Οι παλαιοί εαυτοί μου
Που πήγαν όλοι, που χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
που πήγαν, που χάθηκαν;
Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους,
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
Σκύλε
Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μεσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδερφός πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.
Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.
Σύλβια Πλαθ
Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του̇
αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο, ματωμένο.
Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
Ήχοι βημάτων ακαθόριστων, επισκέψεων θανάτου.
Μουσική κλαγγή ξύλου, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρυα, παρελθόν, ενάργεια, μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου