Σ’
ευχαριστώ, Μητέρα! / Αρτέμης Αξαρχής
Πριν από
σένα
τυχερό αστεράκι,
σε περίβλημα ανυπαρξίας
έφεγγα.
Στην εξώπορτα του χρόνου
ελαφρύ αεράκι,
ασυνόδευτης αύρας
παρέστεκα.
τυχερό αστεράκι,
σε περίβλημα ανυπαρξίας
έφεγγα.
Στην εξώπορτα του χρόνου
ελαφρύ αεράκι,
ασυνόδευτης αύρας
παρέστεκα.
Πριν από
σένα
ατελές σημαδάκι,
στην παρόρμηση της ηδονής
φαινόμουνα.
Στο παρασκήνιο,
μια συγκυρία συναισθημάτων
συγκομιδή ελπιδοφόρα
συνέταξε.
ατελές σημαδάκι,
στην παρόρμηση της ηδονής
φαινόμουνα.
Στο παρασκήνιο,
μια συγκυρία συναισθημάτων
συγκομιδή ελπιδοφόρα
συνέταξε.
Ανέλπιστα
ευνοημένος
παρθένου στήθους
την γλυκύτητα, μαζί σου
γεύτηκα ενώ,
παρθένου στήθους
την γλυκύτητα, μαζί σου
γεύτηκα ενώ,
στο
πρωτόγνωρο
της ευλογημένης σου αγκάλης
άγγιγμα, στην ζωή χαμογέλασα.
Σ΄ ευχαριστώ, Μητέρα!
της ευλογημένης σου αγκάλης
άγγιγμα, στην ζωή χαμογέλασα.
Σ΄ ευχαριστώ, Μητέρα!
**
Αχ , μάνα / Κώστας
Βασιλάκος
θα κάνω κήπο
τον ουρανό και θα τον σκαλίζω τα βράδια,
για να σε
βλέπω κάθε πρωινό να χαϊδεύεις τα γεράνια.
Αχ , μάνα
το αγαπημένο
μας δρομάκι θα στείλω στη γειτονιά σου,
με χρώματα
από χαραυγή, ήλιο και δειλινό,
να
σεργιανίζει η αύρα σου κι εγώ να σε θωρώ.
Αχ ,μάνα
θα δέσω τις
ευχές σου προσευχή, κάθε κόμπος
κι ένα
σκαλί,
ν΄ ανέβω ως
την εικόνα σου εκεί ψηλά,
για να με
πάρεις αγκαλιά.
**
Μακρόθεν! /
Τάσος Δασκαλάκης
Την ώρα
τούτη της γιορτής
σε συλλογιέμαι
κι όλους τους φίλους που κρατούν
ένα "κερί" στο χέρι.
σε συλλογιέμαι
κι όλους τους φίλους που κρατούν
ένα "κερί" στο χέρι.
Ξέρεις εσύ
από μακρινούς
που σ` έχουνε στη σκέψη
και σου μαγεύουν την θωριά
με δοξαριά "αγιασμένη".
που σ` έχουνε στη σκέψη
και σου μαγεύουν την θωριά
με δοξαριά "αγιασμένη".
Βγάζεις
πλέριο χαμόγελο
στα χείλη απλωμένο
που μες στα βάθη της ψυχής
βλέπουν καθρεφτισμένο.
στα χείλη απλωμένο
που μες στα βάθη της ψυχής
βλέπουν καθρεφτισμένο.
Γνώστης των
εσώψυχων
και δεν βροντοφωνίζεις
χαρίζεις μόνο διέξοδο
ταξίδια με γαλήνη.
και δεν βροντοφωνίζεις
χαρίζεις μόνο διέξοδο
ταξίδια με γαλήνη.
**
Αργύρης
Καραβούλιας
Τρυφερή
ηλιαχτίδα η ματιά σου καθώς ξεδιπλώνει τα ροδοπέταλα της αυγής
Μεθυσμένος παρασύρομαι
από την έκσταση των απαλών σου βημάτων
στους κήπους του ήλιου…
Μούσα της ανατολής, των ρόδων αμφίεση
γεμίζεις με άπειρο την αγκαλιά μου
όταν έρχεσαι από τους ανθισμένους ροδώνες του απέραντου…
Μεθυσμένος παρασύρομαι
από την έκσταση των απαλών σου βημάτων
στους κήπους του ήλιου…
Μούσα της ανατολής, των ρόδων αμφίεση
γεμίζεις με άπειρο την αγκαλιά μου
όταν έρχεσαι από τους ανθισμένους ροδώνες του απέραντου…
**
Όταν τελειώνει ένας έρωτας / Γιώργος
Καραγιάννης
Στην παραλία
που ζήσαμε τόσα
θάψαμε το πιο μεγάλο μας όνειρο:
την αγάπη μας
κι ο νους μας παρέμεινε εκεί
δίπλα στη θάλασσα
δίπλα στο κύμα να τριγυρνά
να συντηρεί μες στο ηλιοβασίλεμα
τις παλιές μας αναμνήσεις.
θάψαμε το πιο μεγάλο μας όνειρο:
την αγάπη μας
κι ο νους μας παρέμεινε εκεί
δίπλα στη θάλασσα
δίπλα στο κύμα να τριγυρνά
να συντηρεί μες στο ηλιοβασίλεμα
τις παλιές μας αναμνήσεις.
Να μη μας
αφήνει ακόμα και τώρα
να ησυχάσουμε
απ’ το ανυπέρβλητο ψέμα
με τις άπειρες εκδοχές του
που σέρνονται απ’ τον άνεμο
να υποτιμούν εκείνα που αγαπήσαμε
και να μας κρύβουν όλες τις ενοχές
για το διώξιμο των γλάρων
προμήνυμα μιας απρόσεκτης στάσης
να μη συνεχιστεί η όμορφη ζωή μας
με υλικά κατάλληλα
για ένα δίκαιο τέλος.
να ησυχάσουμε
απ’ το ανυπέρβλητο ψέμα
με τις άπειρες εκδοχές του
που σέρνονται απ’ τον άνεμο
να υποτιμούν εκείνα που αγαπήσαμε
και να μας κρύβουν όλες τις ενοχές
για το διώξιμο των γλάρων
προμήνυμα μιας απρόσεκτης στάσης
να μη συνεχιστεί η όμορφη ζωή μας
με υλικά κατάλληλα
για ένα δίκαιο τέλος.
Ίσως, γιατί
ποτέ μας δεν πιστέψαμε
πως όταν τελειώνει ένας έρωτας
δοκιμάζει τις αντοχές μας ο θάνατος
και μας δίνει μια μικρή αλλά πικρή γεύση
για το τι θ’ ακολουθήσει
χωρίς να βάζουμε μυαλό
για το κάθε μας λάθος.
πως όταν τελειώνει ένας έρωτας
δοκιμάζει τις αντοχές μας ο θάνατος
και μας δίνει μια μικρή αλλά πικρή γεύση
για το τι θ’ ακολουθήσει
χωρίς να βάζουμε μυαλό
για το κάθε μας λάθος.
**
Κυριάκος
Κατσαντώνης
Κάθε πρωΐν, ανελλιπώς,
με στάμπαν τζιαι με βούλλαν,
λαλώ για τζιείνους που ρωτούν,
κάμνω γυμναστικούλλαν!
Αρκέφκω με προθέρμασσην,
ποδήλατον ή βούρος
τζιαι δεν με κόφτ’ ο ουρανός
αννέν άσπρος ή σκούρος.
Ύστερα που το τρέξιμον,
πενήντα κάμνω κάμψεις,
τούτες που τες λαλούν “ππουσιάπς”
τζιαι κάμνουν σε ν’ ανάψεις.
Ακολουθώ το πρόγραμμαν
με δίχα να λασσκάρω
τζι’ ασκήσεις των κοιλιακών,
στο ταπισόν, προβάρω.
Μετά ξυπνώ, ποκνιάζουμαι
τζι’ αμέσως κάμνω μπάνιον,
πίννω καφέν τζι’ εφκαριστώ
Τον Πάτερ, Τον Ουράνιον ...
... που μ’ έσιει πάντα υγιήν,
Δευτέραν ως Δευτέρα,
τζιαι πρωϊνήν γυμναστικήν
που κάμνω κάθε μέρα!
*
ΣΚΙΤΣΟ / Dhimitri Jani Kokaveshi
Κάρφωνε… το
χαμηλωμένο βλέμμα, δεν βρήκε ανταπόκριση, στη ηρεμία της φωνής της, επιλεκτικά
πνιγόταν σε καταστάσεις των αριθμών προσπαθούσε μα δεν βρήκε το τέλειο, την άδειαζε, ηρεμίας, να αποκτά
πάχος... σιωπής.
Ατελείωτα πάθη της την πλησίαζαν... γοητευτικά και υπέροχα καιγόταν στις επιμονές που ουρλιάζουν αδυναμίες, για μία απόφαση αρχής, που δεν επιτυγχάνει.
Δεν επιτυγχάνει, γραφής ούτε στα προφορικά της, αυτά μένουν στα ανέκφραστα και ανεκπλήρωτα @θαυμάσια@ αίσθησης, δεν έζησε η ονειροπόλα, δεν τα γνώρισε.
Δεν ξεπερνούσε, τα γνωστά της, ξέρω, σε σχέση γνωριμίας και οικειότητας από παλιά, η σύγχρονη... γνωριμία όλα τα άφηνε ανέκφραστα και αμίλητα τα μελλούμενα, συννεφιές βουρκωμένες πληροφορούν αντιθέσεις, δίχως αρμόδια προσοχή δεν αντηχούσε, μία ειλικρινή αγάπη, κατρακυλούσε στις αποφάσεις, δίχως αρχές.
Εκεί, αποσιωπούσε για να ψάχνει μυστικά σε άσκηση σπουδών της, δεν βρήκε αλήθεια, ερευνούσε σαν έχασε, την περιουσία της!...
Όνειρο, άγγιξε... την ομορφιά απ' της ζωής την αγκαλιά δεν ταξιδεύει, νύχτες της, δεν τελείωναν.
'Έτσι περίμενε τεμαχίζοντας τον χρόνο, σε δευτερόλεπτα, ονείρου την έντυνε σε ομορφιά σκέψης του, η απώλεια.
Σε αυτό το φάρδος στέρησης στρώνονταν, η απουσία... γινόταν ανυπόφορη σαν οι μεγάλες νύχτες του χειμώνα να περιμένουν την φθορά τους, μες το φως.
Του φωτός διεξάγετε η φάση συνομιλίων και συνομιλητών αφήνει σημάδια, απ' τα σκοτάδια σβήνουν η αναπτύσσουν μυστήρια;...
Κάθε ασύλληπτο, ακατανόητο, το κουβαλούσε σκέψεις, την περιπλέκουν στα τυφλά, μη αφήσει... το φως, έχει την θηλιά, της πνοής.
Σε αυτή την απεικόνιση εποχής, την άυλη ουσία μες τα πιστεύω της, επιζητώ.
Ατελείωτα πάθη της την πλησίαζαν... γοητευτικά και υπέροχα καιγόταν στις επιμονές που ουρλιάζουν αδυναμίες, για μία απόφαση αρχής, που δεν επιτυγχάνει.
Δεν επιτυγχάνει, γραφής ούτε στα προφορικά της, αυτά μένουν στα ανέκφραστα και ανεκπλήρωτα @θαυμάσια@ αίσθησης, δεν έζησε η ονειροπόλα, δεν τα γνώρισε.
Δεν ξεπερνούσε, τα γνωστά της, ξέρω, σε σχέση γνωριμίας και οικειότητας από παλιά, η σύγχρονη... γνωριμία όλα τα άφηνε ανέκφραστα και αμίλητα τα μελλούμενα, συννεφιές βουρκωμένες πληροφορούν αντιθέσεις, δίχως αρμόδια προσοχή δεν αντηχούσε, μία ειλικρινή αγάπη, κατρακυλούσε στις αποφάσεις, δίχως αρχές.
Εκεί, αποσιωπούσε για να ψάχνει μυστικά σε άσκηση σπουδών της, δεν βρήκε αλήθεια, ερευνούσε σαν έχασε, την περιουσία της!...
Όνειρο, άγγιξε... την ομορφιά απ' της ζωής την αγκαλιά δεν ταξιδεύει, νύχτες της, δεν τελείωναν.
'Έτσι περίμενε τεμαχίζοντας τον χρόνο, σε δευτερόλεπτα, ονείρου την έντυνε σε ομορφιά σκέψης του, η απώλεια.
Σε αυτό το φάρδος στέρησης στρώνονταν, η απουσία... γινόταν ανυπόφορη σαν οι μεγάλες νύχτες του χειμώνα να περιμένουν την φθορά τους, μες το φως.
Του φωτός διεξάγετε η φάση συνομιλίων και συνομιλητών αφήνει σημάδια, απ' τα σκοτάδια σβήνουν η αναπτύσσουν μυστήρια;...
Κάθε ασύλληπτο, ακατανόητο, το κουβαλούσε σκέψεις, την περιπλέκουν στα τυφλά, μη αφήσει... το φως, έχει την θηλιά, της πνοής.
Σε αυτή την απεικόνιση εποχής, την άυλη ουσία μες τα πιστεύω της, επιζητώ.
**
Του
δέντρου / Ντέμης Κωνσταντινίδης
Το κρασί που
περίσσεψε
το έριξα στη ρίζα του δέντρου.
Αυτό απόψε
δεν είναι ένα ποίημα.
Είναι η μακρόσυρτη φωνή του Νick.
Είναι οι ουράνιοι αρπισμοί της κιθάρας του.
Η μέρα που περίσσεψε
και την έριξα στη ρίζα του δέντρου.
το έριξα στη ρίζα του δέντρου.
Αυτό απόψε
δεν είναι ένα ποίημα.
Είναι η μακρόσυρτη φωνή του Νick.
Είναι οι ουράνιοι αρπισμοί της κιθάρας του.
Η μέρα που περίσσεψε
και την έριξα στη ρίζα του δέντρου.
**
ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ /
Δημήτρης Λαγοπάτης
Θα έρθεις!!
Οι ποιητες θα σε φερουν.
Το γέλιο σου ,προπομπός.
Τα χνάρια σου,χρωματα.
Θα έρθεις!
Και Στις μουσικες σου,
θα αναγεννηθω.
Αχ κι αυτα τα ματια σου,
ίδια των παθων,η πηγη.
Γυμνη!
Μόνο,σαν πεπλο,
των ματιων σου το μπλε.
Τι ζητώ;
Θύμα στην ηδονή σου,
να γενω.
Στού εφηβαιου σου,τις απλωσιές
τον τελευταιο μου χορο.
Και ας αναληφθω!!
Οι ποιητες θα σε φερουν.
Το γέλιο σου ,προπομπός.
Τα χνάρια σου,χρωματα.
Θα έρθεις!
Και Στις μουσικες σου,
θα αναγεννηθω.
Αχ κι αυτα τα ματια σου,
ίδια των παθων,η πηγη.
Γυμνη!
Μόνο,σαν πεπλο,
των ματιων σου το μπλε.
Τι ζητώ;
Θύμα στην ηδονή σου,
να γενω.
Στού εφηβαιου σου,τις απλωσιές
τον τελευταιο μου χορο.
Και ας αναληφθω!!
**
Γράμμα για
σένα / Γιάννος Λαμπής
Και νάμαι
πάλι, ακόμα μια νύχτα ξάγρυπνο να σε σκέφτομαι. Το κορμί μου ανατριχιάζει και τρέμουν
τα χείλη μου σαν συλλαβίζω τ΄όνομα σου. Σου γράφω με χέρια που τρέμουν, κι ας
ξέρω πως ποτέ δεν θα διαβάσεις αυτό το γράμμα, αν όμως με κάποιο τρόπο φτάσει
στα χέρια σου, δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι θα καταλάβεις το πόσο πολύ σε
αγαπώ. Και πόσο μάλλον ν’ αντιληφθείς, πως όσο είμαι μακριά σου πονώ, και
πίστεψε με, ο πόνος της αγάπης είναι τόσο μεγάλος κι οδυνηρός, που δεν συγκρίνεται ούτε με την πείνα, ούτε
με τη δίψα, γιατί είναι η αγάπη, του πόνου ο αδελφός.
Κρατώ στα
χέρια μου μια φωτογραφία σου, κι ας το ξέρω πως είναι λάθος, γιατί είναι σαν να
κρατώ μαχαίρι που γυρίζω μέσα στις ίδιες μου τις πληγές. Κάθε φορά που τα
μελένια σου λαμπερά μάτια με κοιτάνε, εγώ βλέπω μέσα τους νύχτες με πανσέληνο
κι ατελείωτες από αστέρια, στρατιές.
Ποτέ δεν πίστευα
πως υπήρχε το τέλειο, όταν όμως σε κοίταξα στα μάτια για πρώτη φορά, η καρδιά
μου, ξεχώρισε σε σένα την τελειότητα και ψιθύρισε, τ’ όνομα σου. Κι από τότε
εσύ είσαι η πιο γλυκιά μου επιθυμία, το πιο τέλειο όνειρο της ζωής μου, αυτό
που θέλω να κρατήσω μέχρι το θάνατο κι ακόμα και τότε, δεν θα σ’ αποχωριστώ.
Αγαπημένη
μου, μόνο εσύ, και μόνο το δικό σου πρόσωπο, δίνει νόημα στη ζωή μου. Μου
ζωντανεύει την ελπίδα ότι κάποτε θα σε κρατήσω σφιχτά στην αγκαλιά μου και δεν
θα σ’ αφήσω ποτέ.
Κοιτώ την
φωτογραφία σου, και με την καρδιά μου παρακαλώ, να γίνει η αγάπη μου ήλιος να
σε ζεσταίνει όταν κρυώνει ο καιρός, να γίνει κρυστάλλινο νερό να δροσίζει τα
δυο σου χείλη όταν διψάς, και ναν’ τα χέρια μου για σένα μια αγκάλη, μεγάλη σαν
τον ουρανό, όταν γαλήνη κι ασφάλεια αποζητάς
**
Κωνσταντίνος Ν. Μαντζίκος
Αποτυπώματα
αγάπης σ’ ένα άσπρο κρεβάτι
Αγκαλιές
από έρωτα δοσμένες
σ’ ένα
σεντόνι μ’ ένα δάκρυ
Χαμόγελα,
βλέμματα σαν παράξενοι ήχοι μες στο σκοτάδι, θα 'λεγες
Κάθε
φιλί, κάθε χάδι στα κορμιά μας μια λέξη
σαν
ολοκληρώνεται αργά-αργά η μέθεξη
Κι
όταν τα κορμιά χωριστά
βγαίνει
απ’ την ένωση τ’ άθροισμα
Σαν το
σώμα φωνάζει
από
έρωτα κοχλάζει
Μέρες
και νύχτες μακριά
Σαν
ακούγεται μια νότα απελπισίας στη καρδιά
Κοίτα
πως σε ζητά σ’ εκείνο τ’ άσπρο κρεβάτι
σαν πλοίο
δίχως κατάρτι
Μια
κραυγή μες στο σκοτάδι
Είναι
τ’ όνομά σου
Μόνο
τούτο η
καρδιά αναγνωρίζει
Φωτογραφίες
τώρα πια οι στιγμές στο άσπρο κρεβάτι,
μια
ανάμνηση
που
γεμίζει το σώμα με μιαν απερίγραπτη αίσθηση
«Δεν
θα σ’ αφήσω», είχες πει
μ’ ένα
χαμόγελο στα χείλη
σε
μιαν ανολοκλήρωτη στιγμή.
**
Ιωάννης
Μασμανίδης
Τὴ νύχτα
σὰν
πλησιάζεις
ἕνα μικρούλι
ἀστέρι
ξαγρυπνᾶ στὸ μονοπάτι μας
ξαγρυπνᾶ στὸ μονοπάτι μας
ποιήματα
μέ τὸ ἄρωμά σου
ἀναλώνουν τὰ χείλη
μέ τὸ ἄρωμά σου
ἀναλώνουν τὰ χείλη
Μαλάζω τὰ ἐρημολούλουδά
μας
δὲν ἀντέχω τόση ἀγάπη ξεραμένη
τόση δίψα δίχως ἐλπίδα
δὲν ἀντέχω τόση ἀγάπη ξεραμένη
τόση δίψα δίχως ἐλπίδα
σὰν
πλησιάζεις
Ἀνήμπορος
ἀφήνω τὸ παραθύρι μου ἀνοιχτὸ
σιωπὴ ἄφθαρτη νεκρὴ ἀνασαίνω
ξεγελῶ τὴ μοναξιὰ
ἀφήνω τὸ παραθύρι μου ἀνοιχτὸ
σιωπὴ ἄφθαρτη νεκρὴ ἀνασαίνω
ξεγελῶ τὴ μοναξιὰ
στὰ κατάβαθα
στά ἀνήλιαγα τῆς ψυχῆς
τὶς εὐτυχισμένες μας στιγμὲς ἀνακαλῶ
τὶς εὐτυχισμένες μας στιγμὲς ἀνακαλῶ
Ἀλλά ὅταν δὲν
ἔρχεσαι
σὲ μιὰ πολιτεία βράχων ξυπόλυτος περπατῶ
σὲ μιὰ πολιτεία βράχων ξυπόλυτος περπατῶ
στὶς ἐρημιές
σέρνω τὰ βαθύβουα σαγαπῶ μας
τό" μαζὺ" μας γραμμένο σὲ χιόνι
τό" μαζὺ" μας γραμμένο σὲ χιόνι
Συντυχαίνω ἀγρίμια
πολλὰ
ὄρνια σαρκοβόρα μὲ ἀχόρταγες πεῖνες
ὄρνια σαρκοβόρα μὲ ἀχόρταγες πεῖνες
κι ὕστερα
παρέα μόνος
μὲ τὸν ζοφερὸ ἀπελπισμὸ τοῦ Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
τὴν ἀνασαιμιά τοῦ Β.ΛΕΟΝΤΑΡΗ
τὸ φρικιαστικὸ παραλήρημα τοῦ Ἀλιόσα Καραμάζωφ
μοιρογνωμόνια ἀνάγκης
μὲ τὸν ζοφερὸ ἀπελπισμὸ τοῦ Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
τὴν ἀνασαιμιά τοῦ Β.ΛΕΟΝΤΑΡΗ
τὸ φρικιαστικὸ παραλήρημα τοῦ Ἀλιόσα Καραμάζωφ
μοιρογνωμόνια ἀνάγκης
δέ φοβᾶμαι νὰ
ζῶ
τὰ πλάτη καὶ ὕψη τῆς τραγωδίας
τὴν πολύχρωμη στειρότητα
τῆς ζωῆς
τὰ πλάτη καὶ ὕψη τῆς τραγωδίας
τὴν πολύχρωμη στειρότητα
τῆς ζωῆς
Σφαλίζω τὰ
μάτια
εἶναι ἡ νύχτα δύσκολη
καὶ δὲν
εἶναι ἡ νύχτα δύσκολη
καὶ δὲν
ἔρχεσαι
**
ΕΞΥΠΝΑΔΕΣ! / Γεώργιος
Μιχαλόπουλος
Τα πάντα ήταν διαφορετικά πριν
αλλάξουν όλα.
Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή
είναι ή ανήθικα, ή παράνομα ή παχαίνουν.
Τελικά κατάφερα να πλησιάσω την
γυναίκα με την οποία ήμουν ερωτευμένος τόσο καιρό και ανακάλυψα ότι έχουμε
ακριβώς τα ίδια γούστα, τρελαινόμαστε και οι δυο για γυναίκες.
Τίποτα δεν είναι αδύνατο όταν
βάζεις τους άλλους να το κάνουν για σένα!
Το άθροισμα της ομορφιάς και της
εξυπνάδας είναι πάντα σταθερό.
Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του.
Το άσχημο με την θεωρία είναι πως
σου λέει πως δουλεύει ένα σύστημα, όχι γιατί δεν δουλεύει.
Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τo τσιγάρο.
Το μόνο πράγμα που ζητάω από τη
ζωή, είναι να μου δώσει μια ευκαιρία να αποδείξω ότι τα πολλά λεφτά δεν θα με
κάνουν ευτυχισμένο.
Τo πετρωμένον φαγείν αδύνατον.
Το σχολείο μας φωτίζει μόνο όταν
καίγεται.
Το χρήμα δεν είναι το παν, το
ΠΟΛΥ χρήμα είναι!
Των φρονίμων τα παιδιά, πριν
πεινάσουν δεν πεινoύσαν!
Φάτε σκατά. Δεν είναι δυνατόν
τόσα δισεκατομμύρια μύγες να μην ξέρουν τι κάνουν.
Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να
περπατώ, κι αν δεν φέξεις χέστηκα έχω και φακό.
Φέρτε μου ένα μαντολάτο για να
δείτε πώς πεινώ.
Φυσικά και δεν υπάρχει ζωή στον
Αρη. Όλα τα μπαρ κλείνουν από τις 10...
**
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ
ΣΠΙΤΙΟΥ / Αντώνης Μικέλης
Σαν σβήνει στον ορίζοντα ο τελευταίος φάρος,
και το φεγγάρι καρτερώ για να μου δώσει
θάρρος,
απελπισίας συννεφιές, της μαύρης νύχτας
γέννα,
και με τον νου μου θέλησα, να ’ρθώ κοντά σε
’σένα.
Μα τα φτερά τα τσάκισαν τ’
ωκεανού τα σκότη,
από κοντά σου μ’ έδιωξαν μας
έσβησαν τη νιότη,
συννέφι μαύρο σκέπασε τα
άστρα της καρδιάς μας,
λίγες φορές εχάρηκα, σαν
άλλους, τα παιδιά μας.
Και κάθε νύχτα προσπαθώ σαν
σκιά όπου γυρίζω,
στη γέφυρα, στην κουπαστή,
το χάος ατενίζω,
κοιτώ τα μαύρα σύννεφα, μην
τύχει κάνα-βράδυ,
και τη μορφή σου ίσως ’δω,
κρυμμένη στο σκοτάδι.
Κι αναπολώ φανταστικά το
χάδι του παιδιού μου,
της μάνας το χαμόγελο, τη
ζέστα του σπιτιού μου,
αυτά που πάντα ολημερίς τα
γεύονται οι άλλοι,
τις ομορφάδες της ζωής και
μια θερμή αγκάλη.
Τον χρόνο με τις θύμησες
θέλω για να σκοτώσω,
και το φιλί στα χείλη σου
αναπολώ να δώσω,
πνιγμένο στ’ αρμυρό του
γυρισμού το δάκρυ,
αρμύρα που του έριξαν της
θάλασσας τα μάκρη.
**
ΤΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ
/ Λεωνίδας Οικονομίδης
Καναρίνια
σε υπόγειες στοές
σύντροφοι
μαύρων σκιών
το σκοτάδι
συνηθίσαμε
Και τώρα
έκθετοι
στο άπλετο φως
ανασκιρτούμε
στη θέα
του ξεχασμένου
παραδείσου…
σε υπόγειες στοές
σύντροφοι
μαύρων σκιών
το σκοτάδι
συνηθίσαμε
Και τώρα
έκθετοι
στο άπλετο φως
ανασκιρτούμε
στη θέα
του ξεχασμένου
παραδείσου…
**
Στεφανώνω τον
θάνατο / Θανάσης Παμπόρης
Δύο μπόγια το ηλιοβασίλεμα.
Η θάλασσα γέρνει την πλάτη
και ο ήλιος
βουλιάζει στην αγκαλιά της.
Ερωτεύομαι
και στεφανώνω τον θάνατο.
Ανταμώνω τον Διόνυσο
και φιλώ την Αριάδνη.
Ένα μπουκέτο σχήματα
από ροδιάς κόκκινα άνθη.
Κάθομαι στα μαύρα σύννεφα
και ζω το όνειρο.
Όσα δεν έμαθα απ` τους
Αγίους,
τα έμαθα απ` τους
αμαρτωλούς.
**
Η επίσκεψη/ Αντώνης Θ.
Παπαδόπουλος
Δεν έχω να σου πω πολλά για την επίσκεψη.
Μας δέχτηκε σπίτι του με χαρά.
Είπαμε βέβαια πολλά
— ό, τι μπορεί κανείς να πει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Κι αυτός, συγκινημένος, δίχως άλλο,
με τον αέρα του πετυχημένου φυσικά,
πρόθυμος να μας δείξει κάθε τι — τί συλλογές!
Τί σπάνια κομμάτια! —
Συγκράτησα στην όψη του μιαν έπαρση κρυφή,
την ώρα που μας έδειχνε κειμήλια παλιά,
την ώρα που κερνούσε το παλιό καλό κρασί του.
΄Ηταν περήφανος με όλα τα παλιά
κι εμείς αυτά μονάχα — τα παλιά — εκτιμούσαμε.
Δεν έχω να σου πω πολλά για την επίσκεψη.
Μας δέχτηκε σπίτι του με χαρά.
Είπαμε βέβαια πολλά
— ό, τι μπορεί κανείς να πει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Κι αυτός, συγκινημένος, δίχως άλλο,
με τον αέρα του πετυχημένου φυσικά,
πρόθυμος να μας δείξει κάθε τι — τί συλλογές!
Τί σπάνια κομμάτια! —
Συγκράτησα στην όψη του μιαν έπαρση κρυφή,
την ώρα που μας έδειχνε κειμήλια παλιά,
την ώρα που κερνούσε το παλιό καλό κρασί του.
΄Ηταν περήφανος με όλα τα παλιά
κι εμείς αυτά μονάχα — τα παλιά — εκτιμούσαμε.
**
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟ
/ Περίανδρος Παπανικολάου
Η Δραπετσώνα
πλέον
δεν έχει πίκρα, δεν έχει ανηφόρα
η Δραπετσώνα είναι μόνο
ένας χορός παραστάσεως
τον χορεύουν οι κουρασμένοι
ριζοσπάστες πολιτικοί
κουρασμένοι από τον φόρτο της ευθύνης
φορτωμένοι σαράντα χρόνια σε κρατικές πινακίδες.
Οι μη ριζοσπάστες πολιτικοί προτιμούν τα δημώδη άσματα
βαθιά προσηλωμένοι στο ρομαντικό εθνικό ιδεώδες
Τα σπίτια στα Δραπετσώνα είναι χωρίς κρεβάτια
χωρίς κούνια, από τότε που πνίγηκε στην κούνια η αλλαγή.
Η Δραπετσώνα δεν έχει πια ζωή
γιατί όλοι μαζί τα φάγαμε
έτσι είπε ο Πάγκαλος
όχι ο δικτάτορας
ο εγγονός του δικτάτορα
κι εγώ εγγονός της γιαγιάς μου
που μου ‘λεγε για του Πάγκαλου τα γούστα (του δικτάτορα)
Θα ζήσουμε χωρίς στεφάνι, χωρίς γεράνι αγάπη μου
γιατί η ζωή είναι γλυκιά
κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι δικτάτορες
δεν έχει πίκρα, δεν έχει ανηφόρα
η Δραπετσώνα είναι μόνο
ένας χορός παραστάσεως
τον χορεύουν οι κουρασμένοι
ριζοσπάστες πολιτικοί
κουρασμένοι από τον φόρτο της ευθύνης
φορτωμένοι σαράντα χρόνια σε κρατικές πινακίδες.
Οι μη ριζοσπάστες πολιτικοί προτιμούν τα δημώδη άσματα
βαθιά προσηλωμένοι στο ρομαντικό εθνικό ιδεώδες
Τα σπίτια στα Δραπετσώνα είναι χωρίς κρεβάτια
χωρίς κούνια, από τότε που πνίγηκε στην κούνια η αλλαγή.
Η Δραπετσώνα δεν έχει πια ζωή
γιατί όλοι μαζί τα φάγαμε
έτσι είπε ο Πάγκαλος
όχι ο δικτάτορας
ο εγγονός του δικτάτορα
κι εγώ εγγονός της γιαγιάς μου
που μου ‘λεγε για του Πάγκαλου τα γούστα (του δικτάτορα)
Θα ζήσουμε χωρίς στεφάνι, χωρίς γεράνι αγάπη μου
γιατί η ζωή είναι γλυκιά
κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι δικτάτορες
**
ΠΡΟΔΟΣΙΑ / Χάρης Παπασάββας
Στο φράγμα των χειλιών μας
ψαρεύει το φεγγάρι,
δόλωμα στο πυροφάνι
οι γλώσσες μας.
Η θάλασσα
μπαλωμένη
με τα δίχτυα του έρωτα
λαμπάδιαζε το περίγραμμα
των γυμνών σωμάτων μας.
με τα δίχτυα του έρωτα
λαμπάδιαζε το περίγραμμα
των γυμνών σωμάτων μας.
Η σκιά σου
στο δωμάτιο μου
κλεμμένη από το μουσείο της ιστορίας,
ανακατεμένη με φύλλα
σύγχυσης και συνουσίας.
κλεμμένη από το μουσείο της ιστορίας,
ανακατεμένη με φύλλα
σύγχυσης και συνουσίας.
Κάτω από το
κέλυφος του φεγγαριού
ανάμεσα στις ρωγμές της ψυχής
εισβάλλει άυπνος και μόνος ο έρωτας
με τα λιτά του τραγούδια.
ανάμεσα στις ρωγμές της ψυχής
εισβάλλει άυπνος και μόνος ο έρωτας
με τα λιτά του τραγούδια.
Στην
φθαρμένη περίμετρο του δωματίου
λιμνάζει το έλος της μοναξιάς,
οι κύκνοι με τις καταβυθίσεις τους
την φεγγαρόσκονη της σεμνής νύχτας
φορούν για περιδέραιο,
αντίγραφο του δώρου μου για σένα.
λιμνάζει το έλος της μοναξιάς,
οι κύκνοι με τις καταβυθίσεις τους
την φεγγαρόσκονη της σεμνής νύχτας
φορούν για περιδέραιο,
αντίγραφο του δώρου μου για σένα.
**
Γιάννης
Παρασκευόπουλος
Έβγαινες και περπαταγες
κάτω στην προκυμαία
στην γη όμως δεν παταγες
Γιατί ήσουνα ωραία
κάτω στην προκυμαία
στην γη όμως δεν παταγες
Γιατί ήσουνα ωραία
Όλοι όσοι σε κοιτουσαν
τους έρχονταν ταμπλας
μικροί μεγάλοι σε ποθουσαν
πω πω ένας αχταρμάς
τους έρχονταν ταμπλας
μικροί μεγάλοι σε ποθουσαν
πω πω ένας αχταρμάς
τα χρόνια κι αν πέρασαν
εσύ όμως πάντα εκεί
τα γηρατειά δεν σε προσπερασαν
Δεν είδες προκοπή
εσύ όμως πάντα εκεί
τα γηρατειά δεν σε προσπερασαν
Δεν είδες προκοπή
έρχεται φεύγει η ομορφιά
γοργά περνούν τα χρόνια
και είσαι τώρα πια
ξεθυμασμενη κολωνια
γοργά περνούν τα χρόνια
και είσαι τώρα πια
ξεθυμασμενη κολωνια
όσοι σε θαύμαζανε μοιραία
χαθήκανε και αυτοί
Μα εσύ στην προκυμαία
ακόμα ψάχνεις το γιατί
γριούλα πλέον αμυαλη
παρέα μ ένα σκυλί
αχ γραία πανωραια
χαθήκανε και αυτοί
Μα εσύ στην προκυμαία
ακόμα ψάχνεις το γιατί
γριούλα πλέον αμυαλη
παρέα μ ένα σκυλί
αχ γραία πανωραια
**
Καλή σου
μέρα άρχοντα / Ρεΐζης Περικλής
Καλή σου
μέρα άρχοντα
όπου γυρνάς
στις στράτες
μια συννεφιά
η όψη σου
κι όλο ρωτάς
διαβάτες
Μην είδανε
την Άνοιξη
τον ήλιο της
ψυχής του
χειμώνας
ντύνεται ο έρωτας
μα αυτή λουλούδι ανθίζει
Πανάθεμα σε
έρωτα
καρδιές που
αιχμαλωτίζεις
σε δυο
ματάκια κρύβεσαι
και σαν
κρασί ζαλίζεις
Τον ήλιο
παίρνει και ρωτά
φεγγάρι το
ξορκίζει
ποιος άνεμος
και ποια βροχή
αν είδε και
γνωρίζει
Μοιράζει όλα
τα φλουριά
αδειάζει το
κεμέρι
χαρά και
πόνος ο έρωτας
σ' όλης της
γης τα μέρη
Τώρα σαν δει
τα νια παιδιά
η αγάπη λέει
πλουταίνει
διαβαίνουν
όλα και περνούν
μόνο η αγάπη
μένει
Νωρίς που
φεύγει η ζωή
κι ως που να
ζήσεις βγήκες
κρασάκι καν'
την να την πιεις
χαρά κάνε
τις πίκρες
Την ιστορία
άκουσα
στου Έβρου
αχ τις στράτες
βάζουνε
πλάτη στη χαρά
άρχοντας και
διαβάτες...
**
Απληστία / Γρηγόρη Σακαλή
Σε ρίξανε στη μοιρασιά
και βγήκες χρεώστης
έτσι είναι οι άνθρωποι
ρίχτες
και πιο πολύ
οι δικοί σου άνθρωποι
με τους ξένους
δεν έχεις τίποτα
να μοιράσεις
ρίξε ή θα σε ρίξουν
αυτός είναι ο κανόνας
της ζωής
θάψε ή θα σε θάψουν
διάλεξε
κι άμα δεν θες
ούτε το ένα
ούτε το άλλο
στο τέλος
θα βρεθείς χαμένος
θύμα
της ανθρώπινης απληστίας.
Σε ρίξανε στη μοιρασιά
και βγήκες χρεώστης
έτσι είναι οι άνθρωποι
ρίχτες
και πιο πολύ
οι δικοί σου άνθρωποι
με τους ξένους
δεν έχεις τίποτα
να μοιράσεις
ρίξε ή θα σε ρίξουν
αυτός είναι ο κανόνας
της ζωής
θάψε ή θα σε θάψουν
διάλεξε
κι άμα δεν θες
ούτε το ένα
ούτε το άλλο
στο τέλος
θα βρεθείς χαμένος
θύμα
της ανθρώπινης απληστίας.
**
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ /
Αντώνης Σαμολαδάς
Όποιος σου
είπε σ’αγαπώ αιώνια
δεν έχει την αίσθηση του χρόνου
δεν υπάρχει ερωτική αιωνιότητα
για κανέναν ερωτευμένο...
δεν έχει την αίσθηση του χρόνου
δεν υπάρχει ερωτική αιωνιότητα
για κανέναν ερωτευμένο...
Κάθε τι στον
κόσμο
κάθε σκέψη
κάθε ομορφιά
είναι μια αιωνιότητα...
κάθε σκέψη
κάθε ομορφιά
είναι μια αιωνιότητα...
Και εσύ
είσαι τόσο όμορφη
όποιος σε κοιτάξει
έστω για μια στιγμή
βιώνει την αιωνιότητα...
όποιος σε κοιτάξει
έστω για μια στιγμή
βιώνει την αιωνιότητα...
Ίσως γιατί
αιωνιότητα
δεν είναι αυτό που αντέχει στον χρόνο
αλλά αυτό που κάνει την στιγμή
να διαρκεί για πάντα...
δεν είναι αυτό που αντέχει στον χρόνο
αλλά αυτό που κάνει την στιγμή
να διαρκεί για πάντα...
**
"Εξουθενωμένο
Χθες:" / Π.Φ.Σαρδέλης
Ξεδίψασα με κύπελλα στεγνά .
Χόρτασα,γλύφοντας της πείνας τα κουτάλια.
Μικρο παιδί πάλαιψα για ανάσα, στη δίνη ανελέητης νεροποντής ,
σ'ανήλιες ξερολιθιές βραχοχτυπήθηκα
βρέθηκα με την πλάτη στα όχθια της Ζωής.
Συρθηκα στα σκλαβοπάζαρα της φτώχειας
με ξεροκόμματο κ'αλάτι.
Έσκαψα τη γης βαθειά, μέχρι την κόλαση.
Χάθηκα μεσ'τον εαυτόν μου, οσο χρειάσθηκε να γινω ενα με τους άλλους στο μαντρί,
ενω σφάζονταν μέσα μου, κείνος που
είμουν με κείνον που είχα γεννηθεί.
Κάποτε, με
την παρότρυνση της βουκέντρας του ζευγά ,
βρέθηκα να κάθομαι σε εδρανα ανιαρά
κ' ανήλια,
όπουπου με τάιζαν παθητική κ'απόλυτη υπακοή .
Πολυφορεμένος και στενός της ταπεινοφροσύνης ο μανδύας
για ν'αναι προφανής η δουλοπρέπεια,
και σκούφο ταχα ενδεικτικό, κατευθυνόμενης σοφίας.
Μέλος ομαδικής Οιδιπόδιας τύφλωσης.
Πιόνι ακίνδυνο και νομοταγές,
Ξέφτι, απο του δικού τους τοίχου την μικρότητα.
Για να κρατούνται μερωμένα σάρκα και
μυαλά.
Μα δεν ισορροπεί το γλαροπούλι στο κενό Χωρίς φτερά.
βρέθηκα να κάθομαι σε εδρανα ανιαρά
κ' ανήλια,
όπουπου με τάιζαν παθητική κ'απόλυτη υπακοή .
Πολυφορεμένος και στενός της ταπεινοφροσύνης ο μανδύας
για ν'αναι προφανής η δουλοπρέπεια,
και σκούφο ταχα ενδεικτικό, κατευθυνόμενης σοφίας.
Μέλος ομαδικής Οιδιπόδιας τύφλωσης.
Πιόνι ακίνδυνο και νομοταγές,
Ξέφτι, απο του δικού τους τοίχου την μικρότητα.
Για να κρατούνται μερωμένα σάρκα και
μυαλά.
Μα δεν ισορροπεί το γλαροπούλι στο κενό Χωρίς φτερά.
Σαν ενιωσα
της περισυλλογής την αυρα,
να χαϊδεύει το αδειο της ψυχής.
Βλέποντας της δυστυχίας μου τ'αυλάκι
κάθε μέρα να βαθαίνει,
τις όχθες βάλθηκα να
ζεύξω, με βιοπάλης υλικά,
μπάς και ξεφύγω απο της πλάνης την πυρά.
Τα πόδια μου στη λάσπη,
τα χέρια ξεριζωμενα απ τον Βοριά ,
οι μνήμες δεν ξεπλένονται, έμειναν
φόρτωμα στη ράχη,
αγκαλιά με του φόβου τον βραχνά.
Μα βρέθηκα ο αδαής αλίμονο,
να σέρνομαι, σ'άγνωρους τόπους και οδούς
να στροβιλίζομαι, αχρείαστο σκουπίδι πανω απ'της ξενιτιάς τους οχετούς .
Τώρα, στο βάθος του κρατήρα επιτέλους, ημέρεψε η λαβα.
Ασταθές ερείπιο ορθό, με το σακάκι δυο νούμερα μακρύ.
αθέατος τις νύχτες, στής ανωνυμίας τα σοκάκια γεμίζω τα κενα.
το εξουθενωμένο χθες αναπολώ,
τίς λιγοστές κ'απόμακρες απολαύσεις της ζωής χορογραφώ.
Στης μοναξιάς τους τοίχους
η πέννα μου αιμορραγεί
ζωγραφίζει τις στιγμές
γόνατιστή πανω απ'τα μνήματα,
ισορροπεί μιά-μιά τις άδικίες
έχοντας τα μάτια πισω,
στο χάος του τίποτα..
να χαϊδεύει το αδειο της ψυχής.
Βλέποντας της δυστυχίας μου τ'αυλάκι
κάθε μέρα να βαθαίνει,
τις όχθες βάλθηκα να
ζεύξω, με βιοπάλης υλικά,
μπάς και ξεφύγω απο της πλάνης την πυρά.
Τα πόδια μου στη λάσπη,
τα χέρια ξεριζωμενα απ τον Βοριά ,
οι μνήμες δεν ξεπλένονται, έμειναν
φόρτωμα στη ράχη,
αγκαλιά με του φόβου τον βραχνά.
Μα βρέθηκα ο αδαής αλίμονο,
να σέρνομαι, σ'άγνωρους τόπους και οδούς
να στροβιλίζομαι, αχρείαστο σκουπίδι πανω απ'της ξενιτιάς τους οχετούς .
Τώρα, στο βάθος του κρατήρα επιτέλους, ημέρεψε η λαβα.
Ασταθές ερείπιο ορθό, με το σακάκι δυο νούμερα μακρύ.
αθέατος τις νύχτες, στής ανωνυμίας τα σοκάκια γεμίζω τα κενα.
το εξουθενωμένο χθες αναπολώ,
τίς λιγοστές κ'απόμακρες απολαύσεις της ζωής χορογραφώ.
Στης μοναξιάς τους τοίχους
η πέννα μου αιμορραγεί
ζωγραφίζει τις στιγμές
γόνατιστή πανω απ'τα μνήματα,
ισορροπεί μιά-μιά τις άδικίες
έχοντας τα μάτια πισω,
στο χάος του τίποτα..
**
ΜΑΓΙΣΣΑ / Γιάννης
Τάτσης
Μάγισσά μου
όμορφη, γλυκιά
τα μάτια σου τα θαλασσιά,
με έχουν ρίξει ναυαγό
στο δικό σου ωκεανό.
Πλεξούδες τα ξανθά μαλλιά σου
μου ρίχνεις να πιαστώ,
στου καράβι σου το τιμόνι
να καθίσουμε οι δυο.
Νύχτα ξελογιάστρα
με τα φωτεινά σου άστρα,
μια φεγγαροντυμένη ομορφιά
μου έχει κλέψει την καρδιά.
Τη φωτιά μου αργοσβήνω
μες στη δροσερή αγκαλιά της
και ανέμελα γυρίζω
στα ακατοίκητα νησιά της.
τα μάτια σου τα θαλασσιά,
με έχουν ρίξει ναυαγό
στο δικό σου ωκεανό.
Πλεξούδες τα ξανθά μαλλιά σου
μου ρίχνεις να πιαστώ,
στου καράβι σου το τιμόνι
να καθίσουμε οι δυο.
Νύχτα ξελογιάστρα
με τα φωτεινά σου άστρα,
μια φεγγαροντυμένη ομορφιά
μου έχει κλέψει την καρδιά.
Τη φωτιά μου αργοσβήνω
μες στη δροσερή αγκαλιά της
και ανέμελα γυρίζω
στα ακατοίκητα νησιά της.
**
Μάρτυρας /
Χριστόφορος Τριάντης
Είμαι μάρτυρας κυκλικών δρομολογίων
(επιτάφιες περιφορές),
παράθυρα και τις γωνιές
(του σπιτιού),
στον τοίχο ακούγονται
τα δάκρυα των ελαφιών.
Είμαι μάρτυρας του Θεού,
στην κόγχη προσεύχεται
μαζί με χελιδόνια,
ακριβώς όταν το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα.
Είμαι μάρτυρας του μοιρολογιού,
τις ώρες που τα παιδιά
σπάζουν τον πάγο για να ξεδιψάσουν τα
πληγωμένα πουλιά.
Είμαι μάρτυρας του δειλινού,
σαν τα ερπετά τρυπώνουν στα νυχτολούλουδα,
σκιάζοντας
τους ερωτευμένους.
Είμαι μάρτυρας των βημάτων
(στις κλίμακες),
καθώς φτάνουν στο τέλος
και αγναντεύουν τα κεριά
με το λίγο νερό στην καρδιά τους.
Είμαι μάρτυρας για τη βροχή,
εκείνη τη νύχτα
που σκαρφαλώνει στους εξώστες
γίνεται
κατοικητήριο για ψυχές,
από αρχαία όστρακα.
Είμαι μάρτυρας της άζυμης στιγμής,
που χορταίνει τη νύχτα
και τις ώρες του όρθρου
με τις δικές μου λέξεις.
(επιτάφιες περιφορές),
παράθυρα και τις γωνιές
(του σπιτιού),
στον τοίχο ακούγονται
τα δάκρυα των ελαφιών.
Είμαι μάρτυρας του Θεού,
στην κόγχη προσεύχεται
μαζί με χελιδόνια,
ακριβώς όταν το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα.
Είμαι μάρτυρας του μοιρολογιού,
τις ώρες που τα παιδιά
σπάζουν τον πάγο για να ξεδιψάσουν τα
πληγωμένα πουλιά.
Είμαι μάρτυρας του δειλινού,
σαν τα ερπετά τρυπώνουν στα νυχτολούλουδα,
σκιάζοντας
τους ερωτευμένους.
Είμαι μάρτυρας των βημάτων
(στις κλίμακες),
καθώς φτάνουν στο τέλος
και αγναντεύουν τα κεριά
με το λίγο νερό στην καρδιά τους.
Είμαι μάρτυρας για τη βροχή,
εκείνη τη νύχτα
που σκαρφαλώνει στους εξώστες
γίνεται
κατοικητήριο για ψυχές,
από αρχαία όστρακα.
Είμαι μάρτυρας της άζυμης στιγμής,
που χορταίνει τη νύχτα
και τις ώρες του όρθρου
με τις δικές μου λέξεις.
*
Χρήστος Σακελλαρίου, σκέψεις.
Το περιβάλλον και ο κόσμος γύρω σου, είναι δική σου δημιουργία.
Για κάποιους είναι εύκολο να αλλάξουν τόπο, όμως δυσκολεύονται να αλλάξουν τους ανθρώπους.
Για άλλους είναι εύκολο να κάνουν καινούριες γνωριμίες, όμως είναι συναισθηματικά δεμένοι με τον τόπο τους.
Υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν να μείνουν πολύ καιρό σε έναν τόπο και οι συνεχείς αλλαγές είναι ο τρόπος ζωής τους.
Είναι και οι μοναχικοί άνθρωποι.
Οι κλειστοί, εσωστρεφείς άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για το περιβάλλον γύρω τους, ούτε θέλουν πολλές συναναστροφές με άλλους.
Πολλοί άνθρωποι, ανάλογα με την ηλικία, τις προτεραιότητες και τις υποχρεώσεις που έχουν βάλει, αλλάζουν τρόπο ζωής και ενδιαφέροντα και περιβάλλον και ανθρώπους γύρω τους.
Πολλές φορές αναθεωρούν πολλά από τις αρχικές τους σκέψεις.
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία ο τόπος που ζεις, ούτε ποιοι άνθρωποι είναι γύρω σου, ούτε πόσες φορές θα άλλαξες τις ιδέες σου.
Ειλικρινής με τον εαυτό σου και με τους άλλους να είσαι, για να είναι ειλικρινής ο εαυτός σου και οι άλλοι με εσένα.
Κόσμε, να επιλέγεις συνετά!
**
ΜΥΡΙΣΕ ΑΥΤΟ
ΤΟ ΡΟΔΟ / Πέτρος Τσερκέζης
Ο ουρανός
άναψε τα κεριά του
Και οι
απόντες, οι δικοί μας νεκροί
Μας έρχονται
κοντά, τι μυστικό θα μας εμπιστευτούν;
Σαν να τους
ντύνει η άνοιξη με φτερά πεταλούδας
Σαν να μας
ντύνει η λύπη με φτερά χελιδονιών
Δυσκολεύεται
να αναπνεύσει ο Μάης μέσα στο σκούρο
Σκονισμένη
οδός χωρίς βήματα
Σκονισμένο
φως σκοντάφτει στα μάτια μας
Και η
αθωότητα πατημένη χλόη
Η πόλη
καλυμμένη από γκρίζα λήθη
Λυκόφως
αναστεναγμών.
Αγνοώ το
φόβο και βγαίνω
Φόρεσα μάσκα
στην άνοιξη και γουρλώνει
Κι ένας
ουρανός μασκοφόρος με κυνηγάει καταπόδι.
Μαράθηκε η
ματιά μου σαν το τριαντάφυλλο
Που το
‘κλεψα στη γειτονική αυλή
Για να το
χαρίσω σε κάποιον
Το χάρισα
στον αέρα για τις απώλειες.
Μαράθηκε ο
Μάης με βλέμμα άχαρο
Περνάει ο
χάρος πλάι μας δρεπανηφόρος
Και
τραγουδάει ταπεινώνοντας την αρχοντιά
Και οι
αόρατες αρβύλες του βαραίνουν
Στης υφηλίου
το στέρνο.
Η αράχνη της
μοναξιά έχει παγιδέψει τις μέρες.
Η
ανθρωπότητα αιωρείται μπροστά στην αγχόνη
Με το σκοινί
των λαθών της.
Πώς πετάνε
έτσι οι ψυχές χωρίς αντίο
Ο ουρανός
έγινε ατσάλινος από πίκρα και δάκρυ.
Άναψε τα
κεριά του. Πόσες ψυχές, θεέ μου;
Οι δικοί μας
νεκροί κρεμασμένοι στους ώμους μας
Είναι συχνοί
επισκέπτες στο τραπέζι μας
Στρώνομε το
τραπεζομάντιλο μαζί με το τρομαγμένο χαμόγελο
Το χέρι δεν
αγγίζει τίποτα, σαν να λείπει η οικοδέσποινα, η αγάπη
Και το στόμα
μασάει την ανορεξία παρέα με τον αόρατο.
Μπαίνομε στο
υπνοδωμάτιο και το φιλί μας γυρίζει την πλάτη
Κρύφτηκε
στην αόρατη πλευρά του φεγγαριού
Και ο κόσμος
έγινε ένα παράθυρο
Που
τραγουδάει την ερημιά η μοναξιά και ο πόνος
Ακούτε πώς
τρύζει και πονάει το ανθρώπινο οικοδόμημα;
Οι αμαρτίες
μας παράγουν μαργαριτάρια
Που μας
μεταμορφώνουν σε τέφρα
Έτσι θρέφομε
τη μνησικακία με τη σάρκα μας.
Πόσο θα μας
σκοτώνουν ακόμα οι Κέρβεροι της κερδοσκοπίας;
Έλα, μύρισε
αυτό το ρόδο που άνθησε στην αυγή των ματιών,
Μην το
σκέφτεσαι πια, μην φοβάσαι
Σου το
χαρίζει το στοργικό χέρι της γαλήνης
Η νέα μέρα
σου χαϊδεύει το πρόσωπο, έλα, χαμογέλα!
**
ΕΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ
ΜΕΡΕΣ / Άγις Χαραλαμπίδης
Ετούτες τις
μέρες
δεν μετράμε μόνο τα κρούσματα
θρηνούμε τα θύματα.
δεν μετράμε μόνο τα κρούσματα
θρηνούμε τα θύματα.
Ετούτες τις
μέρες
θυμόμαστε κι ευγνωμονούμε
τους αγγέλους εκείνους
που δώσανε και δίνουν
σ’ όλα τα μέτωπα της γης
τη δύσκολη μάχη
στην πρώτη γραμμή.
θυμόμαστε κι ευγνωμονούμε
τους αγγέλους εκείνους
που δώσανε και δίνουν
σ’ όλα τα μέτωπα της γης
τη δύσκολη μάχη
στην πρώτη γραμμή.
Ετούτες τις
μέρες
δίνουμε τελικές
στο πανεπιστήμιο αξιών‧
ξεχνάμε τις μικρότητες
ανασκουμπωνόμαστε
γινόμαστε καλύτεροι ‧
γινόμαστε Άνθρωποι.
δίνουμε τελικές
στο πανεπιστήμιο αξιών‧
ξεχνάμε τις μικρότητες
ανασκουμπωνόμαστε
γινόμαστε καλύτεροι ‧
γινόμαστε Άνθρωποι.
**
Χριστάκης
Χαραλάμπους
Άδοξοι
ποιητές
Σμπαραλιασμένα
απο πόνο μυαλά
πυρπολημένες
απο πάθος καρδιές
πένες
γαλουχημένες με άπλετη φαντασία
δοσμένες στον
αγώνα υπέρ της αλλαγής
δοξασμένοι
έχουν μείνει στην ιστορία
μα
αποκρουστικό ήταν το τέλος τους
**
Ερωτηματικό
/ Άθως Χατζηματθαίου
Τί θα πεις
στον άγγελο σου
για την απιστία
που ράγισε τον καθρέφτη
της ομορφιάς του
που άνοιγε τα φτερά της
σ'ένα άγριο ροζ τριαντάφυλλο
που έσμιγε με το γέλιο της άνοιξης
στο πρωινό πλανεμα του ήλιου
τί θα πεις στον εαυτό σου
όταν σε ρωτά
με τη φωνή της συνείδησης τα βράδια
καθώς στα σεντόνια της αμαρτίας
βουτας τη ψυχή σου
στη φλεγόμενη κόλαση.
για την απιστία
που ράγισε τον καθρέφτη
της ομορφιάς του
που άνοιγε τα φτερά της
σ'ένα άγριο ροζ τριαντάφυλλο
που έσμιγε με το γέλιο της άνοιξης
στο πρωινό πλανεμα του ήλιου
τί θα πεις στον εαυτό σου
όταν σε ρωτά
με τη φωνή της συνείδησης τα βράδια
καθώς στα σεντόνια της αμαρτίας
βουτας τη ψυχή σου
στη φλεγόμενη κόλαση.
Στην ξηρασία ιδεών, ηθών και εθίμων λογοτεχνική ΟΑΣΗ η σελίδα σου Δημήτρη. Με το ίδιο μεράκι και την αγάπη που σε διέπει, συνέχισε. Εμείς ακολουθούμε εύγε!
ΑπάντησηΔιαγραφή