της Ρένας Καθραίου
Ιούλιος
Γέμισε χρυσάφι ο κάμπος ,
γέμισαν τα μάτια θάμπος .
Φως το αλώνι του Αλωνάρη ,
ήλιο ξέχειλο και στάρι .
Τρεμουλιάζει, αχνός , η μέρα
μες στον διάφανον αιθέρα .
Και του τζίτζικα το πριόνι ,
όσο πάει και δυναμώνει .
Το θερμόμετρο ανεβαίνει ,
σπίτι του κανείς δε μένει .
Μπλουμ! Στη θάλασσα πηδάει
όλη η Ελλάδα κολυμπάει
***
του Γιάννη Ρίτσου
Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος)
***
του Οδυσσέα Ελύτη
Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το
καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι
ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω
στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με
την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,
τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.
Από
το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Μόνο πού ‘ναι
πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά
θέλεις να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από
τη φύση- άλλα θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος)
Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή
Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε πάει όνειρο χρυσό στους δρόμους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού
Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό
**
Ιούλιος πορθητής / Ηλίας Κατσούλης
Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή
Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε πάει όνειρο χρυσό στους δρόμους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού
Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό
**
Ιούλιος κι ο άνεμος / Λουδοβίκος των Ανωγείων
Ιούλιος κι ο άνεμος
δεν είναι `δω
Φτερούγισμα βεντάλιας
στο μπαλκόνι
Μα μια ανάμνηση παλιά
τα διπλωμένα μου πανιά
φουσκώνει
Θα δανειστώ του ναύτη
τη ματιά
με δάκρυ αλμυρό θέλω
να κλάψω
και κει στου πάθους
τ’ ανοιχτά
ό, τι με κούρασε θα το πετάξω
Θα βρω της νύχτας
το σκοπό
και με τη λύρα
του Ορφέα
μέσα στον ύπνο σου θα μπω
εσύ `σαι η αγάπη μου η ωραία
**
Κάποτε ο Ιούλης… / Εύα Νεοκλέους
Άκρως αποθαρρυντικά τα δεδομένα
πολλαπλών ματαιώσεων συνέχεια…
ο ήλιος του Ιούλη
κόντρα στο αξεδιάλυτο του ονείρου.
Κυμάτισμα ελπίδας
με την πρώτη άχνα της ανατολής.
Κατάθεση ψυχής
ανάμεσα στα φτερουγίσματα
των γλάρων
και των φιλιών το ατέλειωτο προσμένοντας.
Κάποτε ο Ιούλης τρελάθηκε
της ανείπωτης θλίψης
και της χαράς που λαχτάρησα
η συνύπαρξη
σ’ ένα πανηγύρι των ανατροπών…
Με τη λαχτάρα του Αυγούστου
ξεγελάστηκα.
**
**
Κάποτε ο Ιούλης… / Εύα Νεοκλέους
Άκρως αποθαρρυντικά τα δεδομένα
πολλαπλών ματαιώσεων συνέχεια…
ο ήλιος του Ιούλη
κόντρα στο αξεδιάλυτο του ονείρου.
Κυμάτισμα ελπίδας
με την πρώτη άχνα της ανατολής.
Κατάθεση ψυχής
ανάμεσα στα φτερουγίσματα
των γλάρων
και των φιλιών το ατέλειωτο προσμένοντας.
Κάποτε ο Ιούλης τρελάθηκε
της ανείπωτης θλίψης
και της χαράς που λαχτάρησα
η συνύπαρξη
σ’ ένα πανηγύρι των ανατροπών…
Με τη λαχτάρα του Αυγούστου
ξεγελάστηκα.
**
Του Ιουλίου οι Κυριακές δεν είναι σαν τις άλλες / Ζωή Δικταίου
Αδέσποτες, γυρίσανε οι ώρες του πελάγου
η όστρια, αλμύρα φύσηξε στις άκριες της ψυχής
σε μια ιδέα, εξόριστη του Έρωτα του μάγου
αρχαία σκουριά στα μάτια μου, μα δεν ανησυχείς.
Του Ιουλίου οι Κυριακές δεν είναι σαν τις άλλες
στη Μάνη, στη Μονεμβάσια, φιλιά γράφει το φως
αντίδωρο σου κράτησα στη σκέψη δυο ψιχάλες
όνειρα, μέσα σ’ όνειρα, πόθος παλιός, κρυφός.
Ότι φοβάμαι το αγαπώ κι ότι αγαπώ μ’ αρέσει,
στο πανηγύρι της καρδιάς, μαντήλι κροσσωτό
βαθύ μελάνι βιολετί στου ουρανού τη μέση
της μοναξιάς παράπονο κι άστρο ψηφιδωτό.
Του Ιουλίου οι Κυριακές δεν είναι σαν τις άλλες
όλους τους χάρτες έκαψα, δεν έχει γυρισμό
κι αν οι στιγμές που ζήσαμε δεν ήτανε μεγάλες
φταίει μια μοίρα μάγισσα σ’ αδιάβαστο χρησμό.
Ότι με πόνεσε αγαπώ κι ότι αγαπώ πονάει
στης μνήμης τα χαλάσματα το κάρο του καιρού
απ΄ το κατώφλι του θεού, πάντα μπροστά περνάει
με ξεγραμμένες θύμησες και λόγια του νερού.
Του Ιουλίου οι Κυριακές, της θάλασσας δαντέλες
δυο λέξεις μόνο γύρεψα απ’ όσες μου χρωστάς,
σε λάθος πόλη κρέμασα, στο σ’ αγαπώ κορδέλες
κι εσύ πιο πέρα από τ’ αλλού, τον ύπνο σου βαστάς.
Αύριο, τραγούδι ορφανό στη ζητιανιά μιας νότας
πάνω απ΄τα κάστρα του Μυστρά, του ανέμου το φαρί
παίρνει το φως απ’ την αυγή, για μια πληγή ο Ευρώτας
άγια σιωπή της ερημιάς, σαν πίκρα καθαρή.
**
«Αλλόφρονας Ιούλιος» / Νίκος Καρούζος
“Ο γενέθλιός μου μήνας στα θολερά/ λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει/ δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς- τι άρια/ ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση…
Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα/ λουσμένο μουσείο
Οπού ‘χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.
Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος- εδώ ο ύπερος.
Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα
προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας
ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο
να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.
Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου