Σελίδες

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

 (Προτείνει η Βασιλική Κοκκίνου)   

(Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα – Πατριδογνωσία, Ελλήνων τόποι)


Ο Κατσαντώνης, ο περίφημος κλεφτοκαπετάνιος του οποίου η θρυλική δράση τοποθετείται στην περιοχή των Αγράφων και ευρύτερα της Αιτωλοακαρνανίας, λέγεται ότι γεννήθηκε μεταξύ 1773-1775 στο Μάραθο των Αγράφων, το χωριό της μητέρας του, Αρετής. Ο πατέρας του λεγόταν Μακρυγιάννης και καταγόταν από το Βασταβέτσι της Ηπείρου. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, το όνομά του προέρχεται από την επίκληση της μητέρα του «κάτσε

Αντώνη» με την οποία προσπαθούσε να τον αποτρέψει από το να γίνει κλέφτης. Την επιθυμία αυτή την είχε εκδηλώσει ο Αντώνης σε νεαρή ηλικία, όταν κατηγορήθηκε από έναν Αλβανό μπουλούκμπατση ότι είχε κλέψει μια γίδα, με συνέπεια να βασανιστεί με φάλαγγα και να ελευθερωθεί μόνο όταν ο μπουλούκμπατσης πήρε πολλά γρόσια. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ήταν μικρού αναστήματος, με αδύναμη φωνή και εύθραυστη υγεία. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε γύρω στα 1800 και σε ηλικία 25 χρόνων να σκοτώσει τον Αλβανό που τον είχε κατηγορήσει άδικα και να καταφύγει με τα αδέλφια του και με άλλους δέκα συντρόφους του στον θείο και νονό του, Β. Δίπλα, περιώνυμο κλεφταρματολό των Αγράφων. Σχεδόν αμέσως αναγνωρίστηκαν οι ικανότητές του και ο Δίπλας του παραχώρησε την αρχηγία. Μέσα σε λίγους μήνες η δράση του κατά των Τούρκων και των συνεργατών του έγινε γνωστή στα Γιάννενα προκαλώντας το μένος του Αλή Πασά. Ο τελευταίος προσπάθησε επανειλημμένως να τον «χαλάσει» στέλνοντας τους άντρες του εναντίον του Κατσαντώνη και των συντρόφων του, χωρίς ωστόσο να το καταφέρει. Ο Κατσαντώνης ήταν άφαντος.

Όμως όπως γίνεται συνήθως, κι εδώ βρέθηκε ένας Εφιάλτης, που τον πρόδωσε. Το 1807, ο Κατσαντώνης αρρώστησε από ευλογιά και κρύφτηκε στο Μοναστηράκι Ευρυτανίας με πέντε από τους συντρόφους του να τον φυλάνε. Κάποιος όμως τον κατέδωσε στον Γιουσούφ Αράπη, που εισέβαλε στο κρησφύγετο με πολλούς οπλισμένους. Οι τέσσερις από τους συντρόφους του σκοτώθηκαν. Ο αδελφός του, Γιώργος Χασιώτης, τραυματίστηκε. Ο Κατσαντώνης πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον έσυραν στα Γιάννενα, όπου ο Αλή Πασάς του επεφύλαξε φρικτό θάνατο: έβαλε κάποιον να του θρυμματίζει τα κόκαλα χτυπώντας τα με ένα σφυρί ώσπου να πεθάνει.

 
    ΕΠΕΣΑΝΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
(Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.

Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει,
ύπνος είναι ο θάνατος και μνήμα το κρεβάτι
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ερημοκλήσι.

Άγρυπνος ο Αλή Πασάς, ακόμη δεν νυστάζει
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συννεφιασμένο
και το ’βαλεν αντίστυλο το χέρι του μην πέσει.

Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια
που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου  φαίνονται πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο. Το μάτι δε γνωρίζει
ποιο τάχα ναν ’το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου