Σελίδες

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Πέντε [5] ποιήματα


 ΠΡΟΣ ΤΗΝ  ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ


Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι, 
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ' όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη 
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μαννούλα μου, ν' αράξω, 
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω 
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου, 
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π' αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.

Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη: 
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες•
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες». 

**
Εις ένα μνήμ’ αγνώριστο

Εις ένα μνήμ’ αγνώριστο μικρού κοιμητηρίου
δεν θέλω να το βλέπωσιν ακτίνες του ηλίου,
μηδέ κυπάρισσος σκαιά, μήδ’ απεχθής ιτέα,
να το σκιάζη• καταιγίς ας τα κτυπά βιαία !
και δεν ποθώ θυμίαμα, δεν θέλω ψαλμωδίαν•
να έλθης μόνον σε ζητώ, μίαν θαμβήν πρωίαν,
να βρέξης μ’ ένα δάκρυ σου το διψασμένον χώμα,
κι ας σβύση με το δάκρυ σου και τ’ όνομά μου ακόμα… 

***
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ

Με το βαρειό, με το βαρειό
ξυπνά ο γύφτος το χωριό.
Το χωριό, το χωριό,
Τραλαλά, λαρό, λαρό...

Για το σφυρί,για το σφυρί, 
τρελαίνεται κι η λυγερή.
Λυγερή, λυγερή,
Τραλαλά, λαρή, λαρή...

Μες στη φωτιά, μες στη φωτιά, 
παίζει ο γύφτος τη ματιά.
Τη ματιά, τη ματιά,
Τραλαλά, λατά, λατά...

****

ΔΕΗΣΙΣ
(Ἐράνισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν)

Πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, πρὸς σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τὰ φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοὶ προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεὶ κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαγχνίσου, ὁ Θεός μου.

Εἶναι πολὺ τὸ πέλαγος, πολύ, τῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν φοιτᾷ τὸν ἅγιόν σου·
εἰς κρίσιν μὲ τὸν δοῦλόν σου μὴ θέλῃς νὰ εἰσέλθῃς,
πρὶν ἢ μὲ τὰ ἐλέη σου ἐπὶ τῆς γῆς κατέλθῃς.

Ἡ δόξα σου ὡς οὐρανὸς ἀτέραμνος ἁπλοῦται·
ἐνώπιόν σου, ὁ Θεός, θνητὸς δὲν δικαιοῦται·
τὸ ὄνομά σου ἄπειρον πληροῖ τὴν οἰκουμένην·
σὺ τὴν ψυχήν μου οἴκτειρον τὴν καταβεβλημένην.

Ἡ ὕπαρξίς μου εἰς φθορὰν καὶ σκοτασμὸν κατέβη·
κατέστην τῶν μισούντων με καὶ τῶν ἐχθρῶν μου χλεύη·
οἱ συγγενεῖς μου μ᾿ ὕβριζον, μ᾿ ἐνέπαιζον οἱ φίλοι,
τὰς κεφαλάς των σείοντες, λαλοῦντες μὲ τὰ χείλη.

Καὶ πάντες οἱ θεώμενοι σκληρῶς μὲ κατηρῶντο,
καὶ τόσα βέλη κατ᾿ ἐμοῦ καὶ ξίφη ἡμιλλῶντο·
ὤ, πότε, πότε, Κύριε, θὰ παύσῃς τὴν ὀργήν σου;
πᾶσαν αὐγὴν τὸ στόμα μου λαλεῖ τὴν αἴνεσίν σου.

Ἀνωφελὴς ὁ βίος μου ἐνώπιόν σου ρέει·
πᾶσα πνοὴ καὶ ὕπαρξις τὸ πρόσκαιρόν της κλαίει·
εἷς λίθος εἰς οἰκοδομὴν ἂς ἤμην τοῦ ναοῦ σου
καὶ ἂς ἤμην καίουσα λαμπὰς πρὸ τοῦ σεπτοῦ βωμοῦ σου.

Οἱ οὐρανοὶ τὴν δόξαν σου σιγῶντες διηγοῦνται·
πρὸς αἶνόν σου τὰ χείλη μου τὰ τρέμοντα κινοῦνται·
πῶς ραγισμένη βάρβιτος θὰ βάλῃ ἁρμονίαν;
καὶ πῶς ψυχὴ βαρυαλγὴς θὰ εἴπῃ μελῳδίαν;

Τὸ πνεῦμά μου ἰλιγγιᾷ, ὦ Κτίστα τῶν αἰώνων,
δὲν ἔχω ἀλλ᾿ ἢ δάκρυα νὰ σοὶ προσφέρω μόνον·
ὡς τοῦ ἡλίου ἡ ἀκτὶς τὴν δρόσον καταπίνει,
τὸ ἔλεός σου ἐκπεμφθὲν τὰ δάκρυά μου σβήνει.

Πρὸς σὲ τὸν Πλάστην ἔκραξα ἐν συνοχῇ καρδίας,
σκώληξ τῆς γῆς οἰκτρὸς ἐγὼ καὶ τέκνον ἀσθενείας·
μὴ ἀποβάλῃς προσευχὴν ἐκ βάθους πεμπομένην
καὶ μὴ ἀπώσῃ, ὁ Θεός, ψυχὴν συντετριμμένην.

Ὤ, Κύριε, τίς ἐν Θεοῖς ὑπάρχει ὅμοιός σοι;
καὶ τίς τὸ πλάσμα δύναται τῶν σῶν χειρῶν νὰ σώσῃ;
ἂν παρὰ σοὶ εὐπρόσδεκτος δὲν εἶν᾿ ἡ προσευχή μου,
ἂς ἀναλύσῃ εἰς πηγὰς δακρύων ἡ ψυχή μου.

Πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, πρὸς σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τὰ φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοὶ προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεὶ κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαγχνίσου, ὁ Θεός μου.

*****

ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ ΟΛΗΝ ΑΓΡΥΠΝΟΣ 

Την νύκτα όλην άγρυπνος,
Νύκτα μακράν χειμώνος,
ο ναύτης προ του κύματος,
σιωπηλός και μόνος,
τηρεί τον ουρανόν, ενώ
αβύσσους διαβαίνει
και την χρυσήν ανατολήν
ανήσυχος προσμένει.
Ομοίως σ`επερίμενα
να έλθης χθες, ομοίως
μακράν σου είναι έρημος
και αφεγγής ο βίος.
Οπόταν νέος, εκ μακράς
προκύπτων ασθενείας,
σκιώδες φάσμα και ωχρόν
εκ της αδυναμίας,
τον κόσμον, την μαγευτικήν
γωνίαν του απείρου,
ην εστερήθη, θεωρεί
διά του παραθύρου,
πόσους τω πέμπει ασπασμούς
και πόθους, αδελφή μου,
ομοίως σ’ επεθύμησεν,
ομοίως η ψυχή μου.
Προ της εικόνος του Χριστού
ο ευσεβής ο κύπτων
και αμαρτίας λογισμούς
εντός του στήθους κρύπτων,
με ποταμούς τους πόδας του
δακρύων καταβρέχει,
και η ψυχή του σπαραγμόν
και πόνον πολύν έχει.
Ομοίως η καρδία μου
θερμώς σ`επικαλείται
και διά σε πάσαν χαράν

του κόσμου απαρνείται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου