέρα μετανάστη στη Ρωσία, 

                               που πήγε για να φτιάξει σιρμαγιά 

 

                               και από εκεί μετά στην Τυνησία, 

                               τράβηξε με καινούργια προσφυγιά, 

                               για ν’ αποκτήσει κάποια περιουσία, 

                               και να γλιτώσει απ’ την αναφαγιά! 

 

                               Και σύζυγό του πήρε αφρικάνα, 

                               δέκα οκτώ χρονών και καλλονή,                              

                               όλων των ηδονών δεξαμενή, 

 

                               ουρί πραγματικό να λιμπιστείς 

                               και κάποια μέρα από τη μαύρη μάνα 

                               γεννήθηκα κι εγώ ο… ρατσιστής! 


Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Μπαλάντα / Παπασταθόπουλος Γεώργιος

 

 

                             Μέσα στο καταχείμωνο σε είδα,  

                             και τ’ όνειρό μας πιάσαμε απ’ το χέρι  

                             το στρώμα του χιονιού σαν ηλιαχτίδα,  

                             έλιωνες, που ο χειμώνας είχε φέρει  

                             και του βοριά μαλάκωσες τ’ αγέρι  

                             σα να ’φτασε της άνοιξης η ώρα,  

                             της χειμωνιάς να βγάλεις το τσεμπέρι,  

                             που η χαρά μας βρήκε λαμπροφόρα!  

 

                             Έλαμπες στου λευκού την πλημμυρίδα  

                             σαν άγγελος, σαν τ’ ουρανού αστέρι  

                             κι ένιωσα στην ψυχή μου την ελπίδα,  

                             που ’φερες, ταχυδρόμος περιστέρι  

                             πως ήθελες δικό σου να ’μαι ταίρι  

                             και σαν μικρό παιδί, που παίρνει δώρα  

                             έβαλες στην ψυχή μου καλοκαίρι,  

                             που η χαρά μας βρήκε λαμπροφόρα!  

   

                             Ήσουν μια της ζωής αλκυονίδα  

                             κι άναψες της ψυχής μου τ’ αγιοκέρι  

                             και της αγάπης πάτησες σφραγίδα  

                             κι άνθισες της καρδιάς μου το παρτέρι,  

                             σαν γίναμε ζευγάρι, συνεταίροι  

                             και μου ’πες με χαμόγελο προχώρα,  

                             κι έβαλες στη σιωπή το βουλοκέρι,  

                             που η χαρά μας βρήκε λαμπροφόρα!  

 

                             Και φύγαμε από το αγριοκαίρι  

                             κι από της χειμωνιάς την κάθε μπόρα  

                             με κάποιο τραμ και γέρο τραμβαγέρη,  

                             που η χαρά μας βρήκε λαμπροφόρα!  


Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Διαπαιδαγώγηση (απόσπασμα) / Δερμούσης Κώστας


...
Είναι ανάρμοστο να μπαίνεις
σε εκκλησίες με air-condition
τα καλοκαίρια του Αυγούστου
να παριστάνεις τον πιστό
να τρως αντίδωρα
να κοινωνάς δύο φορές
και να διαβάζεις
το Ψηλά Τα Χέρια του Prévert
καθισμένος στα στασίδια
πίσω από τα προσκυνητάρια
λέγοντας κάθε τόσο αμήν

Λεωνίδας Οικονομίδης: Παντάστιχο

 Ανυπόταχτα

στου βράχου τη σκληράδα
τα κυκλάμινα
Με την πρώτη άνθηση
αγγέλλουν δικαίωση

ΧΑΡΙΤΕΣ / Περδικούλης Αντώνης


Ήταν η μέρ’ ασάλευτη
Πού τη ζηλεύαν όλοι
Οι πόθοι σήκωναν πανί
Σάλπιζε ανέμου χαίτη
Στα σύννεφα ξαπόσταιναν
Ωραία χελιδόνια
Αγκάλιαζαν τίς χάριτες
Λίγωναν τίς καρδιές μας…

Κωνσταντίνος Πρωτόππαπας: Ποιήματα

 «Πώς σε λένε είπαμε», με ρώτησε αυτός

που ονομάζεται Τσιν σε μια
προσπάθεια συμφιλίωσης.

*

Κάθε πρωί
Η ίδια διαδρομή
Με το ίδιο τρένο
Πλάι στους ίδιους αγνώστους
Κι ο Τσιν
Αυτός ο δήθεν νεωτεριστής
Να κάνει ακριβώς
Το ίδιο
*
Σήμερα ο Τσιν πειραματίστηκε.
Κάθισε για άλλη μια φορά σπίτι του.
*
Αυτός ήταν,
έλεγες στον Τσιν,
Ο πιο μεγάλος σου έρωτας.
Και μάλλον
έρωτας
δεν ξέρεις
τι θα πει.
*
Αν το σώμα σου είναι εύπλαστο
Όπως ο Τσιν θυμάται
Και τα δυο σου πορτοκάλια
Κυρτώνουν γαλλικά προς τα επάνω
Αν τα πόδια σου λάμπουν σαν δυο
ασπρουλιάρικες λαμπάδες
Και τα χέρια σου δυο κλαδιά βασιλικού
Αν τα μαλλιά σου πέφτουν ως τη γη
Και σκουπίζουν αδιάκοπα
την ατσούμπαλη σου κίνηση
Και αν τα απόκρυφα σου σημεία
Μοιάζουν ακόμη με τα πιο παρθένα δάση

Σκηνή / Πρωτόπαππας Κωνσταντίνος


Κι ενώ η αυλαία έπεσε
Κι έφυγε ο τελευταίος θεατής
Εμείς ακόμη ψοφάμε στη σκηνή
Με τα φώτα
Διάχυτα

Ρώγες / Πρωτόπαππας Κωνσταντίνος

 

Ταλαιπωρημένες ρώγες
Που η ζέστη και η υγρασία τις λιώνει μέρα με τη μέρα
Ρώγες απάνεμες φασκιωμένες συμπληγάδες
Σε ένα τσαμπί μαλώνετε οι δυο σας.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

και ούτε καν γνωρίζει τ΄ όνομά της / Τόλης Νικηφόρου


υπάρχουν, είπε, μυριάδες ενοχές
η αθωότητα όμως είναι μία
μία και μόνη στη δική της χώρα
και ούτε καν γνωρίζει τ‘ όνομά της
έκθαμβη μέσα στα θηρία περιφέρεται
όλα τα βλέπει
όλα τα ανέχεται
σ’ όλα σκορπίζει το δικό της φως
φως ολοφάνερο και μυστικό
που σβήνει και δεν χάνεται
με χίλια χρώματα λευκό
απορημένο φως
μικρό μου χειμωνιάτικο πουλί
ανυπεράσπιστο τραγούδι τ’ ουρανού
(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, 2007, Επιλεγμένα ποιήματα Ίχνη του δέους, 2018)

Β μέρος της Ποιητικής Συλλογής «16 αριθμοί και 24 γράμματα» : του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))β΄μέρος: 24 γράμματα..

  




24 γράμματα
 
Ισούνται με την προσευχή της ζωής
 
 
 
α .
 
Το δέρμα των βουνών
                      είναι το πράσινο.
Το δικό μου ενός μύδρου που δεν λιώνει
ή το φίδι.
 




 
β.
 
Βραδιάζει
ξημερώνει
το τριαντάφυλλο ανθίζει
όπως  και η ψυχή μου.
 
 Στο σκέλεθρο η πνοή
ασθμαίνει.
 
 
γ.
 
Το κλάμα του ανθρώπου
χωρίς γιατί,
είναι παράδεισος.
Αν απαντήσεις,
συναντάς φωτιά !
 
Πως γίνεται να μην ρωτήσεις!

 
δ.
 
Όταν μιλάς μονάχος
είσαι σπασμένος καθρέφτης.
Βλέπεις
την αλήθεια
απ΄ τα ραγίσματα.
 
Δεν τον κρατάς.
Αγοράζεις καινούργιο
και πετάς την αλήθεια.
 
 
ε.
 
Μια θάλασσα που λείπει
όπως η παρουσία σου,
είναι μια θάλασσα
η αυλή που γεννήθηκα.
 
Οι ευχές μου, νησιά ακατοίκητα.
 
ζ.
 
Κι όταν ανέστησες τη μήτρα
 -ήρθανε πρώτες οι μοίρες-
Αναρωτήθηκα,
που είναι ο Θεός;
 
Είδα δεξιά,
έστρεψα ψηλά
κι  αντίκρισα εμένα. 
 
Όλοι φωνάξανε με μιας: Ντροπή
Δεν γνωρίζουν ότι ο καθένας μας είναι Θεός.
 
η.
 
Φορτώθηκαν τα γέλια
με τόσα περιττά,
που βούλιαξαν
στη θλίψη.
 
Χαμογέλασες λιγότερο
και σηκώθηκες.
 
 
θ.
 
Πόσο πονούν
 οι άνθρωποι,
 που πήρε ο πόνος
 τ΄ όνομά τους;
 
 
ι.
 
Πόσο πονούν,
που ο Ιούδας
κρεμάστηκε
κι άλλοι φορέσανε
το  φωτοστέφανο;
 
Είναι πρακτικό το πρόβλημα.
Αν κρεμαστείς,
τα πόδια δεν φτάνουνε στο έδαφος.
Και πώς θα περπατήσεις;

κ.
 
Το αίμα φουσκώνει
 και η φλέβα σπάει.
Η λύπη γίνεται χαρά
και η χαρά αγκάθι.
 
Κι αναρωτιόμαστε:
τι είναι παράπλευρες απώλειες;
Να κλαις εσύ
και να γελώ εγώ;
 
λ.
 
Ζωή είναι ότι ζύμωσες
και πρόσφερες στους άλλους.
Θάνατος είναι: ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες,
στο τραπέζι της Κυριακής.
 
μ.
 
Γι αυτό πρέπει να βγεις!
Ζωντάνεψε το δέρμα
που μάζωξε
τη ζωή μέσα
σε μια σιδερόφρακτη
               μάντρα από σύννεφα.
ν.
 
Και αν μου πεις πως
δεν λογαριάζεις 
που θα πας,
πρέπει να πας
εκεί που λογαριάζεις.
 
Λίγο πριν
ράγισε το σώμα σου.
 
 
 
 
ξ.
 
Πάλι  δεν βγάζεις νόημα.
Είμαι εδώ
να πάρω χρώμα
από τον ήλιο και να
στήσω βουνά και  θάλασσες.
 
ο.
 
Και δεν είναι παράξενο;
Ρίχνεις τα δίχτυα,
πλησιάζουν τα  ψάρια.
Μα πιάνεις όνειρα
με τρύπια πανέρια;
Με τα  νερά να ξεγλιστρούν,
να βρέχουνε τα πόδια σου.
 
π.
 
Κλείνω τα μάτια
μήπως και σφαλιστεί η καρδιά.
Μα δεν μπορεί
στο σκοτάδι να ζει η καρδιά σου.
 
Με την καρδιά σου λυχνάρι,
φώτισε το σώμα σου.
 
ρ.
 
Κι έτσι γλυκιά μου,
γύρε το κεφάλι
στο στήθος.
Άκου
την καρδιά που ακουμπά
στα βράχια των πνευμόνων.
Μην φοβηθείς να πέσεις στις λάμες τους. 
 
 
 
 
σ.
 
Μόνο ως καημός,
μόνο ως δάκρυ
κύλησε ανάμεσα
στις ρίζες
του ασημένιου στήθους μου.
Μικρά κλαδιά
που κρατούν το είναι σου.
 
τ.
 
Στην αυλή της μάνας
υπάρχει μια μυλόπετρα.
Μέσα στο χώμα.
Μισή μέρα και μισή νύχτα.
 
υ.
 
Τη μέρα
 οι λέξεις
γίνονται ακτίνες,
το βράδυ άστρα.
Τη μέρα
τα λόγια μας πονάνε,
το βράδυ ακονίζονται.
 
φ.
 
Το πρωί που ξυπνάς
ένα ποτήρι γάλα,
ψωμί και βούτυρο,
Η αγάπη μου
επάνω στο τραπέζι.
 
 
 
 
 
 
 
 
χ.
 
Κάθε μέρα
θέλω να βραδιάζει.
Κάθε βράδυ,
να ξημερώνει.
Πότε σαν ακτίνα,
πότε σαν άστρο.
Μες στη καρδιά μου
σκοτάδι και φως.
 
 
ψ.
 
Φθινόπωρο
Άνοιξη
Χειμώνας
Καλοκαίρι
Τετράφυλλη η καρδιά μου.
Ποιό φύλλο να βαστάξω;
 
 
ω.
 
Το μόνο που με σώνει:
 γεννιέμαι
ξανά και ξανά
μες στην αγκαλιά σου.
 
Ποτέ μην χαλάσεις τη φωλιά μου!