Σελίδες

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Λίγο πριν τις γιορτές του Δωδεκαημέρου (Ποιήματα και Κείμενα)

Αφιερώνοντας  χρόνο για τις τελευταίες αναγνώσεις των αναρτήσεων στη σελίδα «Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου» διάβασα τα τελευταία ποιήματα και κείμενα των σεβαστών φίλων ποιητών και ποιητριών, τα οποία συνέλεξα σε μία ανάρτηση ως δώρο για τις εορτές των Χριστουγέννων και του Νέου έτους. Αν παρέλειψα κάποιον/οια δεν υπήρχε πρόθεση ούτε εσκεμμένη παράλειψη. Μέρες που είναι θα συγχωρεθώ. Σας εύχομαι λοιπόν κάθε καλό, υγεία, έμπνευση και ευτυχία σε σας και στις οικογένειές σας.

 



 

Ειρήνη Ανδρέου

 

Μια μαύρη φιγούρα καθότανε στην στάση λεωφορείου.

Ήταν αργά , ψοφόκρυο. Παραμονή Χριστουγέννων.

Δεν περνούσανε λεωφορεία.

Μια μικρή λάμψη φώτισε το σκοτάδι ...άναψε τσιγάρο.

Μια άλλη μαύρη φιγούρα διέσχισε

τον δρόμο.

Πήγε και κάθησε μπροστά της .

Άπλωσε το χέρι της και την χάιδεψε.

'Ηταν ένα κατάμαυρο μεγαλόσωμο σκυλί.

Μα κοκκαλιάρικο.Η ουρά του πήγαινε πέρα δώθε.

Θα είχε καιρό να το χαιδέψει άνθρωπος.

Ξεθάρρεψε από το χάδι και ανέβηκε στην στάση.

Πλησίασε το πρόσωπό του σαν να ήθελε να την φιλήσει.

Το χαίδεψε στο κεφάλι και σηκώθηκε.

Πάτησε το τσιγάρο κι άρχισε να περπατά.

Δίπλα της περπατούσε το κατάμαυρο σκυλί.

Και δίπλα τους δυό κατάμαυρες σκιές.

Η μια ανθρώπου κι η άλλη σκύλου..

Χάθηκαν στο βάθος του καταστόλιστου δρόμου με την πολυτελή φάτνη, τα χρυσά λαμπιόνια και την ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ να περπατά αγκαζέ με την ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ....

Από κάπου αντηχούσε το ζεϊμπέκκικο της Ευδοκίας αντί το "επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία"...

 

 

*

Ο δικός μου κόσμος / Μπάμπης Αμανατίδης

 

Προσπάθησα να δω το κόσμο

με γυαλιά αγορασμένα

από τη χώρα της ουτοπίας και το πέτυχα.

Είδα σκυλιά να ποδοπατούν αυτοκίνητα

πλούσιους να μοιράζουν πλούτο στους φτωχούς.

Δικαστές να δικάζουν δίκαια,έντιμους πολιτικούς,

αστυνόμους να επιβάλλουν την τάξη με χαμόγελο,

ιστορικούς να ξαναγράφουν την ιστορία

αγνοώντας την πίεση των νικητών,

ασύνορες χώρες και μονοιασμένα έθνη.

Αέρα καθάριο και θάλασσα δίχως πλαστικά,

χαρούμενους ανθρώπους στους δρόμους,

γιατρούς και νοσοκομεία να φροντίζουν αγόγγυστα

με ανιδιοτέλεια τους ασθενείς.

Είδα ανθρώπους να λαβαίνουν το πολυπόθητο γράμμα

μετά από χρόνια,χαρούμενους έχοντας συντροφιά.

Είδα γραμμένη στη θέση της έκτης εντολής

να γράφει για το θρίαμβο του σώματος,

και επιτέλους γραμμένη την ενδέκατη εντολή

που ξέχασε ο Μωυσής

“αγάπα τη μητέρα φύση όπως τον εαυτό σου” .

Είδα ανθρώπους με τις ατέλειές τους ,

γιατί αυτή 'ναι η ευτυχής ιδιαιτερότητα

του ανθρώπινου είδους αντίθετα με τους τέλειους

και βαρετούς προνομιούχους θεούς.

Τέλος είδα το κυρίαρχο είδος των ανθρώπων

χωρίς διαδίκτυο ,τηλεόραση και κινητά,

να ξαναγίνεται κοινωνικό όπως την εποχή των σπηλαίων,

να μιλούν ,να αγαπούν, να ερωτεύονται

και να φροντίζουν για την επιβίωση .

 

*

 

Αισθήσεις / Αρτέμης Αξαρχής

 

Τα νιάτα κυνηγούν την ηδονή

αναζητούν με πάθος την λαγνεία

όπως το σώμα θέλει διατροφή

κι’ η γλώσσα, αναζητά την ρητορεία.

Τα χείλη, για ζεστό ψάχνουν φιλί

οι τρυφερές καρδιές την ευτυχία

ανάπαυση γυρεύει η ψυχή

το πνεύμα, αναζητά ελευθερία.

Η προσδοκία επιτρέπει αναμονή

φρέσκες ιδέες κατεβάζει η εξυπνάδα

παλάτια κτίζει η υπομονή

κι’ ο επιμένων, ξεχωρίζει απ’ την αράδα.

Το όνειρο διαρκώς θα προσπαθεί,

για ελπιδοφόρο αύριο, καθάριο

να χει αγάπη, αξιοπρέπεια, τιμή,

αλληλεγγύη, σεβασμό μα και κουράγιο.

Σε τέτοιες διαδρομές ελκυστικές

αιχμάλωτες οι ανθρώπινες αισθήσεις,

ουσία προσδοκούν απ’ την ζωή

καθώς, πληθαίνουνε οι απαιτήσεις.

 

*

 

"Χειμερινό Ηλιοστάσιο" / Λίνα Βαταντζή

 

Μετά την σκοτεινότερη νύχτα

πάντα επανέρχεται το φως

θριαμβικό και γιορτινό.

Καλωσορίζουμε τον χειμώνα

μόλις η μέρα μεγαλώνει –

κρύος καιρός, ζεστή γιορτή

της αγκαλιάς.

Η τροχιά της Γης

καμπυλώνεται

με ευχές.

 

*

Σμαράγδα Βογιατζόγλου 






ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΘΕ ΜΟΥ / Χριστίνα Γαλιάνδρα

 

Δεν είσαι θε μου ο κακός

Δεν είσαι καν ο φταίχτης

Δεν είσαι των ονείρων μου

ο χτεσινός ο ψεύτης.

 

Δεν είσαι των δακρύων μου

ο λόγος ή η πράξη,

όμως , θα ήτανε αλλιώς

αν έβαζες μιά τάξη.

 

Δεν είσαι θε μου η χαρά

που έγινε μια θλίψη

ούτε των όμορφων στιγμών

ο φόβος και η τύψη.

 

Όμως , θα ήτανε καλό

να οργισθείς, να φρίξεις

κι όλα εκείνα που μισώ

στην κόλαση να ρίξεις.

 

Δεν είσαι θε μου ο τιμωρός

που μου πε θα πληρώσω ,

ούτε της πίκρας ο σταυρός

που πρέπει να σηκώσω.

 

Όμως...αν ήθελες εσύ,

αν με πονούσες λίγο ,

της λησμονιάς τους το καρφί

δεν θα 'χα για να μπήγω.

 

Δεν είσαι θε μου όλα αυτά

μα κάτι παραπάνω

που όσο και να τεντώνομαι

ποτέ μου δεν σε φτάνω...

 

**

 

Λυγμός / Μαρία Γκουτζαμάνη

 

Κοφτερά λεπίδια οι μνήμες

ταλανίζουν προκλητικά το νου

που παραδίδεται αμαχητί στο χθες.

Εκφραστής τους ένας βουβός λυγμός ψυχής,

τιμητής ενός έρωτα που έγινε παρανάλωμα στο τώρα.

 

 

 

**

 

Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ / Ρένα Γεοντάρα

 

 Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά. 

Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση  θυμαριού,  σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.  

Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά. 

Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι  ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω.

 

 

*

 

Σου γράφω από έναν χθόνιο Δεκέμβρη' / Σοφία Θεοδοσιάδη

 

Σου γράφω από έναν χθόνιο Δεκέμβρη ποταπό

να τον ελησμονήσω πάραυτα ακόμα προσπαθώ

να τον κατακρημνίσω αγκαλιά με το παλιό

με τον κονδυλοφόρο μου..

μέρες γλυκές..μωλωπισμένες και πικρές..

σκορπώ στου τετραδίου τις αράδες μου

μη και της λησμοσύνης χαριστώ..

στόχοι μετέωροι..π' εχάθηκαν στον πανικό..

φόβοι που τρύπωσαν απρόσμενα..

εγίνηκαν στοιχείο της ζωής μας.

λέξεις καινούριες που εφευρέθηκαν..

''παράπλευρες απώλειες'' τις είπαν..

θαρρείς και δεν υπήρξαμε στο χρόνο του ποτές

τη μοναξιά των ημερών κωπηλατώ

βυθούς για να την ναυαγήσω αναζητώ

ως να γυρίσει η ψυχή στην ομορφιά της.

τον ήχο της φωνής σου αναζητώ

τις ανθηρές σου λέξεις στα εντός μου κοινωνώ

στη φάτνη της ψυχής μου τις στολίζω

κι έτσι γιατρευτικά..μαζί με σε

με το νιογέννητο Χριστούλη συντροφιά

μένω μονάχη..σιωπηλή..στου φάρου τ' αντιφέγγισμα

το χθόνιο Δεκέμβρη μου φορώντας..

απά στο μέρος της καρδιάς με στίγματα ανεξάλειπτα

με μια παντιέρα μακρινή τον αποχαιρετώ.

 

 

 

**

 

ΟΣΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΙ… / Γιώργος Καραγιάννης

.

Και μια γυναίκα να σ’ αγάπησε,

ήταν όλος ο κόσμος, η ζωή.

Και ταξίδεψες στην αλήθεια και στο ψέμα

ακέραιος κι αθώος.

.

Αλλά τι σημασία έχει,

αν ήταν μικρός ή μεγάλος ο δρόμος,

αν δεν σ’ έφτανε ο χρόνος;

.

Ακόμα κι όταν κατέληξες στο νησί,

στη δικιά σου Ιθάκη

παρέμενες ένας ξένος,

αφού και τα σημάδια στο κορμί σου

κανείς δεν τ’ αναγνώρισε,

κανείς δεν μπήκε στον κόπο

να σου πλύνει τα πόδια,

να σε υποδεχτεί.

.

Και τώρα…

μια μοναξιά κυκλωτική σε τυλίγει σαν πέλαγος

και σε πνίγει.

.

Εκεί κάτω στην ακτή μια Πηνελόπη που σ’ απόμεινε,

έγινε άγαλμα να σε περιμένει.

.

Τι αξία έχει τώρα ο θάνατος και θες να πεθάνεις;

Αφού εσύ ανήκεις ήδη σε άλλους κόσμους.

Δοξάστηκες!

Και ήξερες πως

όσο είμαστε ζωντανοί φτιάχνουμε μνήμες

για πάντα.

 

**

 

Αισθήτα Γαλαξιακή / Κώστας Καρούζος

 

Αισθήτα γαλαξιακή της ψυχής,

ανοχύρωτη κόρη της άλωσης,

σαν άχρονη ταύτιση της προσέγγισης,

δόσμου τη χάρη ν΄ακούω τις άλλες φωνές !!

 

Τον ήχο της ανάπτυξης του βλαστού,

τον ήχο της ακοής του βλαστού,

τον βλαστό που γονιμοποιεί τη λέξη,

τον βλαστό που ασπροζυγιάζεται στην ομίχλη !!

 

Τον ήχο της ομίχλης που αποσύρεται,

τον ήχο της ομίχλης που αναβλασταίνει

το τεχνοτύμπανο φως της συντέλειας,

τις κυκλάμινες περιπτύξεις του όρθρου !!

 

Τον ήχο της διαίσθησης του Χρόνου,

τον σεισμικό αρμό της εποχής μου,

που διευρύνει το συναίσθημα κι΄ύστερα

σαν τον αχό της μέρας ακουμπάει στη λέξη !!

 

 

 

**

Χειμώνας / Θύμιος Κορίνης

 

Μετά από μια μεγάλη περίοδο

Λειψυδρίας

Άνοιξαν οι ουρανοί .

Εχει μέρες τώρα

Που βρέχει ασταμάτητα.

Ο ήχος της βροχής

Επάνω στα κεραμίδια

Σαν σιγανή μουσική

Με κάνει να κολυμπώ

Στα όνειρά μου

Σε ένα βαθύ και ξεκούραστο ύπνο .

Ο Ταΰγετος έχει αλλάξει όψη

Ένα γιγάντιο λευκό καπέλο

Εχει σκεπάσει της κορφές του

Έπεσαι το πρώτο χιόνι .

Κάποια δέντρα ημίγυμνα

Στέκουνε περήφανα

Εκει στο δάσος .

Ο καλύτερος ζωγράφος

Η φύση

Εχει δώσει στα δέντρα

Ένα χρυσαφένιο χρώμα

Που σε λίγο θα χαθεί.

Μία μέρα

Ο δυνατός βοριάς

Με αγριότητα θα χαλάσει

Αυτή την υπεροχή δημιουργία .

 

 

**

 

Το τόπι / Ντέμης Κωνσταντινίδης

 

“Χαμένος για χαμένος” είπε, κι έξαφνα

φωτίστηκαν τα χαρακτηριστικά

του συνοφρυωμένου του προσώπου.

Ολόκληρο ή μισό,

για παράδεισο ή για κόλαση –το ίδιο τόπι.

Κι ακόμα παίζεται..

 

 

**

 

Γιάννος Λαμπής

 

Είναι η ώρα που η νύχτα απλώνεται

ήσυχα κι απαλά, τρυφερή σαν χάδι,

οι σκιές μακραίνουν και κουρνιάζουν στις γωνιές

στο μυαλό μου όμως, πόσο μοιάζει με ιστό αράχνης

που καρτερά υπομονετικά το θύμα της!

σε λίγο το ξέρω, θα ξεφυσήσει απ’ τις σκιές η μοναξιά μου

και θα στήσει τρελό χορό στην κρύα κάμαρα μου

πόσο τη φοβάμαι! Πάντοτε βρίσκει τον τρόπο να με πονά,

γι’ αυτό, μουρμουρίζω, είμαι καλά, έστω και αν δακρύζουν τα μάτια μου

είμαι καλά, ψελλίζω, έστω κι αν δεν μ’ ακούει κανείς

είμαι καλά, φωνάζω, γιατί είναι που θέλω

να ξεφύγω από την πραγματικότητα μου

είμαι καλά, γράφω με το αίμα μου στους τοίχους

κι ας μην είδε κανείς τα δάκρια μου

κανείς δεν γεύτηκε την θλίψη μου

κανείς δεν διάβασε τον πόνο μου

είμαι καλά, σκαλίζω με τα νύχια μου στο πάτωμα,

κι ασήκωτες η θλίψη κι η μελαγχολία

μου συνθλίβουν τα στήθη,

δεν μπορώ να πάρω ανάσα, κι όμως

συνεχίζω με τα γόνατα να ανεβαίνω τα σκαλιά

σαν άγγελος που θέλει να επιστρέψει στο ‘σπίτι΄ του,

απ’ τη ταράτσα μου πόση μικρή φαντάζει η πόλη,

μια τελεία στον καμβά της γης

δεν της ανήκω πια, δεν ανήκω κανενός

και καθώς η ‘΄άσφαλτος’ πλησιάζει στα μάτια μου

φωνάζω, μ’ αγάπησε στα αλήθεια ποτέ του κανείς….

 

 

**

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ / Εύα Λιόλιου

 

Ελάτε εδώ μικρά παιδιά και ’σεις πουλιά του δάσους

ολόγυρα απ’ την εκκλησιά αγγέλοι μαζευτείτε

τα σήμαντρα φωνάζουνε κι εσείς αφουγκραστείτε.

Έξω απ’ αυτήν εστάθηκε κάθ’ ουρανού πλειάδα

και σαν νυχτώσει ο θεός θα κάνει εκεί βαρκάδα

θα πάρει πίσω τα βουνά, αρνιά όπου γεννιούνται

τον υιό του να βρει στα μαντριά, οι λόγγοι θα ρωτούνται.

Τώρα δα, πάρτε κεριά, στολίστε κάθε δέντρο

τα κύμβαλα και τα βιολιά να στήσετε χορό

και τούτο διαδώστε το, μην ο Θεός θυμώσει,

αν έλθει η νύχτα η παχιά το χιόνι θα το στρώσει

σαν μάθει ποιον λόγο έχει ο άνθρωπος να χτίζει ένα βιό,

( στης Παναγιάς το εικόνισμα καντήλι να μην σβήσει! )

να ’χει περίσσια αγαθά και στην ψυχή του μίση

μέσα στις μαύρες τις σπηλιές και τις φτωχές καλύβες

που ’χει αφήσει μ’ όχεντρες τις μαζωμένες πίκρες.

Τί άφησαν στα ορφανά - προσέξτε να μην μάθει! -

να γλύφουνε με τα σκυλιά του μόσχου το κουφάρι

και κρύψει τ’ άστρα του ουρανού μες στης νυχτιάς τα βάθη.

Τώρα ανοίξτε τα φτερά και πάτε να τα πείτε

μικρά παιδιά, πουλιά, αγγέλοι πορευτείτε

ολούθε στον ανήλεο, τον κόσμο σαν βρεθείτε.

Πως σήμερα το βράδυ στο σπίτι τους θα έλθει ο Θεός,

γεννιέται ο μονάκριβος, ο εύσπλαχνος Του γιός!

 

**

Πρώτα Χριστούγεννα στην προσφυγιά! / Ανδρούλα Θεοκλή – Νικηφόρου

 

Χριστούγεννα στ'αντίσκηνα,

οι πρόσφυγες θα γιορτάσουν,

με τί καρδιά και ποιά ψυχή,

μπορούν πιά να γελάσουν;;;

 

Ο πόνος είναι αβάσταχτος,

πληγές αιμορραγούνε,

η θλίψη κορυφώνεται,

στα μάτια σαν κοιτούνε.

 

Μακριά απο τα σπίτια μας,

μακριά απ' τα χωριά μας,

κόμπος μας πνίγει το λαιμό,

πετρώνει η καρδιά μας.

 

Παιδιά αθώα,ανήξερα,

το βλέπουν σαν παιχνίδι,

δέντρο Χριστουγεννιάτικο,

μαζεύτηκαν οι φίλοι.

 

Ξερά κλαδιά στήσανε,

μέσα σε κενή οβίδα,

για να γιορτάσουν με χαρά,

πρώτα Χριστούγεννα σε μιά μισή πατρίδα.

 

Μάθημα ζωής μας δώσανε,

θάρρους και αισιοδοξίας,

τί κι αν είμαστε σε αντίσκηνα,

μέρα γιορτής ,της Ορθοδοξίας!

 

Χαρά στα προσωπάκια τους,

πρωτόγνωρη εμπειρία,

σμίγει η θλίψη κι η χαρά,

ποθούν μιά σωτηρία!

 

Πρωτόγνωρα Χριστούγεννα,

στην προσφυγιά γευτήκαν,

ωσάν πουλιά χωρίς φτερά,

απ'τη φωλιά τους βγήκαν.

 

Σαράνταέξι χρόνια πέρασαν,

κι ακόμα καρτερούμε,

Χριστούγεννα στην προσφυγιά,

κάθε χρονιά περνούμε.

 

**

 

ωάννης Μασμανίδης

 

 

Πληθαίνουν λοένα

ο παγίδες τν βεβαιωμένων μου

μφίστομη ποχ

χορδ γνωστη πάλλεται

πληθαίνουν

πειρες καταστροφς μέσα μου

συνωθονται

Σ βάθος πληγν πάλι

μόνος κατηφορίζω

μι δύναμη σκοτειν μ σπρώχνει

ν πάψω

στ φθορ ν ντιστέκομαι

μ σπρώχνει

Σ χαράδρα δύσβατων ναμνήσεων

στν βαθη λίμνη τν ταραγμένων ματιν σου

ψύχρα βαθει

μέ γκαλιάζει

πληθαίνουν ο παγίδες

χρόνος πι κριβς

ροκανίζει

κρίνο φθαρμένο π μαρασμ

τί θαρρες

μι στείρα λύση πομόνωση

μι

κα τ καρφωμένο στ χείλη

χαμόγελο

 

 

 

**

 

Δώρα Μεταλληνού

 

Νηστεύω την απουσία

πάει καιρός ξέχασα πόσο

υφαίνω ακόμα δρόμους γυρισμού

στρώνω τα χαλιά του εφικτού

γονυπετής κλείνω τις αγκυλώσεις της καθημερινότητας

όλα τα λειαίνω με σχολαστική επιμονή

συνοδοιπορώ, κατανοώ, συμμερίζομαι

γεμίζω το δρόμο πέταλα εκπληρώσεων

ματόχανδρα κρεμασμένα στο δρόμο της επιστροφής

ζηλεύουν κι οι θεοί... είπες

.χορτάτη είμαι από πλεόνασμα ελπίδας

Πέφτουν τα μάτια εκεί κάτω στον ορίζοντα

άδειος...

μήτε πουλί να φέρει μήνυμα

κι η μπουκάλα που έπεσε στη θάλασσα

ναυάγησε κι εκείνη

.κανένα σημάδι

ακόμα νηστεύω ένα γυρισμό....

 

 

 

**

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 20.. / Λεωνίδας Οικονομίδης

 

Μακρύς, πολύ μακρύς

ο δρόμος της Αγάπης

αιώνες και αιώνες

αδιαλείπτως κατηχούσα

η Καινή Διαθήκη

Αποκαρδιωτικά ωστόσο

τα σημεία των καιρών

Απρόσμενη η αναβίωση

της Πρώτης Διαθήκης

Ο Σαούλ και πάλιν

καταδιώκοντας τον Δαυίδ

Χριστούγεννα 20..

Ευχές, φιλοφρονήσεις…

...παλινδρομήσεις

Μεγάλη, πολύ μεγάλη

η Αγάπη σου, Χριστέ μου

 

 *



 

**

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος | Ολοκλήρωση

 

Μόλις νυχτώσει οχυρώνομαι.
Κλείνω τις πόρτες και σημαίνω προσκλητήριο.
Καλώ όλα τα κομμάτια μου,
— κάθε τεμάχιο που σκόρπισα
τις ώρες που περάσαν.
(Είναι τα κομμάτια που άφησα
σε φευγαλέες χειραψίες.
Σε κλεφτά χάδια ή φιλιά.
Σε υποσχέσεις που δε θα κρατηθούν.
Σε υποχωρήσεις που στάθηκε αδύνατο ν’ αποφύγω).
Πόσο θα το ’θελα να κρατηθώ.
έτσι για λίγο να σκεφτώ μονάχος
και διαλέγοντας να δοθώ ολόκληρος
στον άξιο στόχο.
Σα σφαίρα να συγκεντρωθώ
και να πέσω απάνω του,
σαν αετός που ανακάλυψε το θήραμά του.
Κι όχι σε ώρες της νύχτας πεντάρφανες
ν’ αθροίζω τ’ αναρίθμητα κομμάτια μου μ’ απόγνωση,
μόνο και μόνο για να βρεθώ επιτέλους ολόκληρος
σε άλλο ένα μου ποίημα.

 

**

ΑΠΑΤΗΛΗ ΑΓΑΠΗ / Γιάννης Παρασκευόπουλος

 

γυναίκα που περπάτησες

σε δρόμους με αγάπη

αχ την οφθαλμαπάτη

δεν είδες πουθενά

στρωμένοι αυτοί ήτανε μόνο με αγκάθια

και τα σκαλοπάτια

Χάθηκαν στο χιονιά

ήσουν ευκολοπιστη

είχε τόσο κρύο

Κι εσύ κείνο τ αντίο

είπες με σιγουριά

έφυγες. νομίζοντας

πως θα σε αγαπήσουν

μόνη δεν θα σ αφήσουν

ποτέ και πουθενά

ξαπλωσες σε μπόλικα βρώμικα σεντόνια

γύρισες και συμπόνια

θες και παρηγοριά

δεν ήξερες δεν ρώταγες

τι είναι η αγάπη

την μπέρδεψες με κάτι

διαφορετικό

τώρα πικραμενη

και ατιμασμενη

ζεις χωρίς σκοπό

 

 

**

Γρηγορία Πελεκούδα

 

Στις ημέρες που έρχονται

ας ελπίζουμε για ότι καλύτερο.

Το βάρος της μοναξιάς

κάτω απ΄τον ήλιο

που γέρνει έγκοπος

σ΄έναν ορίζοντα που ματώνει

είναι ασήκωτο,

είδα πουλιά μοναχικά

να πετούν, σαν τρεχαντήρια,

στις μέρες των πολύβουων

συναθροίσεων ξένα

σε ξένους, ανάμεσα

σε σκιές ανθρώπων

να σέρνουν το βήμα τους,

ο φόβος της μοναξιάς

μας αφορά όλους

φωνάζουν τιτιβίζοντας.

Μακρόθεν ελπίδα αχνοφέγγει

στην ανατολή,

ένα φως ίσως πρέπει ανάψει

γρήγορα,

γιατί η αναγκαστική μοναξιά

φτωχοποίησης, αισθημάτων

δύσκολα βγαίνει πέρα.

Νιώστε την αγάπη

που κυριαρχεί αυτές τις μέρες

στα βλέμματα όλων

και ποιος ξέρει...ίσως

αυτή η επιλογή να είναι

η καλύτερη όλων

από οποιαδήποτε άλλη.

Αυτό πιστεύω μας λείπει

σήμερα... Ανθρωπιά.

Αγάπη. Ειλικρίνεια.

Σεβασμός,

Ας είμαστε δοτικοί

το έχουν και το έχουμε ανάγκη.

Να μην νιώσουμε ποτέ παρείσακτοι,

ξένοι μεταξύ μας.

 

*

Η ΜΕΡΑ ΠΕΦΤΕΙ / Αντώνης Περδικούλης

 

Η μέρα

Πέφτει σά φύλλο

Τα χρώματα

Τα χώματα

Κλαίνε.

-Μή πέφτεις, μέρα

Στάσου στον ουρανό

Στα σύρματα με τα πουλιά

Στο βουνό με τον Θεό

Στο περιγιάλι τ’ αστραφτερό.

Κλαίνε κι οι δυόσμοι

Αχολογούν οι κοπέλες.

-Στάσου μέρα, στάσου..

Όμως η μέρα

Πέφτει σαν ξύλο…

 

 

 

**

Στου νου τα παραπόρτια: Πέπλος- Κήποι / Ρεΐζης Περικλής

 

 

Οταν η γιαγιά η Κρυσταλλένια μας μάζευε κοντά στο τζάκι για να ξεκινήσει το παραμύθι και το μαγικό ταξίδι μας στον κόσμο της φαντασίας κρεμόμασταν απ' τα χείλη της...Αλλά όταν ακούγαμε αυτά τα παραμύθια δεν κοιμόμασταν ,ανοίγαμε τα μάτια και ξύπναγε ο νους μας!!!Το καταλάβαμε τώρα που μεγαλώσαμε, που άλλαξαν τα χρόνια που τα παραμύθια τα ακούμε απ' τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους στην τηλεόραση κάθε μέρα και κάθε ώρα...τώρα θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό για τα παραμύθια της γιαγιάς που μας θωράκισαν κι ακόμα μας κρατάνε ''ξύπνιους''...

Ποτέ δεν μου άρεσαν οι Κυριακές και είχα μια μικρή συμπάθεια στην καταφρονεμένη Δευτέρα που άκουγε τα εξ αμάξης μόλις ερχόταν!!!Πρώτη εργάσιμη της βδομάδας και της έσουρναν τα χίλια μύρια!!!Έφταιγε που πήγε στράφι η Κυριακή, που έχασε η ομάδα, που χάλασε ο καιρός και δεν βγήκαμε απ' το σπίτι!!!Ο αποδιοπομπαίος τράγος της εβδομάδας η Δευτέρα για αυτό ίσως την συμπαθώ κομμάτι περισσότερο...

Αν και για μένα οι πιο σημαντικές μέρες είναι τα ψυχοσάββατα!!!Τυχερές οι εβδομάδες και οι μήνες που τα έχουν...

--Αυτό θυμάμαι απ' την γλυκιά αναστάτωση, που επικρατούσε στο σπίτι, όταν η μάνα και η γιαγιά η Κρυσταλλένια έφτιαχναν τις ''λειτουργιές'' με όλο το τελετουργικό καθώς και το βράσιμο του σταριού, γιατί αυτή μέρα ήταν των ψυχών!!!

---Πέρασαν τα χρόνια, χαθήκαμε στις πόλεις. Αποστασιοποιηθήκαμε απ' όλα αυτά, αλλά αυτή η κουβέντα είχε γραφτεί μέσα μας και μας τσιγκλούσε και μας θύμιζε πως οι βδομάδες που έχουν ψυχοσάββατα έχουν προνόμια και είναι τυχερές...

Τα ψυχοσάββατα που ακόμα και σήμερα είναι το κρασί της ψυχής μας...

Μπορεί να καλυτέρευσε η ζωή μας, να ντυθήκαμε καλύτερα, να περίσσεψε το καρβέλι και το φαγητό στο σπίτι, να χορτάσαμε...μα τίποτα δεν συγκρίνεται με το ζυμωτό ψωμί του φούρνου των παιδικών μας χρόνων!!! Λες και οι φούρνοι εκείνοι τότε έβγαζαν ζυμωτό ψωμί μαζί και όνειρα...Εκείνο το ''καρβέλι της έλλειψης'' είχε μια απίστευτη νοστιμιά, όταν μαζευόταν η οικογένεια γύρω απ' το τραπέζι...

Ίσως αυτά μας λείπουν σήμερα!!!Ήμασταν αθώοι; Δεν ξέρω!!!Μα το ότι και σήμερα απλώνουμε και ζητάμε χέρι βοήθειας απ΄ τα παιδικά μας χρόνια δείχνει ότι ήταν άλλες οι αλήθειες και οι εικόνες εκείνων των ''καιρών''...

Εκεί γυρνάμε πάλι και τα κοιτάμε με τα παλιά μας μάτια για να το βιώσουμε πάλι...

έρχονταν καινούργια μέρα και νιώθαμε πως ξημερώναμε αθώοι και μεις κι ο κόσμος ολάκερος!!!

Τώρα έφυγαν οι πιο πολλοί απ' αυτούς που γνωρίσαμε και μας συντρόφεψαν σ' αυτό το ταξίδι της ζωής... Αυτό που δεν έφυγε είναι αυτή η αίσθηση, που την κουβαλάμε ακόμη μέσα μας...το νοιάξιμο , η αγάπη, το καρβέλι το νόστιμο της πείνας!!!,,<<Να σε χορταίνει το λίγο και να μη σε συγκινεί το πολύ και το περίσσευμα έλεγε η μάνα>>!!!Τώρα μετά τόσα χρόνια, τώρα που έφυγε και η μάνα κι ο πατέρας και οι παππούδες και η γιαγιά Κρυσταλλένια , φίλοι και συγγενείς των παιδικών μας χρόνων,...

βλέπεις αυτά τα λόγια να στέκονται και να αντέχουν στον χρόνο, σαν το ''Αξίωμα'' της Ευκλείδειας Γεωμετρίας που αποτελεί θέσφατο και δεν χρειάζεται αποδείξεις!!!

---Σήμερα αν με ρώταγε κανείς ποια είναι η πιο όμορφη μέρα της βδομάδας, θα έλεγα χωρίς καμμιά επιφύλαξη ότι είναι τα ψυχοσάββατα!!!Των ψυχών που έλεγε η γιαγιά Κρυσταλλένια και η μάνα μου...το έλεγαν με ''στόμφο'' χωρίς να ξέρουν τι σόι πράγμα είναι αυτό!!!Αλλά έκρυβε μια επισημότητα και έλαμπε το πρόσωπο τους όταν έλεγαν των ψυχών...όπως δεν λάμπουν τα δικά μας πρόσωπα σήμερα...

Οδοστρωτήρας ο χρόνος και η εξέλιξη, σάρωσαν τα πάντα και μόνο οι παιδικές μνήμες, εξακολουθούν να είναι ανυπάκουες και ανυπόταχτες!!! Να αντιστέκονται σαν το Γαλατικο χωριό του Αστερίξ και του Οβελίξ που δεν υποτάσσεται στην δύναμη του ισχυρού και των Ρωμαίων...

Απλά αλλάζουν όνομα οι Ρωμαίοι της κάθε εποχής...πάντα σταθερά οι Γαλάτες που αντιστέκονται, θα είναι τα ''Ψυχοσάββατα''!!!

Αυτά που κουβαλούν το καρβέλι της πείνας που μας χορταίνει ακόμα και σήμερα μαζί με το κρασί της ψυχής μας, τις παιδικές μας μνήμες που μας ξεδιψούν μέχρι τα σήμερα...

Aπόσπασμα από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων: ''Πέπλος – Κήποι στου νου τα παραπόρτια''

 

 

**

Αλήθειες Σιωπής :" / Πέτρος Σαρδέλης

 

Κοιτάζω ψηλά

Πάνω απ' τής εκκλησιάς τα κυπαρίσσια

Ψάχνω άχρωμη ανάσα

Ενα ήσυχο πουλί,

Φτερούγισμα

Απο ζωής χαμόγελο.

Ψάχνω προσευχή,

Θλίψης ψιθύρους

Λιγές σταγόνες λησμονιάς.

Να μοιραστώ

όση απόμεινε απ'τήν μέρα μου.

Σ'ενα μοιρολόι αργοβάδιστο

Με τού πεθαμένου τήν ψυχή.

Λίγα ρινίσματα από μνήμες

Πάνω από το απλωμένο μπόϊ του

Μέχρι να βυθίσει ο ήλιος.

Έχω χορτάσει μοναξιά

Ανάμεσα σε ζωντανούς.

Ολική σιωπή

Βαθειά σάν αμαρτία

Όλοι αφουργκάζονται ασάλευτοι

Τόν ήχο στο πηγάδι τού θανάτου

Μοιράζονται ορθοί

Του πεπρωμένου την αιώνια ερημιά.

Τα μάτια κολλημένα

στόν λούστρο τού εβένου

Τού τετελεσμένου τόν μανδύα,

Ψάχνουν γιά ύψη ταπεινά.

Γέρνει το μακρόσυρτο κλαρί

Πάνω απο την κουστωδία

Φορτωμένο φτερωτά.

 

 

**

Παυλίνα Στυλιανού

 

Τι δώρο τα Χριστούγεννα αγάπη μου να σου στείλω

Τώρα που γιορτή μεγάλη έρχεται κι έχω ειρμό για σένα και δεν στο κρύβω;

Στους στίχους μου για εσένα μοναχά νότες θε να βάλω

για να σου πω ψιθυριστά

το ποσό σ' αγαπάω

Με μελωδία της ψυχής

θα νιώσεις την αγάπη

και μια μεγάλη αγκαλιά

Χριστουγεννιάτικη θα πάρεις.

 

**

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ / Γιάννης Τάτσης

 

Δεκέμβρης. Χιόνια φτερουγίζουν στα κλαδιά,

από τα τζάκια δραπετεύει η ζεστασιά

την παγωνιά ν’ αγκαλιάσει.

Ο κρύος καβαλάρης του Βορρά

σκορπίζει με τις νιφάδες του χιονιά

προσκλητήρια γενεθλίων του Χριστού μας.

Στη θάλασσα του απέραντου ουρανού,

φως στα φωτεινά νησιά το γενέθλιο αστέρι,

ανεξίτηλο σαν τον καταρράχτη

ρίχνει το άγιο φως του εδώ στη γη,

για να λευκάνει τις ψυχές

και τις ευαίσθητες χορδές,

με πένα θείων μηνυμάτων

αθόρυβα να μας δονεί.

Φιλί ζωής να δίνουμε

κι αγάπη να προσφέρουμε,

σ’ αυτούς που τη φρεσκάδα της ζωής

ο χρόνος τους την έχει κλέψει

κι αδύναμους τους άφησε στων αστεριών το σπίτι.

Τη σκέψη μας, αθόρυβη σαν το αεράκι,

να την ταξιδεύει στα δυστυχισμένα, στα ορφανά,

που στο φτωχικό τραπέζι τους ακουμπισμένα,

τον Αϊ-Βασίλη ονειρεύονται με τα πολλά τα δώρα.

Αλλά πώς στο σπίτι τους να μπει ,

αφού απ’ την καμινάδα δεν χωράει!

Ευτυχισμένοι οι άνθρωποι στη γη

που νιώθουν την ανάσα του Χριστού μας

και η πλημμύρα της αγάπης τους

ποτίζει το διψασμένο ανθρώπινο κοπάδι.

Απειλητικά η νύχτα απλώνει το μαύρο πέπλο της

στο μέλλον μας.

Κονταρομαχίες με το κακό οδηγούν σε αδιέξοδα τούνελ,

Λερναία Ύδρα που μας βασανίζει.

Ανάσκελα για να πέσει στην παλαίστρα,

εξόριστο πρέπει να μείνει

απ’ τη σκέψη και την ψυχή μας

και να υποδεχτούμε τους αγγέλους

με τα χριστουγεννιάτικα μηνύματα,

φωτοδότες στους δρόμους

που οδηγούν στη γη της συνύπαρξης

όλων των εθνών, των βοσκών και σοφών,

των πλουσίων και φτωχών,

όπου τα σκήπτρα θα κρατάει

ο δίκαιος ήλιος της αγάπης και της ειρήνης.

 

 

 

**

 

 

Αργά / Χριστόφορος Τριάντης

 


Ανάπηρη έμεινε η εποχή.

Κι εμείς

δεν πολεμήσαμε

τις μισερές λέξεις,

όταν έπρεπε.

Αφήσαμε το μίσος

να σκοτώσει

τις τριανταφυλλιές.

Κι ύστερα

μιλήσαμε για αγκάθια

και πληγές.

Ήταν όμως αργά.

 

 

**

 

Κώστας Τσιαχρής

Κυνομαχία

 

Στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου

που ήταν άδεια

υπήρχαν μόνο δυο σκυλιά

Το ένα γάβγιζε εκκωφαντικά

Χτυπιόταν

Χάλαγε τον κόσμο

Με τα δόντια του έτοιμα για φρίκη

Με τα μάτια κόκκινα από λύσσα

Ίδιος σατανάς

Το άλλο ήσυχο σε μια γωνιά

Σφιχτό σαν κόμπος

Παγερό και μετρημένο

Με το γάβγισμα βαθιά στο βλέμμα

Με τη δαγκωνιά κρυμμένη

Κάτω από τα δόντια

Τα ωραία λαμπερά του δόντια

ήξεραν

περίμεναν υπομονετικά

την ώρα που το χάδι

θα μυρίζει αδυναμία

…Γιατί πρέπει δίχως άλλο

Πρέπει η δαγκωνιά

του ποιητή

να μπήγεται βαθιά

Να φτάνει

ως το μεδούλι

 

 

**

«ΤΑΞΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΔΩΡΑ»  / Πέτρος Τσερκέζης

 

3.

Την περίμενα πίσω από την πόρτα. Πηγαινοερχόμουν στον μακρύ διάδρομο ανήσυχος σαν στ’ αγκάθια. Είχα κατεβάσει το κεφάλι και προσπαθούσα ν’ ακούσω τη φωνή της Πανδώρας μέσα από την αίθουσα του διαγωνισμού. Δεν άκουγα τίποτα, απλώς είχα αφήσει τη φαντασία μου να σκηνοθετήσει πίσω από τη βαριά πόρτα της αίθουσας. Δεν το κρύβω ένιωθα κι εγώ ένα τρακ. Το επιβλητικό κτήριο της Καλλιτεχνικής Ακαδημίας που εντάσσονταν και η Δραματική Σχολή είχε κάτι ξένο για μένα. Δεν με χωρούσε, ένιωθα άβολα, ήταν βαρύ σαν να σ’ έπνιγε. Με όλες τις μελωδίες, τα διάφορα όργανα που έπαιζαν δεν μπορούσαν να ξαλαφρώσουν την ατμόσφαιρα και να σου χαρίσουν εαρινά στροβιλίσματα χαράς, όπως το φαντάζεσαι από μακριά το μέγαρο της τέχνης. Ουφ, είπα τι κακόφωνη χορωδία. Είχε κάτι αριστοκρατικό αυτό το μέγαρο που έμοιαζε ωστόσο παλιομοδίτικο. Ίσως ήταν η αγωνία για την Πανδώρα ή ίσως η ιδέα ότι αυτό το κτήριο ήταν κάποτε Βασιλικό Μέγαρο και η βασιλική σκιά ψύχραινε κατά κάποιον τρόπο το μάρμαρο. Είχαν περάσει σχεδόν τρία τέταρτα από τη στιγμή που η φίλη μου η Πανδώρα είχε μπει να διαγωνιστεί στην Θεατρική Αίθουσα και δεν έβγαινε ακόμα. Στο διάδρομο υπήρχαν άλλα εφτά άτομα, τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Τα δυο κο-ρίτσια και το αγόρι περίμεναν τη σειρά να διαγωνιστούν μετά την Πανδώρα, οι άλλοι συντρόφευαν τους διαγωνιζόμενους όπως κι εγώ! Υπήρχε μια ένταση, μια σιωπηρή τεταμένη ατμόσφαιρα α-γωνίας που εκφράζονταν περισσότερο με τα βλέμματα, τις χειρονομίες, τις κινήσεις, και με κάποια ουχ και αχ αναστεναγμών. Τώρα η ανησυχία της προσμονής μου είχε μεταμορφωθεί σε εκνευρισμό. Από λεπτό σε λεπτό έχανα την ψυχραιμία μου. Η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Πήγα ως το τέλος του διαδρόμου. Άνοιξα το μεγάλο παράθυρο και κοίταξα έξω. Έβρεχε. Κοίταξα τα ρυάκια που έτρεχαν πάνω στο τζάμι και μου έμοιασαν σαν δά-κρυα. Και ξαφνικά μου εμφανίστηκε μπροστά το πρόσωπο της Πανδώρας. Έτσι κλαμένο σαν αυτά τα ρυάκια να έτρεχαν από τα γαλανά της μάτια. Η υγρασία που έρχονταν από το ανοιχτό παρά-θυρο με δρόσισε και με ξύπνησε. Κάτι δεν πάει καλά εκεί μέσα. Πώς να σε βοηθήσω, Πανδώρα; αναρωτήθηκα. Η Πανδώρα είναι ταλαντούχα, θα κερδίσει με τα προσόντα της, με το σπαθί της, είχε πει ο σκηνοθέτης που την είχε προετοιμάσει, ωστόσο η Πανδώρα του είχε ζητήσει να την βοηθήσει με κανέναν γνωστό του, γιατί αν δεν είχες κάποιο μέσο δεν σου έδιναν σημασία σ’ αυτού του είδους διαγωνισμούς, δεν παν να ήσουν και η Brigitte Bardot. Και ο σκηνοθέτης της είχε δώσει μια συστατική επιστολή για έναν φίλο του. Δεν παίρνει μέρος στην κριτική επιτροπή, αλλά είναι υπε-ράνω, της είχε πει. Διαθέτει πολλά κλειδιά και ανοίγει όλες τις πόρτες του καλλιτεχνικού χώρου. Υπεράνω είμαστε εμείς, Πανδώ-ρα, κανένας άλλος! Έκλεισα το παράθυρο, ακούμπησα το κεφάλι και άρχισα να αραδιάζω το ρόλο του Ιάσονα. Τρεις μέρες κατά σειρά κάναμε πρόβες μαζί σε μια μικρή αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου, που μας είχε αναθέσει ο υπεράνω. Εσύ, γλυκιά μου, είσαι γεννημένη για δραματικούς ρόλους. Έχεις ένα εκφραστικό δρα-ματικό πρόσωπο και μοιάζεις με αρχαία Ελληνίδα. Η Πανδώρα είχε αναδυθεί τον ρόλο της Μήδειας και εγώ την στήριζα με το ρόλο του Ιάσονα. Στην πραγματικότητα ήταν ο τελευταίος μονόλογος από το έργο «Μήδεια» του γάλλου δραματουργού Ζαν Ανουίγ. Ήταν ένα έργο που είχε μεταφραστεί από κάποιον θεατρικό συγγραφέα και κυκλοφορούσε χειρόγραφο μυστικά από χέρι σε χέρι γιατί είχε απορριφθεί από το Εθνικό Θέατρο για ιδεολογικούς λόγους. Μετά από συνεχόμενες πρόβες τον είχα αποστηθίσει κι εγώ το ρόλο και μου είχε αρέσει. Ω, είπα τη δεύτερη μέρα στην Πανδώρα, είσαι μια καλή ηθοποιός και έχεις ιδιαίτερες ικανότητες όχι μόνο για λόγου σου, αλλά ν’ ανακαλύψεις και τα κρυφά ταλέντα των άλλων. Νιώθω να μπαίνω στο πνεύμα κι εγώ και αυτό μου α-ρέσει και με χαροποιεί. Αναδύθηκα και μια φορά το ρόλο του Ιά-σονα, εκεί μπροστά στο παράθυρο, πέρασα κατά νου το κείμενο κάνοντας την αναπαράσταση και απευθύνθηκα με σίγουρο βήμα προς την αίθουσα. Ήμουν πεπεισμένος εκείνη τη στιγμή πως αυτή ήταν η σωστή πράξη. Κοίταξα γύρω μου τους άλλους διαγωνιζό-μενους μ’ ένα μειδίαμα ήκιστα συγκινημένος όρθωσα τους ώμους με αυτοπεποίθηση και χτύπησα την πόρτα. Δεν άκουσα να μου λένε εμπρός, την άνοιξα και μπήκα.

-Συγγνώμη, είπα μπορώ να μπω;

-Εσύ μπήκες χωρίς την άδεια μας, αγόρι μου, τι οφείλει η άδεια μας και η συγγνώμη τώρα; είπε εκείνος που στέκονταν στη μέση της κριτικής επιτροπής, σίγουρα ο πρόεδρος.

-Δεν έχομε τελειώσει ακόμα με τη δεσποσύνη, είπε ο εκεί-νος που κάθονταν δεξιά του.

-Δεν έρχομαι για να διαγωνιστώ, είπα. Δεν είμαι ηθοποιός, είμαι ο παρτενέρ της Πανδώρας, ο Ιάσονας.

Τα μέλη της επιτροπής με κοίταζαν αποχαυνωμένα σαν να μη καταλάβαιναν τι τους έλεγα. Ενώ η Πανδώρα είχε μια βαθιά απογοήτευση μέσα στα μεγάλα της θαλασσιά μάτια. Της χαμογέλασα, ενώ εκείνη μου κούνησε το κεφάλι απειλητικά σαν να άφηνε πίσω της ατελείωτα γιατί και γύρισε το κεφάλι από την επιτροπή.

-Άργησες πολύ αγόρι μου, είπε ξανά ο μεσαίος, κουνώντας με έπαρση τη λιονταρίσια του χαίτη. Ήταν γνωστός ηθοποιός και καθηγητής της δραματικής σχολής. -Μόλις τελειώσαμε με τη δε-σποσύνη.

Γύρισε μια από την δεξιά πλευρά, μετά από την αριστερή με το χέρι μπροστά στο στόμα, κάτι τους ψιθύρισε με κατεβασμέ-νο κεφάλι. Μετά το σήκωσε και απευθύνθηκε στην Πανδώρα μ’ ένα ψυχρό μεταλλικό βλέμμα:

-Πανδώρα Μ. πρώτο σας κατάλαβε ένα ανυπέρβλητο άγ-χος και δεν μπορέσατε να μας ζωγραφίσετε τις ψυχικές ταλαντεύ-σεις της ηρωίδας σας, και δεύτερον αν μας έρθετε ξανά του χρό-νου πρέπει να επιλέξετε έναν μονόλογο ή ένα κείμενο από την πλούσια Εθνική μας δραματουργία. Κι αυτό θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ταξινόμησή σας και στην επιτυχία σας. Γεια σας!

Η Πανδώρα, γύρισε να φύγει με δάκρυα στα μάτια.

-Σταμάτα, είπα.

-Κύριε πρόεδρε, αν έχετε την καλοσύνη, ακούστε τη και μια φορά με τη στήριξή μου στο ρόλο του Ιάσονα. Σας παρακαλώ, εφτά λεπτά μόνο.

-Δεν θ’ αλλάξει τίποτα, έχομε σαράντα λεπτά που την α-κούμε, περιμένουν κι άλλοι έξω. Την επόμενη φορά ελάτε εγκαί-ρως να σας ακούσομε κι εσάς, είπε με μια ειρωνεία μαχαίρι.

Σας ευχαριστώ! Έριξα το χέρι στο μπράτσο της Πανδώρας. Γύρισε και με κοίταξε. Μετά κοίταξε το χέρι. Ένα κύμα μίσους είχε κατακτήσει εκείνα τα όμορφα μάτια. Τράβηξε βίαια το χέρι και πρώτη απευ-θύνθηκε προς της έξοδο. Οι ώμοι της έτρεμαν. Βγήκαμε. Εκείνη απευθύνθηκε με γοργό βήμα προς της σκάλες. Της βγήκα μπροστά και άνοιξα τα χέρια να την αγκαλιάσω. Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα αστραπή που με πέταξε στο χάος.

-Μην στενοχωριέσαι, είπα δεν είναι το τέλος του κόσμου. Και χωρίς τη δραματική σχολή παίζεις στο θέατρο. Έχεις δημι-ουργήσει μια όμορφη εικόνα στην κοινωνία, έχεις μια σταθερή δουλειά χημικός σε μεγάλο εργοστάσιο. Θα προετοιμαστείς καλύ-τερα και θα ξανάρθεις.

-Εσύ φταις, είπε. Μπήκες στην αίθουσα σαν αλήτης και τα κατάστρεψες όλα μόλις έπαιρναν την απόφαση οι κριτές και μου χαμογελούσε η τύχη. Μ’ έσπρωξε και βγήκε τρέχοντας στη λεωφόρο. Έτρεξα πίσω της.

-Πανδώρα, φώναξα, Πανδώρα σταμάτα να εξηγηθούμε. Για το καλό σου ήρθα εκεί. Για να σε βοηθήσω. Σταμάτα σε πα-ρακαλώ, μη γίνεσαι παράλογη.

-Φύγε! Δεν θέλω καμιά εξήγηση. Τα εξήγησε όλα η πράξη σου. Είσαι ένας καταστροφέας. Μου κατάστρεψες το όνειρο.

Σταμάτησα. Αυτή η στάση με είχε κόψει στη μέση. Η βροχή είχε σταματήσει. Ένας δειλό ήλιος μπαινόβγαινε στα σύν-νεφα. Την έβλεπα να φεύγει με γοργό βήμα με το θυμό να φου-σκώνει το φουστάνι της. Δεν μπορούσα να τον πιστέψω αυτόν τον παραλογισμό. Σε τι έφταιγα εγώ; Είχα κάνει μια πράξη μεγαλο-φυΐας. Για τρεις μέρες κατά σειρά είχα εγκαταλείψει τις διαλέξεις και είχα αφοσιωθεί κάνοντας μαζί της 5-6 ώρες πρόβες την ημέρα. Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα και είχα πάρει το ρίσκο να μπω στην αίθουσα του διαγωνισμού για να την βοηθήσω. Και ορίστε η κατάληξη. Ένα δηλητηριώδες σύννεφο είχε εμφανιστεί να μολύνει τον αέρα και να αλλοιώσει την πορεία εκείνου του λυ-γερού κρίνου που μόλις είχε ξεμυτίσει μεταξύ μας και ζητούσε το έφορο έδαφος να ανθήσει. Είχα χτίσει και εγώ ένα ωραίο όνειρο για το μέλλον μας και να που ξαφνικά είχε εμφανιστεί μπροστά μας ο γκρεμός και όλα είχαν γίνει θρύψαλα. Ίσως έφταιγε εκείνο το πρώην βασιλικό μέγαρο. Λοξοδρόμησα και μπήκα σ’ ένα πάρ-κο. Ίσως με βοηθούσε να ξεκαθαρίσει ο νους μου. Δεν είχα καμιά διάθεση να την συνοδέψω πια. Δεν είχε καμιά σημασία. Με είχε θίξει με τον πιο μίζερο τρόπο. Τώρα σβάρνιζα τα πόδια στα δρο-μάκια του πάρκου σαν πληγωμένος Ιάσονας.

 

 

**

Στο βασίλειο της χαράς / Χριστάκης Χαραλάμπους

 

 

Αίσθηση βαριά και ανεξάντλητη

για κάποιους παροδική και γνήσια

σπουδαίο όπλο για τους υποκριτές

σωσίβιο για τους δυστυχισμένους

 

Η απόλυτη ηδονή ως ομορφιά

ένας ανέπαφος κρυμμένος θησαυρός

ποιος δεν θα ήθελε να ζει εδώ

αγκαλιάζοντας την απόλυτη ευτυχία;

 

**

 

Άθως Χατζηματθαίου

 

Μεσάνυκτα και κάτι

κι εγώ να κλείσω μάτι

εδώ και κάποιες ώρες προσπαθούσα

Τραβάω την κουρτίνα

και βλέπω την Αθήνα

και νόμιζα ένα φάντασμα κοιτούσα.

 

Οι δρόμοι άδειοι παντού ερημιά

και στην ψυχή μου η παγωνιά

χωρίς αστέρια ο ουρανός

βαρύς στα χείλη ο στεναγμός.

Μια κουκουβάγια κάπου εκεί

σ' ένα λυγμό της κλαίει η ψυχή

Αθήνα μάνα, σ' ένα Σταυρό

τη λύτρωση σου ψάχνω να βρω.

 

Αφήνω τη κουρτίνα

ξανά στην καραντίνα

τους εφιάλτες μου να κυνηγάω.

Μονάχος σ' άδειους τοίχους

με πονεμένους στίχους

τις αντοχές Αθήνα μου μετράω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου