Σελίδες

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Χριστόφορος Τριάντης: Οι σκέψεις πονάνε







ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΧΡΩΜΑ

Το χρώμα της καλοκαιρινής μέρας που τελειώνει, απλώνεται στις γραμμές. Ένας έρωτας περιμένει τις λέξεις για να φανεί γενναίος. Τα φιλιά είναι το βραβείο του. Οι απλωμένες ακτίνες αλλάζουν την προοπτική και δημιουργούν –στιγμιαία- χάσμα απροσπέλαστο στη διατίμηση (κάθε είδους) και στη στερεοποιημένη χυδαιότητα (κάθε αξίας). Μορφώνουν ένα άνοιγμα για τα μάτια, πριν τα «υψηλά» εμπόδια. Και αυτόματα οι ώρες απομένουν νεκρές, ασήμαντες, πλησίον τού μοιραίου και της μικροϊστορίας. Οι σκέψεις πονάνε. Μα κάτι τέτοιες στιγμές ο παρατηρητής «ανακαλύπτει» το προπατορικό που γίνεται (συνειρμικά) νέο, πρωτόφαντο. Η ζωογόνα σκέψη δροσίζει έναν σωρό μνήμες. Οι χιλιάδες νοερές ιστορίες συναντώνται σε τούτη τη χρωματική αντανάκλαση, στο δειλινό άπλωμα. Εξωραΐζονται πληθυντικά, «κερδίζουν» λίγη μελαγχολική ευτυχία. Ο ποιητής γράφει για το απλωμένο χρώμα. Και η αποτύπωση γίνεται λεκτική μαρμαρυγή τού αντικόσμου, αποκρυσταλλωμένη ομορφιά. Κυλάει βαθιά στο αίμα. Πραγματώνει τη στοχαστική σωτηρία, τη μοναχική αντίδραση στις επιταγές του πεπρωμένου. Ένα σύμβολο, δίχως λέξεις και με λέξεις. Μια ανάσα τού καλοκαιριού ικανή να θρέψει τον υπόλοιπο χρόνο, να γεννήσει ψευδαισθήσεις, σύμμαχες της ψυχής, ερωτικά και αντικοσμικά.


**
ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Φιλήθηκαν με τα μάτια.
Δεν έγραψαν όμως ιστορία,
όπως είπανε
και οι ειδήμονες
που απασχολούνται
με τις ορθές επιθυμίες.
 Άλλαξαν μόνο
τις ερωτήσεις (για λίγο ),
που τέθηκαν απ’ αιώνων
 και αφορούσαν την απελπισία
ή την πίστη,
λόγω έρωτα.

**

Τ΄ ΑΓΑΛΜΑΤΑ

Μια νύχτα του Ιουνίου, κάπως μαγική είναι η αλήθεια, στο μουσείο του Λούβρου, στην πτέρυγα που βρίσκονταν τα αιγυπτιακά αγάλματα, οι φύλακες άκουσαν περίεργες μουσικές. Μουσική πανδαισία, χωρίς διακοπή. Ανήσυχοι, όπως επιτάσσει η εργασία τους για κάτι τέτοια συμβάντα, έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Αλλά μόλις έφτασαν στην πτέρυγα και προσπάθησαν να εισέλθουν στον χώρο (από την κεντρική είσοδο), μια απόκοσμη φωταψία τους εμπόδισε να προχωρήσουν. Κυριολεκτικά τυφλώθηκαν και οπισθοχώρησαν. Έμειναν χωρίς μιλιά. Τ’ αγάλματα είχαν ζωντανέψει και είχαν αποκτήσει ομιλία και κίνηση, ήταν σαν να εκπλήρωναν κάποια αρχαία προφητεία, χαμένη στον χρόνο.
Ο Ακενατόν με τη Νεφερτίτη χόρευαν μαζί με τον Όσιρι, τον Ώρο και την Ίσιδα. Μα και τ’ αγάλματα των άλλων πολιτισμών, του περσικού, του ελληνικού, του ινδικού, που βρίσκονταν στις γειτονικές πτέρυγες, κατέβηκαν από τα βάθρα τους, ολοζώντανα. Τ’ αγάλματα των πρώτων πολιτισμών της ανθρωπότητας, χαίρονταν για τη νέα τους ζωή και πέρα από τους χορούς και τα τραγούδια, άρχισαν να συνομιλούν μεταξύ τους, χωρίς να χρειάζονται μεταφραστές και ανθρώπινες παρεμβάσεις. Είχαν όμως και μια διαφωνία: ποιο άγαλμα έλαμπε περισσότερο. Οι φύλακες ήταν έντρομοι. Σχεδόν αμέσως το ‘βαλαν στα πόδια. Εξαφανίστηκαν από το μουσείο. Το Λούβρο λούστηκε από το φως της αιωνιότητας. Τ’ αγάλματα δεν έγιναν από γλύπτες, αλλά από το χέρι του Θεού. Ήρθε λοιπόν η ώρα ν’ αναστηθούν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου