Σελίδες

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης : πέντε [5] ποιήματα

 


Εὐαγγελισμός - Ἑλληνισμός

Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»

Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός... Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...

«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».

Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται... Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.

«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».

Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα
εἶναι γραμμένο ἐκεῖ ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αἰθέρα
μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τ᾿ οὐρανοῦ. Στολίζεται ὅλη ἡ φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ἂς μεταλάβει
ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς καὶ σεῖς οἱ σκλάβοι,
ὅσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβᾶστε,
ἀφορεσμένοι νἆστε.


**

Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα

Στὸ συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς
Τοῦρκος καὶ κῦμα ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός.

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήσῃ στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

 **

Ἡ Ξανθούλα

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου;
Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό;
Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου
δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή,
τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου
τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά,
τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου,
στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»


**

Ἡ Φυγή [απόσπασμα]

«Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει.
Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.

»Γιὰ ἰδές, σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε!
Κάτου ἀπ᾿ τὸ βράχο τους πῶς ροβολᾶνε!
Δὲς τὰ κεφάλια μας, δὲς τὰ κουφάρια
κυλᾶνε ἀνάκατα σὰν νά ῾ν᾿ λιθάρια.

»Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ἀκοῦς πῶς σκούζουν!
Οἱ λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Ἄνοιξ᾿ ἡ κόλαση καὶ μοῦ ξερνάει
τὸν μαῦρον κόσμο της γιὰ νὰ μὲ φάει.

»Βριόνη, πρόφθασε· ἀκόμη ὀλίγο,
κι ἀπὸ τὰ νύχια τους δὲ θὰ ξεφύγω.
Τ᾿ ἄλογο!... Γνώρισα τὴ φουστανέλα
τοῦ ἐχθροῦ μου τ᾿ ἄσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.

»Δὲν τόνε βλέπετε, σὰ Χάρος φθάνει
ψηλ᾿ ἀνεμίζοντας τὸ γιαταγάνι.
Νιώθω τὸ χέρι του μὲς στὴν καρδιά,
ποὺ πάει σπαράζοντας τὰ σωθικά.

»Ἀνεμοστρόβιλος, θεοποντή,
ὅλα σὰ σίφουνας θὰ καταπιεῖ.
Τὸ μάτι ἐπάνω μου ἄγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.


**

Νάνι νάνι

Φύσ᾿, ἀγεράκι δροσερό,
μὲς στῶν δενδρῶν τὰ φύλλα.
Πάρ᾿ ἀπ᾿ τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ᾿ τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ᾿ τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει,
ἥσυχο, νάνι, νάνι.

Ἀρχίνησε τὸ λάλημα,
ἀηδόνι ἐρωτεμένο,
νανάρισέ το, τὸ φτωχὸ
εἶν᾿ ἀποκοιμημένο
σὰν τὴ γλυκιά σου συντροφιὰ
μὲς στὴ φωλιὰ σὰν κάνει,
τὴ νύχτα, νάνι, νάνι.

Ἄνοιξε, νυχτολούλουδο,
ἄνοιξε καὶ μὴν κλείσεις,
τὴν ὄμορφή σου μυρωδιὰ
ὡσότου νὰ τὴ χύσεις
ὅλη μὲς στὰ μαλλάκια του.
Τὸ μαῦρο, ἰδὲς πῶς κάνει
μαζί μου νάνι, νάνι.

Παίζει τ᾿ ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμιῶνα,
γελοῦνε τ᾿ ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελώνα.
Εὐτυχισμένη εἶμαι κι ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει,
τὸ μαῦρο, νάνι, νάνι.

Καὶ σεῖς μὲ τὰ χρυσὰ φτερά,
ὀνείρατά μου, ἐλᾶτε
στὸ ἔρμο τὸ καλύβι μας,
ἀγάλια ἀγάλια ἐμβᾶτε,
σιγὰ μὴν τὸ ξυπνήσετε·
κοιτάξετε πῶς κάνει
ἄγγελος νάνι, νάνι.

Ὀνείρατα εἶναι τοῦ φτωχοῦ
ἡ συντροφιά, ἡ ἐλπίδα·
τῆς χήρας ἡ παρηγοριά,
ὁ ἥλιος, ἡ ἀχτίδα.
Ἐλᾶτε, μὴν ἀφήσετε
τὴ μάνα του ποὺ κάνει
μαζί του νάνι, νάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου