Σύνοψη
Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά
Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ' αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ' την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο...
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος
Φυσικά
Φαντάζομαι το χέρι της.
Να μεθοδεύει την παραφορά
τραγούδια μυστικά διαλέγοντας,
να ξεσκονίζει μνήμες
να χαϊδεύει νότες.
Αχ να 'μουν νότα, έστω τραυλή,
έστω θραυσμένη,
χάδι το χέρι της να μου δωρίσει πύρινο
ώς την απανθράκωση.
Φαντάζομαι τα μάτια της.
Να συννεφιάζουν, να πανηγυρίζουνε,
να λάμπουν, ολόγιομα να λάμπουν
ακούγοντας τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς,
παιδί παιδάκι ο χρόνος
και να κολυμπάει στην υγρασία τους.
Αχ να 'μουν τραγούδι να με πει
να με στολίσει,
να μ' ευλογήσει ο ρυθμός της
την ψυχή να λύσει.
Φαντάζομαι το δάκρυ της. Δακρύζω.
Στο γέλιο της γελώ και θριαμβεύω.
Φαντάζομαι την πίκρα της. Ραγίζω.
Και μέσα απ' τις ρωγμές μου ταξιδεύω.
Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά
Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ' αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ' την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο...
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος
Φυσικά
Φαντάζομαι το χέρι της.
Να μεθοδεύει την παραφορά
τραγούδια μυστικά διαλέγοντας,
να ξεσκονίζει μνήμες
να χαϊδεύει νότες.
Αχ να 'μουν νότα, έστω τραυλή,
έστω θραυσμένη,
χάδι το χέρι της να μου δωρίσει πύρινο
ώς την απανθράκωση.
Φαντάζομαι τα μάτια της.
Να συννεφιάζουν, να πανηγυρίζουνε,
να λάμπουν, ολόγιομα να λάμπουν
ακούγοντας τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς,
παιδί παιδάκι ο χρόνος
και να κολυμπάει στην υγρασία τους.
Αχ να 'μουν τραγούδι να με πει
να με στολίσει,
να μ' ευλογήσει ο ρυθμός της
την ψυχή να λύσει.
Φαντάζομαι το δάκρυ της. Δακρύζω.
Στο γέλιο της γελώ και θριαμβεύω.
Φαντάζομαι την πίκρα της. Ραγίζω.
Και μέσα απ' τις ρωγμές μου ταξιδεύω.
Στην ξενιτιά της γλώσσας
Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά
και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε
φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.
Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
καν δεν τη διακρίνουν
Γι αυτό κι ελευτθερώνει ερμητικό τον ήχο της.
Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί
της γλώσσας και του δέρματος
δεσμεύουν τη φωνή τους
αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.
Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων
παίρνεις να γράφεις σιωπηρά,
δίχως χαρτί ή μολύβι,
λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,
έχει ραγίσει ο ρυθμός,
κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ το αγενεολόγητο: «Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»
σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.
Ιθαγενής του κενού,
μετράς, διπλή- τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ ους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι.
Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτα που τον ζητάς
μόνον για να τον χάσεις.
Νταλκάς
Τον έρωτα σε λέξη μια πώς να τον καταφέρω,
πάντως πιο ταιριαστός μου φαίνεται ο σεβντάς,
όχι σεκλέτι ή ντέρτι. Αγρίως υποφέρω
μα στην αγάπη δεν χωράει «ταν ή επί τας».
Δεν είναι δίλημμα η αγάπη, είναι σπαραγμός,
κι όταν μιλιέται κι όταν άρρητα πονάει.
Δεν είναι λίμνη η αγάπη, είναι ποταμός,
κι αν καμωθείς το βράχο, σε σαρώνει όπως ξεσπάει.
Σεβντάς, λοιπόν, λαχτάρα που αγριεύει,
και ρήματα σοφίζεται και μουσική
όταν με το κενό και την απόσταση παλεύει,
κι ας ξέρει πως αγιάτρευτη η πληγή.
Νταλκάς, σεβντάς και ντέρτι και σεκλέτι
– α, γλώσσα ωραία, πλούσια ελληνική.
Γλώσσα του έρωτα του κόσμου όλες οι γλώσσες
– κι όλες μαζί λαβαίνουν νόημα απ’ τη σιωπή.
Ανώνυμο
Α μωρέ Πάνο
Πόσα τραγούδια θ’ απομείνουν ατραγούδιστα
και πόσοι στάσιμοι χοροί
ματαιωμένοι.
Κι ας επιμένει η γλώσσα
να γυρνάει λέξεις και μουσικές σαν ξόρκια
Κι ας δοκιμάζει το κορμί να εγερθεί
και να κινήσει
Βουβά θα μείνουν τα τραγούδια μας
μωρέ Δήμο
το σώμα αργό
καθηλωμένο από της μνήμης το φαρμάκι
γιατί δε γίνονται χοροί χωρίς παρέα
και τα τραγούδια μας
συνδυό- συντρείς ή τίποτε
Κι είμαστε πια πληνδυό- πληντρεις
Κι είμαστε πια πλξνδυό- πληντρείς- πλην πόσοι
– είμαστε τάχα;
Και τα τραγούδια μας γυρνούν αυθόρμητα
σε μοιρολόι
μωρέ μάνα
σε μοιρολόι αδάκρυτο
Μόνο το αίμα του θυμού το υγραίνει
Το αίμα ενός πατέρα που υπήρξε λείποντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου