Σελίδες

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Επωδός / Αλισάνογλου Γιώργος

 Κάτω απ' τη σάρκα μου

σκοτεινοί - άγνωστοι
υπογράφουν τη μοναξιά μου
εργάζονται ως εσώτερη ρωγμή
πέρα από τον νόμο της ζωής
και της ηλεκτρικής σιωπής τους

Αγκαλιάζουν ο ένας την αμφιβολία του άλλου
τόσο γερά, που επαληθεύεται ο χρησμός
που άκουσα στα αψινθοπωλεία της Βοημίας
"Από τη Δύση κύριοι γυρίσαμε πάλι πεινασμένοι"

Κι από την άλλη,
ούτε ένα ερωτικό σονέτο απόψε
να υπογράψει
την αιωνιότητά μας

Τάκης Τσαντήλας / Με τα μάτια της ψυχής

 Κλείσε τα μάτια στο σκοτάδι

δες με τα μάτια της ψυχής τον άνεμο
και το φεγγάρι που ‘ναι ολόγιομο απόψε.
Δες με, από μακριά σου γνέφω
απ’ τα κατάβαθα της θύμησης
από το μέλλον.
Δες με και αναπόλησε εκείνες τις στιγμές
τις μακρινές, τις άφαντες
που προκαλούσαμε τα κύματα
με τα παράτολμα βυθίσματα.
Ποιήματα υφαντά σχεδίασε
στον αργαλειό της ψυχής σου
κι ανίχνευσε με προσοχή
την ποθεινή προσέγγιση στα άστρα
μην και καούν από το πάθος σου
από τη λάμψη που πυροδοτεί
το φωτισμένο πρόσωπο σου.
Την ανάσα μου άκου
της βροχής τους χτύπους
τον ξέφρενο χορό μέσα στα σπλάγχνα μου
την υγρασία των ματιών μου.

AN ΚΑΠΟΤΕ ΒΡΕΘΟΥΜΕ / Παντελή Χριστόφορος


----------------------------
Αν κάποτε βρεθούμε
θα΄ναι όλα μια βροχή
στον ουρανό θα δούμε
μονο μιά αστραπή
Αν κάποτε κοιτάξεις
στα μάτια να με δείς
θα δείς πως έχουν πόνο
μα μην μου πλγωθείς
Η λίγη μας ελπίδα
που έγινε σιωπή
άρχισε να μαραίνει
δεν άντεξε ουτ' αυτή
Απόψε πού΄μαι μόνος
το δάκρυ ξεγλυστρά
φεύγει κατηφορίζει
και σε αναζητά
Λίγο φως είναι πού θέλω
λίγο φως για να σε δώ
είσ΄η μόνη μου ελπίδα
τη ζωή για να χαρώ.

Χιμαιρικός Νοέμβρης / Ποταμιάνος Γιάννης


======================
Κι όμως δεν υποτάχτηκα ακόμα
-------------------- επιμένω αγέρωχο καμπαναριό
Να στέλνω στον αέρα
πότε πένθιμες και πότε χαρούμενες
---------------------------- τις κωδωνοκρουσίες μου
Πρώτα
Ήχοι , ψαλμωδίες που με γαλούχησαν
κι ο Παπαβασίλης Βυζαντινό αηδόνι
-------------------------------------- που κελαηδούσε
------- απ’ τον άμβωνα το δωδέκατο ευαγγέλιο
Α ρε μνήμες παιδικές
-------------------------- θυσαυρισμένη νοσταλγία!
Κι ύστερα οι μεγάλες στιγμές
Κραυγές, συνθήματα, διαδηλώσεις
Κάτω η χούντα, δεν περνάει ο φασισμός
------------------------- Ψωμί, παιδεία, ελευθερία!
Η θύελλα κι ο φόβος
Κι η γλυκιά οσμή του αίματος
---------------------- που ανασύρεται απ’ το βυθό
και πάνω απ΄ όλα η άσβεστη αίσθηση
----------------- του χρέους και της αξιοπρέπειας
Α ρε ‘συ νιότη των άδολων αγώνων μου
------------------------------- των γηρατιών καμάρι!
Ο χρόνος ανεπίστρεπτος ποταμός
------------------------------ τσακίζει τα όνειρά μου
Κι όμως δεν υποτάχτηκα ακόμα
Όσο ο βυθός αναμοχλεύεται τα βράδια
-------------- και το όνειρο αντιστέκεται ζείδωρο
είμαι κοντά σας
-------------------- να τοξοβολώ τον εφησυχασμό
με λέξεις βουτηγμένες στο μαύρο αίμα
---------------------------------- της Λερναίας Ύδρας
Πως αλλιώς αφού θησαύρισα τα όνειρα
όσων τόλμησαν
-------------- να κοιτάξουν κατάματα την αδικία;
Κι αυτό το φαράγγι μαχαιριά
--------------- στο σώμα του γρανιτένιου βράχου
επιμένει ν’ αντιλαλεί τις κραυγές πόνου
αυτών που αντιστάθηκαν στα φουσάτα
-------------------------- περιφρονώντας το θάνατο
Όχι δεν υποτάχτηκα
Γι αυτό ακόμα και στην κάθοδο
-------------------------------- άσβεστη φωτοβολίδα
επιμένω να φωτίζω πολύχρωμο τον ουρανό
Πως αλλιώς αφού μέχρι να ξημερώσει
έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη
----------------------------- από όνειρα πολύχρωμα;
Μήνας Νοέμβρης από σήμερα
Μήνας χιμαιρικός,
της ουτοπίας, της νοσταλγίας
------------------------------ και της περηφάνιας μας
Ας τον καλωσορίσουμε λοιπόν
---- αναζητώντας στον κοραλλιογενή βυθό μας
τα μαργαριτάρια των αξιών
-------------------------- των νεανικών ονείρων μας
Αχ τι γλυκές που ‘ναι οι νύχτες του Νοέμβρη
---------------------- σαν έχεις αγώνες να θυμάσαι!

ΤΟ ΔΑΚΡΥ / Τριανταφύλλου Ρούλα


Κάθεται και κοιτά την θάλασσα.
Πέρα από τα σύνορα, το χρυσοκόκκινο του ορίζοντα.
Θέλησε ν' αγγίξει, όλα τα χρώματα.
Έκλεισε τα μάτια.
Έτσι μπορούσε.
Κάθεται και κοιτά την θάλασσα.
Για στερνή φορά, κοιτάζει τον ουρανό.
Η καρδιά του, φτερούγισε!
Θέλησε να πετάξει σαν τα πουλιά.
Έκλεισε τα μάτια,
Μόνο έτσι μπορούσε.
Κάθεται και κοιτά την θάλασσα.
Μες στο σκοτάδι, με τη σιωπή του μιλά.
Έτσι, έτσι μπορούσε.
Έκλεισε τα μάτια.
-Η νύχτα παίζει παράξενα παιχνίδια-.
Κάθεται και κοιτά την θάλασσα.
Στα αφρισμένα κύματα βουτά ο ήλιος
και σβήνει μες στο θαλασσινό νερό.
Η λύτρωση εχάθη!..
Κάθεται και κοιτά τη θάλασσα.
Μέσα στη ψυχή του,
πέλαγος η θλίψη,
κύμα ο πόνος,
ο ήλιος ψέμα και
το άδικο αλμύρα.
Κάποιος κάθεται και κοιτά τη θάλασσα.
Τόσα χρόνια …
Δεν τόλμησε να σαλπάρει.
Έκλεισε τα μάτια κι ένα δάκρυ κύλησε στο χώμα.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Ζεϊμπέκικο / Μπουράνη Λίλιαν



Την ώρα που ενδύεσαι
το ιερό σου σχήμα
κι αριστερόστροφα
κυκλώνεις τον βωμό
ζυγίζοντας τα χέρια,
πότε σε αιώρηση αετός
και πότε Εσταυρωμένος,
σ’ αναγνωρίζω, άντρα.
Δρεπανωτά το σώμα σου
την ήττα όταν θερίζει
σε πίνω απ΄τον ιδρώτα
κι απ΄ του γονάτου, σ΄αγαπώ,
το σπάσιμο,
μετρώντας
εννιά φορές το μπόι σου
κι εννιά φορές την πτώση.

Απ’ όλα μου τα ονόματα,
χόρεψε
το Ευδοκία.

Η πλατεία των ταύρων: Ποιητική Συλλογή του Βαγγέλη Αλεξόπουλου από τις Εκδόσεις Οδός Πανός, 2017


Η έκτη αίσθηση

 

Και με τις έξι τις αισθήσεις
σε εγρήγορση
κυκλοφορώ κάθε απόγευμα
στις φλέβες σου,
σαν
speedball
σε χτυπάω στο κεφάλι
που σου χαρίζει
τη γαμημένη, την έκτη αίσθηση
και που την κρύβεις
–πρόσωπο στο μαξιλάρι–
μέσα σε κυψελίδες άνθρακα.

Είναι η ψυχή που τριγυρνάει
του χαμαιλέοντα
σαν του Οδυσσέα
το μάταιο ταξίδι.

Πάντα κοφτές οι αναπνοές
–φταίει το άσθμα μου–
και ο
Dylan Thomas
που αρνείται
το οξυγόνο.

 

 

**

 

Πορεία

Τα φέρετρα στοιβαγμένα ομοιόμορφα
πορεύονται
Καθώς προσπερνάς
μην πετάς το δαχτυλίδι στη θάλασσα
Το κύμα φθείρει βασανιστικά
Να το λιώσεις
Να το κάνεις σφαίρα

Δεν γνωρίζω τα τελευταία λόγια του Pascal.

 

**

Η σκόνη

Μαύρισαν τα πνευμόνια μου,
κάθε μέρα αναπνέω
τη σκόνη
των προγόνων μου.


Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Οι επιθυμίες /Ελένη Αλεξίου

Ξέμαθαν να περπατούν

Μπουσουλάνε σαν προσκυνητές

Σέρνονται σαν χελώνες

Οι αμαρτίες τους βαρύ καβούκι

Στο ξέφωτο ελπίζουν για το θαύμα

Πριν τη χειμερία νάρκη

Να ξαναγίνουνε λαγοί.


Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ποιητές που αγαπούν τη σελίδα «Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου» στο Facebook με ένα τυχαίο ποίημά τους

 


Αρτέμης Αξαρχής

 

Όταν μου χαμογέλασες.

Έντυσες αστερόσκονη

την άχαρη ζωή μου

ο ήλιος βγήκε δίπλα μου,

ολόθερμη αγκαλιά.

Σπινθηροβόλα η ζωή

ξανάγινε ψυχή μου

όταν μου χαμογέλασες,

ένα πρωί γλυκά.

Καμπάνα αργυρόηχη

στο στήθος μου δονούσε

έντονα, ακανόνιστα

και πάλι η καρδιά.

Μια πανδαισία αλλιώτικη

θαρρείς, με προσκαλούσε

γιατί μου χαμογέλασες,

ένα πρωί γλυκά.

Έκτοτε όλα γύρω μου

γιορτάζουνε στην φύση.

Γεμίσανε ηχοχρώματα

τα γκρι της μοναξιάς.

Άνοιξη αδιάλειπτη

διαρκώς με πλημυρίζει

καθώς, σ’ έχω δίπλα μου

χαρά μου και γελάς!

 

**

 

Πάμπος Βοσκαρίνης

 

Τ ο υ Τ ε ι ρ ε σ ί α

.

Μ’ ακούμπησε απαλά στον ώμο

και μου ψιθύρισε στ’ αυτί

Μόνον αν τολμήσεις

κατάματα το φως να ιδείς

αρκετά ώστε να σε τυφλώσει

τότε και μόνον τότε θα μπορέσεις

πίσω από το φως

την άρρητη αλήθεια ν’ αντικρίσεις

που δεν μπορούν να δουν αρτιμελείς

Κι εγώ

δεν αναγνώρισα αφού τον Τειρεσία

ούτε και πως

προσπάθαε τον δρόμο να μου δείξει

συνέχισα

να περπατώ αργά κοιτώντας κατά γης

πιστεύοντας πως οδηγώ

τον αβοήθητο τυφλό

**

 

Κωνσταντίνος Γεωργίου

 

ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Πέντε εἶναι τὰ πρωταρχικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς:

Χῶμα καὶ Νερό,

Ἀέρας καὶ Φωτιά,

Ἐσύ.

 

 

**

Γιώργος Καραγιάννης

 

ΠΙΚΡΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

 

Κι αφού όλα τελειώσαν

θα γυρίζουμε γύρω απ’ το βουνό μας

πότε με συννεφιά πότε με ήλιο.

Μόνοι θ’ αγγίζουμε τα άνθη που ξαναγγίξαμε

αλλά μόνο την πρώτη φορά θα θυμόμαστε...

Τότε που μας ένωνε η αγάπη.

Τώρα κλείνουμε τις βαλίτσες και τις ξανανοίγουμε

αλλά δε βρίσκουμε νόημα

αν θα φύγουμε ή θα μείνουμε.

Μας κυνηγούν και τη μέρα εφιάλτες.

Αλλά κατά βάθος

μας πνίγει κι ένα παράπονο:

Πώς μας γλίστρησε απ’ τα χέρια μας

το καλύτερο όνειρο;

 

**

 

Κώστας Καρούζος

 

ΟΠΤΑΣΙΑ ΙΟΥΛΙΟΥ

 

Άνθη γέμισαν οι σχισμές της νύχτας,

φύλλα-δάχτυλα-κορμούς και πλήκτρα

κι΄ο τόπος ηλιοτρόπια κι άστρα !

Στο μεσόφρυδό σου κρύφτηκε η σιωπή !

Όταν βραδυάζει το κορμί σου

κορμός δένδρου γίνεται

μ΄ένα κρυφό δειλινό στη φυλλωσιά του.

Ο Μπραμς κουρδίζει τους ήχους

χωρίς νηολόγιο πλεύσης.

Τα πλήκτρα μόνα τους αναπνέουν

την αδρανή σονάτα των δαχτύλων σου.

Το μεσονύχτιο κάδρο σου

γεννάει κλάδους-ήχους-δάχτυλα

κι΄αέρινη οπτασία φωτός !

Στη δικάσιμο της ύπαρξής μου έφερες

το ομοίωμα της μέρας σ΄ένα πινάκιο !

Έρρεαν τα δάχτυλά σου σιωπή κι΄οδύνη

κι΄αδέσποτη γλυκιά κορμοστασιά !

Της αρετής και της σοφίας το δίκιο

δεν αλλάζει το βράδιασμα του κορμιού σου !

Πάλι στάζει δάκρυ το πέλαγος

και πλησιάζω, σαν άγγιγμα πλήκτρου,

το ηλιοτρόπιο των δαχτύλων σου,

ραμφίζοντας κι εγκαλώντας την επομένη !

 

 

**

Ντέμης Κωνσταντινίδης

 

Κάθε επανάσταση εγκαθιδρύει

ένα καινούργιο καθεστώς.

Εκεί που πριν υπήρχε εκμετάλλευση,

η εκμετάλλευση βαφτίζεται

κάπως αλλιώς.

Πηγαίνουν περίπατο οι διακηρύξεις,

οι καλές προθέσεις αυτοκτονούν.

Καρποί τόσων κόπων δεν προλαβαίνουν

να ενηλικιωθούν.

Οι επιτήδειοι φροντίζουν γι' αυτό.

Γίνονται η φρικτή νομενκλατούρα

που χτίζει συλλογικούς εφιάλτες,

απεχθή κολαστήρια. Και, προπαντός,

την υστεροφημία της.

 

 

 

 

**

Ιωάννης Μασμανίδης

 

 

ΑΝΤΙΟ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ

 

Ξέρεις

ἡ ἐγκατάλειψη πλημμυρίζει τὰ μάτια μου

τὸ ἀντίο της

σκαλίζει κάθε μέρα τὴν πληγὴ

παγώνει καὶ τὰ ματόκλαδα

ἐκπέμπει ἀνημποριὰ

στὸ ἀνεπούλωτο τραῦμα παραμιλάει συνεχῶς

σπάζει στὴ χούφτα μου ἕνα ποτήρι

πικρίζει στὰ χείλια τὸ κρασὶ μου

τὴ σιωπὴ τῶν λογισμῶν

ἀναταράσσει

Ξέρεις

Μὲ τὴν ἀπόγνωση

χτυπᾶ τὰ τζάμια

Τὸ σῶμα ἄδικα περιμένει

κρυώνει

κρυώνει πολὺ

Χειμώνας ἔρχεται βαρὺς

Μεθυσμένη μένει ἡ ψυχὴ μου

σαπίζει μέσα στὰ λασπόνερα

στὸ χθές στὸ τώρα

μπορεῖ καὶ στὸ αὔριο ποὺ

γοργὰ τώρα ἴδιο γίνεται πάλι

Μὲ τὰ μάτια μισόκλειστα

τὰ χείλια προτεταμένα

στὴν παγωνιά τοῦ μάταιου ΓΙΑΤΙ

πληγιάζω

Ξέρεις καλὰ de facto μου

τὸ κορμὶ μου τώρα

ἀσφυκτιώντας στοὺς κα·υ·μοὺς

ἀργὸ λίκνισμα θανάτου τὸ πῆρε

ἡ σκέψη βουβὴ

ἀνυπάκουη οὐρανοδρομεῖ

γύρισε τὴν πλάτη

στὴ λογικὴ

Ξέρεις ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ μου

τὰ λόγια της στό τραπεζάκι μας ἐκεῖ γύρω γύρω

στὶς μεσοτοιχίες ἀκόμη τῶν τοίχων σου

στὴν ξύλινη ἐπιφάνεια μὲ τὴ μοκέτα τὴ μώβ

τὴν ἀγαπημένη

κομμάτια μνήμης ἄταφα

κατακλυσμένα ἀπὸ ριγηλὴ τρυφερότητα

ριγμένα καταγῆς τώρα πονοῦν

φοβᾶμαι μὴν μὴν τὰ πατήσουν

Ξέρεις

σκόρπιοι ἄνθρωποι

μὲ ποντίζουν ἀργὰ ἀργὰ στὴ σιωπὴ

στὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς μου

λένε ἀντίο- μαχαιριὲς

καὶ γὼ δέν ξέρω τελικὰ

ἀπὸ ποιὰ λαβωματιὰ ἐκπορεύεται ὁ κὰθε πόνος

Λέκιασε ἡ ψυχὴ μου

τείνοντας ὁλοένα νὰ τὴν ἀγκαλιάσουν

λέκιασε

στὰ σύνορα τοῦ τίποτα

στοὺς ἔρωτες ποὺ ξεραίνονται

ποὺ μηδενίζουν

τὴ μαγεύει ὁ θάνατος τώρα

πῶς διψᾶς γιὰ ζωὴ

ἔτσι τὸν διψᾶ

Ἀντίο

μπορῶ θαρρεῖς ἀκόμα

νὰ γίνω ζωντανὸς

βουβαίνοντας τόσες λύπες

χαμηλὰ τά στήθια μου

πῶς νὰ χωρέσουν τόσους νεκρούς

ἀντίο καὶ σέ σένα de facto μου

ἀγαπημένο ἀντίο

ἀντίο

 

**

Λεωνίδας Οικονομίδης

 

ΠΑΛΙΕΣ ΦΙΛΙΕΣ

 

Στη ζύμωση του χρόνου

μεστώνοντας

οι παλιές φιλίες

κοινωνούν

το κρασί της πίστης

Μέσα στ’ άσπρα μαλλιά

σμήνη γλάρων

νοσταλγικές οπτασίες

ταξιδεύουν

οι αναμνήσεις

Κι αν στεγνές ειν’ οι ώρες

τα αλλοτινά γέλια

ρέουν ακόμα

φουσκώνοντας

το ποτάμι της φιλίας

 

 

**

Γιάννης Τάτσης

 

ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ

 

Τα αγάλματα κοιτάζουν με το αγέρωχο βλέμμα τους,

αναστενάζουν.

Η δάφνη της δόξας βρίσκεται στα πόδια τους,

διαμαρτύρονται:

«Η ιστορία δε σας δίδαξε, δε σας διδάσκει.

Δε θέλουμε άλλους πέτρινους συντρόφους,

δε θέλουμε δάφνες και μυρτιές, περιστέρια θέλουμε

περιστέρια να συντροφεύουν των καιρών τα γυρίσματα.

Χαρές και γέλια να ακούγονται παντού.

Ο βοριάς φυσάει και κύματα σηκώνει,

τη ζωή σας παγώνει, δεν το νιώθετε ;

Ανοίξτε τις πόρτες να ζεσταθείτε από τον ανατέλλοντα ήλιο.

Η μνήμη της ημέρας δεν είναι για επίδειξη,

είναι ημέρα προβληματισμού, ύπαρξης, κρίσεων

ημέρα ελευθερίας, ισότητας, δημοκρατίας.

Αφήστε τα περιστέρια να πετάξουν στους ορίζοντες,

πάψτε να τα τρομάζετε με τους οδυρμούς των τανκς

και τους κρότους των αεροπλάνων.

Η λύση του πάζλ βρίσκετε στο μείγμα

του άσπρου, του μαύρου και του κίτρινου χρώματος.

Δέστε τα χέρια για να μείνει άδυτος ο ήλιος

να φωτίζει τους δρόμους σας και τα σκότη.

Ακουμπήστε στο θείο μήνυμα της αγάπης.

Το φως και η αγάπη είναι η ζωή

το σκοτάδι και το μίσος αδιέξοδος.»

 

 

 

**

Πέτρος Τσερκέζης

 

ΛΕΙΠΕΙΣ ΕΣΥ, ΛΕΙΠΩ ΕΓΩ, ΛΕΙΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ…

 

Ο παπαγάλος που αγόρασα για σένα, o Πρίγκιπας του κλουβιού, δε μιλάει πια δεν κελαηδάει. Ξέχασε να προφέρει τ’ όνομά σου. Ξέχασε και το δικό μου, βέβαια, ξέχασε τα «σ’ αγαπώ» και τα «γεια σου»! Πάει κι έρχεται στο κλουβί τσιμπολογώντας σποράκια απόγνωσης. Κάπου-κάπου χτυπάει τα φτερά του στο αμυδρό φως του δειλινού σαν αποχαιρετισμό στο άπειρο. (Τίποτα δε μοιάζει πια με τη χαρά του ερχομού σου. Χτυπούσαν τα φωτεινά τους φτερά οι φανοστάτες στο δρόμο σαν στη χαρά της γέννησης και άστραφταν όλοι οι καθρέφτες).

Ένα βιολί παίζει σαν να ξεφυλλίζει με αόρατα δάχτυλα τo ημερολόγιo άλλης εποχής. Μια χαμογελαστή μαργαρίτα κομμένη από τα παιδικά λιβάδια μαράθηκε ξεχασμένη σε κάποιο βιβλίο, σε κάποια μεταξωτά κεντίδια και στο υφάδι ενός ονείρου. Έχασε το χαμόγελό της περιμένοντας εσένα. Τέσσερις πικρές λέξεις: Δε μ’ αγαπά πια! Σαν σφυρίγματα φιδιών, σαν τέσσερες σφαίρες που κόβουν την ανάσα της ζωής.

Τους κήπους και τα πάρκα τους παρέδωσα στο φθινόπωρο. Δεν ξέρω αν θ’ ανθίσουν πια, πότε και γιατί; Σε ποια διεύθυνση να σου ταχυδρομήσω μια επιστολή, μια κάρτα, μια ευχή; Σε ποιον αριθμό να σου τηλεφωνήσω. Μηνύματα από αστραπές παίρνω μόνο και κεραυνοβολήματα. Τα τηλέφωνα έμειναν κωφάλαλα.

Αποδημούν και επιστρέφουν τα πουλιά αφήνοντας μεταξύ μας χειμώνες και έρημους. Τα δέντρα του δρόμου που περνώ συλλογίζονται, λες και φυλλομετρούν τις σκέψεις μου, τους κενούς μήνες, τα τυραννισμένα χρόνια που πέρασαν χωρίς ίχνη. Άγριες μουσικές βοριάδων αχούν στα αυτιά τους.

Λείπεις εσύ, λείπω κι εγώ, λείπει ο κόσμος. Και το βιολί παίζει λες και προσπαθεί να γρατζουνίσει μια πληγή. Την ξεχασμένη σονάτα μιας εποχής.

 

 

**

Χριστάκης Χαραλάμπους

 

Έρημη πόλη

 

Το σκοτάδι που έπεσε βαρύ

οι δρόμοι άδειασαν γρήγορα

τρέχει ο κόσμος να κρυφτεί

να ξεφύγει από την ρουτίνα

κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους

μπας και βρει την πολυπόθητη γαλήνη