Αρτέμης Αξαρχής
Όταν μου χαμογέλασες.
Έντυσες αστερόσκονη
την άχαρη ζωή μου
ο ήλιος βγήκε δίπλα μου,
ολόθερμη αγκαλιά.
Σπινθηροβόλα η ζωή
ξανάγινε ψυχή μου
όταν μου χαμογέλασες,
ένα πρωί γλυκά.
Καμπάνα αργυρόηχη
στο στήθος μου δονούσε
έντονα, ακανόνιστα
και πάλι η καρδιά.
Μια πανδαισία αλλιώτικη
θαρρείς, με προσκαλούσε
γιατί μου χαμογέλασες,
ένα πρωί γλυκά.
Έκτοτε όλα γύρω μου
γιορτάζουνε στην φύση.
Γεμίσανε ηχοχρώματα
τα γκρι της μοναξιάς.
Άνοιξη αδιάλειπτη
διαρκώς με πλημυρίζει
καθώς, σ’ έχω δίπλα μου
χαρά μου και γελάς!
**
Πάμπος Βοσκαρίνης
Τ ο υ Τ ε ι ρ ε σ ί α
.
Μ’ ακούμπησε απαλά στον ώμο
και μου ψιθύρισε στ’ αυτί
Μόνον αν τολμήσεις
κατάματα το φως να ιδείς
αρκετά ώστε να σε τυφλώσει
τότε και μόνον τότε θα μπορέσεις
πίσω από το φως
την άρρητη αλήθεια ν’ αντικρίσεις
που δεν μπορούν να δουν αρτιμελείς
Κι εγώ
δεν αναγνώρισα αφού τον Τειρεσία
ούτε και πως
προσπάθαε τον δρόμο να μου δείξει
συνέχισα
να περπατώ αργά κοιτώντας κατά γης
πιστεύοντας πως οδηγώ
τον αβοήθητο τυφλό
**
Κωνσταντίνος Γεωργίου
ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Πέντε εἶναι τὰ πρωταρχικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς:
Χῶμα καὶ Νερό,
Ἀέρας καὶ Φωτιά,
Ἐσύ.
**
Γιώργος Καραγιάννης
ΠΙΚΡΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Κι αφού όλα τελειώσαν
θα γυρίζουμε γύρω απ’ το βουνό μας
πότε με συννεφιά πότε με ήλιο.
Μόνοι θ’ αγγίζουμε τα άνθη που ξαναγγίξαμε
αλλά μόνο την πρώτη φορά θα θυμόμαστε...
Τότε που μας ένωνε η αγάπη.
Τώρα κλείνουμε τις βαλίτσες και τις ξανανοίγουμε
αλλά δε βρίσκουμε νόημα
αν θα φύγουμε ή θα μείνουμε.
Μας κυνηγούν και τη μέρα εφιάλτες.
Αλλά κατά βάθος
μας πνίγει κι ένα παράπονο:
Πώς μας γλίστρησε απ’ τα χέρια μας
το καλύτερο όνειρο;
**
Κώστας Καρούζος
ΟΠΤΑΣΙΑ ΙΟΥΛΙΟΥ
Άνθη γέμισαν οι σχισμές της νύχτας,
φύλλα-δάχτυλα-κορμούς και πλήκτρα
κι΄ο τόπος ηλιοτρόπια κι άστρα !
Στο μεσόφρυδό σου κρύφτηκε η σιωπή !
Όταν βραδυάζει το κορμί σου
κορμός δένδρου γίνεται
μ΄ένα κρυφό δειλινό στη φυλλωσιά του.
Ο Μπραμς κουρδίζει τους ήχους
χωρίς νηολόγιο πλεύσης.
Τα πλήκτρα μόνα τους αναπνέουν
την αδρανή σονάτα των δαχτύλων σου.
Το μεσονύχτιο κάδρο σου
γεννάει κλάδους-ήχους-δάχτυλα
κι΄αέρινη οπτασία φωτός !
Στη δικάσιμο της ύπαρξής μου έφερες
το ομοίωμα της μέρας σ΄ένα πινάκιο !
Έρρεαν τα δάχτυλά σου σιωπή κι΄οδύνη
κι΄αδέσποτη γλυκιά κορμοστασιά !
Της αρετής και της σοφίας το δίκιο
δεν αλλάζει το βράδιασμα του κορμιού σου !
Πάλι στάζει δάκρυ το πέλαγος
και πλησιάζω, σαν άγγιγμα πλήκτρου,
το ηλιοτρόπιο των δαχτύλων σου,
ραμφίζοντας κι εγκαλώντας την επομένη !
**
Ντέμης Κωνσταντινίδης
Κάθε επανάσταση εγκαθιδρύει
ένα καινούργιο καθεστώς.
Εκεί που πριν υπήρχε εκμετάλλευση,
η εκμετάλλευση βαφτίζεται
κάπως αλλιώς.
Πηγαίνουν περίπατο οι διακηρύξεις,
οι καλές προθέσεις αυτοκτονούν.
Καρποί τόσων κόπων δεν προλαβαίνουν
να ενηλικιωθούν.
Οι επιτήδειοι φροντίζουν γι' αυτό.
Γίνονται η φρικτή νομενκλατούρα
που χτίζει συλλογικούς εφιάλτες,
απεχθή κολαστήρια. Και, προπαντός,
την υστεροφημία της.
**
Ιωάννης Μασμανίδης
ΑΝΤΙΟ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ
Ξέρεις
ἡ ἐγκατάλειψη πλημμυρίζει τὰ μάτια μου
τὸ ἀντίο της
σκαλίζει κάθε μέρα τὴν πληγὴ
παγώνει καὶ τὰ ματόκλαδα
ἐκπέμπει ἀνημποριὰ
στὸ ἀνεπούλωτο τραῦμα παραμιλάει συνεχῶς
σπάζει στὴ χούφτα μου ἕνα ποτήρι
πικρίζει στὰ χείλια τὸ κρασὶ μου
τὴ σιωπὴ τῶν λογισμῶν
ἀναταράσσει
Ξέρεις
Μὲ τὴν ἀπόγνωση
χτυπᾶ τὰ τζάμια
Τὸ σῶμα ἄδικα περιμένει
κρυώνει
κρυώνει πολὺ
Χειμώνας ἔρχεται βαρὺς
Μεθυσμένη μένει ἡ ψυχὴ μου
σαπίζει μέσα στὰ λασπόνερα
στὸ χθές στὸ τώρα
μπορεῖ καὶ στὸ αὔριο ποὺ
γοργὰ τώρα ἴδιο γίνεται πάλι
Μὲ τὰ μάτια μισόκλειστα
τὰ χείλια προτεταμένα
στὴν παγωνιά τοῦ μάταιου ΓΙΑΤΙ
πληγιάζω
Ξέρεις καλὰ de facto μου
τὸ κορμὶ μου τώρα
ἀσφυκτιώντας στοὺς κα·υ·μοὺς
ἀργὸ λίκνισμα θανάτου τὸ πῆρε
ἡ σκέψη βουβὴ
ἀνυπάκουη οὐρανοδρομεῖ
γύρισε τὴν πλάτη
στὴ λογικὴ
Ξέρεις ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ μου
τὰ λόγια της στό τραπεζάκι μας ἐκεῖ γύρω γύρω
στὶς μεσοτοιχίες ἀκόμη τῶν τοίχων σου
στὴν ξύλινη ἐπιφάνεια μὲ τὴ μοκέτα τὴ μώβ
τὴν ἀγαπημένη
κομμάτια μνήμης ἄταφα
κατακλυσμένα ἀπὸ ριγηλὴ τρυφερότητα
ριγμένα καταγῆς τώρα πονοῦν
φοβᾶμαι μὴν μὴν τὰ πατήσουν
Ξέρεις
σκόρπιοι ἄνθρωποι
μὲ ποντίζουν ἀργὰ ἀργὰ στὴ σιωπὴ
στὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς μου
λένε ἀντίο- μαχαιριὲς
καὶ γὼ δέν ξέρω τελικὰ
ἀπὸ ποιὰ λαβωματιὰ ἐκπορεύεται ὁ κὰθε πόνος
Λέκιασε ἡ ψυχὴ μου
τείνοντας ὁλοένα νὰ τὴν ἀγκαλιάσουν
λέκιασε
στὰ σύνορα τοῦ τίποτα
στοὺς ἔρωτες ποὺ ξεραίνονται
ποὺ μηδενίζουν
τὴ μαγεύει ὁ θάνατος τώρα
πῶς διψᾶς γιὰ ζωὴ
ἔτσι τὸν διψᾶ
Ἀντίο
μπορῶ θαρρεῖς ἀκόμα
νὰ γίνω ζωντανὸς
βουβαίνοντας τόσες λύπες
χαμηλὰ τά στήθια μου
πῶς νὰ χωρέσουν τόσους νεκρούς
ἀντίο καὶ σέ σένα de facto μου
ἀγαπημένο ἀντίο
ἀντίο
**
Λεωνίδας Οικονομίδης
ΠΑΛΙΕΣ ΦΙΛΙΕΣ
Στη ζύμωση του χρόνου
μεστώνοντας
οι παλιές φιλίες
κοινωνούν
το κρασί της πίστης
Μέσα στ’ άσπρα μαλλιά
σμήνη γλάρων
νοσταλγικές οπτασίες
ταξιδεύουν
οι αναμνήσεις
Κι αν στεγνές ειν’ οι ώρες
τα αλλοτινά γέλια
ρέουν ακόμα
φουσκώνοντας
το ποτάμι της φιλίας
**
Γιάννης Τάτσης
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ
Τα αγάλματα κοιτάζουν με το αγέρωχο βλέμμα τους,
αναστενάζουν.
Η δάφνη της δόξας βρίσκεται στα πόδια τους,
διαμαρτύρονται:
«Η ιστορία δε σας δίδαξε, δε σας διδάσκει.
Δε θέλουμε άλλους πέτρινους συντρόφους,
δε θέλουμε δάφνες και μυρτιές, περιστέρια θέλουμε
περιστέρια να συντροφεύουν των καιρών τα γυρίσματα.
Χαρές και γέλια να ακούγονται παντού.
Ο βοριάς φυσάει και κύματα σηκώνει,
τη ζωή σας παγώνει, δεν το νιώθετε ;
Ανοίξτε τις πόρτες να ζεσταθείτε από τον ανατέλλοντα
ήλιο.
Η μνήμη της ημέρας δεν είναι για επίδειξη,
είναι ημέρα προβληματισμού, ύπαρξης, κρίσεων
ημέρα ελευθερίας, ισότητας, δημοκρατίας.
Αφήστε τα περιστέρια να πετάξουν στους ορίζοντες,
πάψτε να τα τρομάζετε με τους οδυρμούς των τανκς
και τους κρότους των αεροπλάνων.
Η λύση του πάζλ βρίσκετε στο μείγμα
του άσπρου, του μαύρου και του κίτρινου χρώματος.
Δέστε τα χέρια για να μείνει άδυτος ο ήλιος
να φωτίζει τους δρόμους σας και τα σκότη.
Ακουμπήστε στο θείο μήνυμα της αγάπης.
Το φως και η αγάπη είναι η ζωή
το σκοτάδι και το μίσος αδιέξοδος.»
**
Πέτρος Τσερκέζης
ΛΕΙΠΕΙΣ ΕΣΥ, ΛΕΙΠΩ ΕΓΩ, ΛΕΙΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ…
Ο παπαγάλος που αγόρασα για σένα, o Πρίγκιπας του κλουβιού, δε μιλάει πια δεν κελαηδάει. Ξέχασε να προφέρει τ’
όνομά σου. Ξέχασε και το δικό μου, βέβαια, ξέχασε τα «σ’ αγαπώ» και τα «γεια
σου»! Πάει κι έρχεται στο κλουβί τσιμπολογώντας σποράκια απόγνωσης. Κάπου-κάπου
χτυπάει τα φτερά του στο αμυδρό φως του δειλινού σαν αποχαιρετισμό στο άπειρο.
(Τίποτα δε μοιάζει πια με τη χαρά του ερχομού σου. Χτυπούσαν τα φωτεινά τους
φτερά οι φανοστάτες στο δρόμο σαν στη χαρά της γέννησης και άστραφταν όλοι οι
καθρέφτες).
Ένα βιολί παίζει σαν να ξεφυλλίζει με αόρατα δάχτυλα τo ημερολόγιo άλλης εποχής. Μια χαμογελαστή μαργαρίτα κομμένη από τα παιδικά λιβάδια
μαράθηκε ξεχασμένη σε κάποιο βιβλίο, σε κάποια μεταξωτά κεντίδια και στο υφάδι
ενός ονείρου. Έχασε το χαμόγελό της περιμένοντας εσένα. Τέσσερις πικρές λέξεις:
Δε μ’ αγαπά πια! Σαν σφυρίγματα φιδιών, σαν τέσσερες σφαίρες που κόβουν την
ανάσα της ζωής.
Τους κήπους και τα πάρκα τους παρέδωσα στο φθινόπωρο. Δεν
ξέρω αν θ’ ανθίσουν πια, πότε και γιατί; Σε ποια διεύθυνση να σου ταχυδρομήσω
μια επιστολή, μια κάρτα, μια ευχή; Σε ποιον αριθμό να σου τηλεφωνήσω. Μηνύματα
από αστραπές παίρνω μόνο και κεραυνοβολήματα. Τα τηλέφωνα έμειναν κωφάλαλα.
Αποδημούν και επιστρέφουν τα πουλιά αφήνοντας μεταξύ μας
χειμώνες και έρημους. Τα δέντρα του δρόμου που περνώ συλλογίζονται, λες και
φυλλομετρούν τις σκέψεις μου, τους κενούς μήνες, τα τυραννισμένα χρόνια που
πέρασαν χωρίς ίχνη. Άγριες μουσικές βοριάδων αχούν στα αυτιά τους.
Λείπεις εσύ, λείπω κι εγώ, λείπει ο κόσμος. Και το βιολί
παίζει λες και προσπαθεί να γρατζουνίσει μια πληγή. Την ξεχασμένη σονάτα μιας
εποχής.
**
Χριστάκης Χαραλάμπους
Έρημη πόλη
Το σκοτάδι που έπεσε βαρύ
οι δρόμοι άδειασαν γρήγορα
τρέχει ο κόσμος να κρυφτεί
να ξεφύγει από την ρουτίνα
κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους
μπας και βρει την πολυπόθητη γαλήνη
Να είσαι καλά φίλε Δημήτρη με τις όμορφες ιδέες σου. Πάντοτε πνευματικές επιτυχίες.
ΑπάντησηΔιαγραφή