Σελίδες

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Δημήτριος Γκόγκας: «Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»







ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!

**

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Ο Ανδρέας άπλωσε τα καπακλούδια
πάνω στο λερωμένο τραπέζι.
Η Μαρία γέμισε με ψίχουλα τις συγνώμες της.
Ο αυτόματος φωτισμός τρεμόπαιζε στους λερωμένους ανεμιστήρες.
Ο κάδος απορριμμάτων ανέδυε την μυρωδιά των στομάχων
την ασχήμια της εργασίας, τους φόβους.
Ο νεροχύτης βούλωνε συχνά από τα αποφάγια  
την συμπεριφορά της τυφλής υπευθύνου, την αλαζονεία της.
Το μαύρο τηλέφωνο της εταιρείας δίπλα από τον βρώμικο νεροχύτη.
Κάθε που χτυπούσε- και χτυπούσε συχνά- ένας απολυόταν.

**


ΜΟΝΑΞΙΑ

Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα,
για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:
«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»

**
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες  πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.

Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄  την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, 
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.




Από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών / Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ/ 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου