(Την μέρα εκείνη ...) / Αβανίδης Νίκος
Την μέρα εκείνη
ο παππούς πέθανε
Πήγανε όλοι
στην κηδεία
Κλάμα πολύ
ένα παιδί παρακολουθούσε
τρώγοντας σοκολάτα
Ήταν πεθαμένο κι αυτό
(Κανείς δεν το πρόσεξε)
ο παππούς πέθανε
Πήγανε όλοι
στην κηδεία
Κλάμα πολύ
ένα παιδί παρακολουθούσε
τρώγοντας σοκολάτα
Ήταν πεθαμένο κι αυτό
(Κανείς δεν το πρόσεξε)
**
ΤΗΛΕ - ΠΟΙΗΣΗ / ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΑΒΛΙΔΑΣ
Ένας αόρατος εχθρός
καλλιεργεί φθινόπωρα το φόβο μας.
Η υγρασία του είναι η βία'
το λίπασμά του η αδικία'
ο αγέρας του η απληστία'
κι ο φθόνος μας το σκαλιστήρι του.
Ένας χειμώνας απειλών
αρκεί για να πέσουν σε νάρκη
οι αντιστάσεις μας.
Κι έπειτα,
απλώνει ρίζες ψευδαισθήσεων
βγάζει κλαδιά πανικού
φιλοξενεί παράσιτα ενοχών
σκεπάζεται με φύλλα ντροπής.
Σ' ένα τέτοιο κλίμα
κάθε άνθος που τολμά ν' ανοίξει
μοιάζει με ύβρη
παρά με ύμνο
μοιάζει με βάσανο
παρά με όνειρο'
ψεκάστε τον εχθρό να γίνει οράσιμος
να θερίσουμε θάρρος
να σοδειάσουμε αλήθεια
με διάφανες φύτρες.
**
ΣΤΕΝΟΤΗΣ ΑΔΕΛΦΕ / Γιώργος Γαβαλάς
Το ψωμί λεπτά ογδόντα
Το τυρί δραχμαί μία
Στενότης αδελφέ
Στενότης
Στις παγωμένες τρώγλες
Οι αράχνες πλέκουν τους ιστούς
Πλησιάζει ο καιρός της ερήμωσης
**
Νίκος Δαββέτας
1.
Είχες τον τρόμο της αρένας στα μάτια
βλέπεις ήσουν για όλους
το κόκκινο πανί
2.
Αθώος ή ένοχος;
ένα διαζευκτικό χωρίζει
την ποινή του θανάτου απ’ την ποινή της ζωής
ποια είναι όμως η πιο δυσβάταχτη
ειλικρινά δεν ξέρω
**
Το γλωσσάριο των ανθέων/ Νίκος
Εγγονόπουλος
Την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
την γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
την γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ωμέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανία;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;
ν’ αγαπώ
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ωμέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανία;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;
ν’ αγαπώ
**
Εις το φεγγάρι / Γεώργιος Ζολοκώστας
Χαρά της πρώτης μου ζωής
Φεγγάρι αγαπημένο.
Συ δεν πονάς, εγώ πονώ.
Γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;
Εσύ που χρύσωνες τη γη
και μάγευες το κύμα
Γιατί μου ρίχνεις φως πικρό;
Σα να ρωτάς ένα νεκρό
Που κείτεται στο μνήμα;
Φεγγάρι μου! Στο βασίλειό σου
μη κατοικούν αγγέλοι .
και ο αγγελός μου κατοικεί
Μη φίλημα πικρό από κει
τη λάμψη σου μου στέλλει;
Το φως σου αν είναι φίλημα
μυστήριο χυμένο
από του γυιού μου την ψυχή
ωχ, άκουσέ μου μιαν ευχή
φεγγάρι αγαπημένο!
Ω! λάβε αυτόν τον στεναγμό και
πε του δε φοβάται
άλλην ο νους μου συμφορά
κάθε μου πόνος και χαρά
στο χώμα του κοιμάται!
Αυτά φεγγάρι μου ζητώ. Και πε
του αν σε ρωτήσει
Πότε θα παύσουν οι καϋμοί;
Όταν μι’αχτίδα σου χλωμή
την πλάκα μου φωτίσει!
**
ΕΦΤΑ / Ηλιάδης Κοσμάς
Την έβδομη τη μέρα ξεκουράστηκε
καμάρωνε το σύμπαν
εφτά πύργοι συντρίφτηκαν
κι εφτά σοφοί, σαν άποροι
ανήμποροι, θα κλαίγαν.
Εφτά πληγές, εφτά φωτιές
επτάφωτος λυχνία, έσβησε
άδειες οι μέρες του ασβέστη
εφτά στιγμές χωρέσανε το χάος
εφτά φορές επέθανα
τον έβδομο τον μήνα.
Εσήκωσα τα χέρια μου
και ρώτησα «γιατί;»
Εφτά άγγελοι χαιρέτισαν
ψηλά απ’ τον Ουρανό.
**
ΡΗΤΡΑ / Αθανάσιος Θανάσης
Ο τζακομέττι σαν χελιδονόσπορος μέσα στην υγρασία
Σαν μικρό πουλάρι απογυμνωμένο από αναμνήσεις
Ξύλα φούρνου
Θα περιφέρουν τον τίμιο λήθαργο
Της μύγας
Και του περιστεριού
Ο απροσπέλαστος ανθός της ανίας
**
Ιερόπαις Λευτέρης
Πρωί κι απόγευμα, μας βγάζουν στην
αυλή,
τριγύρω μύγες, ντενεκέδες με σκουπίδια,
οι χωροφύλακες με ζαρωμένα
φρύδια
κι ύστερα πάλι στο κελί.
Εκεί στο ημίφως, τις μορφές σκεπάζει θλίψη,
βαριά, ενστικτώδης, διόλου ευγενική,
με μια αγανάκτηση βουβή, παθητική,
που
δε μπορεί το φόβο ν´ αποκρύψει […]
[…]Κι η νύχτα φτάνει με το φως το
ηλεκτρικό,
που το πρωινό πια μας το σβήνουν,
που μες στα μάτια μας κοιτάει
τυραννικό,
κι οι αχτίνες του ερευνητικές μας ανακρίνουν.
Στα βήματα του
χωροφύλακα-σκοπού,
μετριέται η νύχτα δέκα ανθρώπων κολασμένων.
Μες στη γαλήνη
παρεμβαίνουν που και που,
φριχτά οι κραυγές των ανακρινομένων.
**
Αφροδίτη Αναδυόμενη (απόσπασμα) / Ελευθέριος Καβαλιέρος
Στις δεκαεννέα του μηνός Βοηδρομιώνα,
τότε που τα φύλλα βάφονται με χρώμα θλιβερό,
μα τα φτερά του αέρα κουβαλούν
ελεύθερους ερωτικούς ρυθμούς του θέρους,
από τον Κεραμικό, κοντά στο Δίπυλο,
ξεκίνησε πολύχρωμο, πολύβουο,
το πλήθος των προσκυνητών.
Κι από την Ιερά Οδό,
ανάμεσα στα μνήματα του Περικλή
του Κόνωνα, του Μιλτιάδη,
και του Σοφοκλή, Σωκράτη, Πλάτωνα,
σοφών, λογίων και πολιτικών
αλλά και κι εκεί που αναγέρθηκε
για την Πυθιονίκη
…
**
ΚΙ ΕΠΙΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ
ΣΟΥ / Ναπολέων Λαπαθιώτης
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
Κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
Το γλυκό σου μάτι,
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
Κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
Το γλυκό σου μάτι,
Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
Στο κορμί μου γύρω γύρω,
Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλια σου,
Γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,
Στο κορμί μου γύρω γύρω,
Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλια σου,
Γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,
Και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
Γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
Και ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
Κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
Και ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
Κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα
Κι έτσι αγάπη μου σε ήπια
Μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
Στ’ άνομα καρδιοχτύπια
Κι έτσι αγάπη μου σε ήπια
Μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
Στ’ άνομα καρδιοχτύπια
Κι απ΄ το μέλι ποθοπλάνταζε
Το κορμί σου και το μάτι
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι
Το κορμί σου και το μάτι
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι
**
Πατρίδα / Λορέντζος Μαβίλης
Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ' αγέρι·
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα.
Σα νύφ' η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει, ενώ σβυέται της αυγής τ' αστέρι.
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα.
Σα νύφ' η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει, ενώ σβυέται της αυγής τ' αστέρι.
Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα·
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ' όλα τα μέρη.
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα·
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ' όλα τα μέρη.
Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα
να σου ξαναφιλήσω τ' άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.
**
O Εργένης /Γιάννης Νεγρεπόντης
Το θέατρο πανάκριβο, το σινεμά επίσης
κι η μοναξιά αφόρητη στο σπίτι να καθήσεις.
Διάλεξις εδίδετο περί του Μαλακάση
κι είπε κι αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει.
κι η μοναξιά αφόρητη στο σπίτι να καθήσεις.
Διάλεξις εδίδετο περί του Μαλακάση
κι είπε κι αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει.
Βεβαίως κάπως έπληξε πολλές χρονολογίες,
μα ευτυχώς υπήρξανε και οι απαγγελίες.
Η ώρα του επέρασε χωρίς καμιά δεκάρα,
άσε που είχε όφελος κι εφτά οχτώ τσιγάρα.
μα ευτυχώς υπήρξανε και οι απαγγελίες.
Η ώρα του επέρασε χωρίς καμιά δεκάρα,
άσε που είχε όφελος κι εφτά οχτώ τσιγάρα.
**
Χρήστος Ξανθάκης
«I’m a bumblebee»
Είμαι μια μέλισσα
παντού πάω
πετάω δεξιά κι αριστερά
μαζεύω χυμούς, φτιάχνω ζάχαρες
Είμαι μια μέλισσα
τα χείλη σου είδα
να τα τσιμπήσω έρχομαι
να γίνουν κεράσια.
**
Κατοχή / Ουράνης Κώστας
Ἀλήθεια,
δάση καὶ βουνὰ
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;
Ἀνθίζουν
πάντοτε οἱ βραγιές;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;
Ἀπίστευτα μᾶς
φαίνονται ὅλα
σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τώρα χρόνια
σὰν σ᾿ ὀρεινά φτωχὰ καλύβια
ποὺ τ᾿ ἀποκλείσανε τὰ χιόνια...
σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τώρα χρόνια
σὰν σ᾿ ὀρεινά φτωχὰ καλύβια
ποὺ τ᾿ ἀποκλείσανε τὰ χιόνια...
Θὲ νἄρθει
τάχα μιὰν ἡμέρα
σὰν ἀπὸ τόπους μακρινοὺς
ἡ Ἄνοιξη ποὺ λαχταρᾶμε;
Καὶ θὰ μᾶς εὕρει ζωντανούς;
σὰν ἀπὸ τόπους μακρινοὺς
ἡ Ἄνοιξη ποὺ λαχταρᾶμε;
Καὶ θὰ μᾶς εὕρει ζωντανούς;
**
Πέραμα / Ανδρέας Παγουλάτος
φωνές
χιλιάδες φωνές:
γαμώ το κέρατο σας
δοσίλογοι σπιούνοι τζάκια εξουσίας
τοπία ολέθρου κι οι βόμβες να πουλιούνται
για να πέφτουν να φέρνουν ίδιο σ’ όλους θάνατο
κι αυτοί που δεν λογίζονται ν’ αντισταθούν κι οι άλλοι
με το δισάκι και
οι άρρωστες ψυχές
κάτω από
το μαστίγιο
αλυχτούν
σαν τα σκυλιά
δαγκώνουν
τις σάρκες τους
στο διάβολο αδικητές
διψάτε για αίμα βρυκόλακες
εμποδίζετε μ’ όλα τα μέσα το πέρασμα
μια διάφανη ώρα όταν ο χρόνος ξαπλώνεται
στον ξάστερο ουρανό και μ’ ένα άλμα του
λαμπρύνει
χιλιάδες φωνές:
γαμώ το κέρατο σας
δοσίλογοι σπιούνοι τζάκια εξουσίας
τοπία ολέθρου κι οι βόμβες να πουλιούνται
για να πέφτουν να φέρνουν ίδιο σ’ όλους θάνατο
κι αυτοί που δεν λογίζονται ν’ αντισταθούν κι οι άλλοι
με το δισάκι και
οι άρρωστες ψυχές
κάτω από
το μαστίγιο
αλυχτούν
σαν τα σκυλιά
δαγκώνουν
τις σάρκες τους
στο διάβολο αδικητές
διψάτε για αίμα βρυκόλακες
εμποδίζετε μ’ όλα τα μέσα το πέρασμα
μια διάφανη ώρα όταν ο χρόνος ξαπλώνεται
στον ξάστερο ουρανό και μ’ ένα άλμα του
λαμπρύνει
**
επιφάνια / Θοδωρής Ρακόπουλος
Στάθηκε λοιπόν μπροστά
με το πνευμόνι του διαμπερές
κι ένα μπουκάλι χωρίς πώμα
ή μέσα μήνυμα
με το πνευμόνι του διαμπερές
κι ένα μπουκάλι χωρίς πώμα
ή μέσα μήνυμα
με την αμηχανία του ακάλεστου
στο κατώφλι κυριακάτικα
όταν όλες οι κάβες έχουν κλείσει
στο κατώφλι κυριακάτικα
όταν όλες οι κάβες έχουν κλείσει
«ρε Πάνο» του είπα, «από το
χώμα έρχεσαι και μου μυρίζεις
σαν όταν έσκαβες χωράφια· ο ίδιος· κόπιασε».
σαν όταν έσκαβες χωράφια· ο ίδιος· κόπιασε».
Εκείνος δεν απάντησε- ούτε καν φαινόταν
να έχει καταλάβει· με κοίταζε αργά στο στήθος
σαν να ψάχνει τους υπότιτλους
κι έβγαζε ένα μαντήλι συνέχεια κόκκινο
σκουπίζοντας την ευφυΐα στάλα στάλα από το μέτωπο.
να έχει καταλάβει· με κοίταζε αργά στο στήθος
σαν να ψάχνει τους υπότιτλους
κι έβγαζε ένα μαντήλι συνέχεια κόκκινο
σκουπίζοντας την ευφυΐα στάλα στάλα από το μέτωπο.
Δεν ήτανε γλώσσα ο Πάνος.
Δεν «τό ‘χε» που λεν οι γλωσσοπλάστες.
Σε μια μαύρη φωτογραφία ήτανε, χωμένος στο παλιό του ρούχο.
Δεν «τό ‘χε» που λεν οι γλωσσοπλάστες.
Σε μια μαύρη φωτογραφία ήτανε, χωμένος στο παλιό του ρούχο.
σημ: αυτό το ποίημα βγήκε με
αναμμένο το αλάρμ
μόλις προσπέρασα έναν που σου έμοιαζε ρε Πάνο
ακίνητος στο αεράκι του αμπελώνα
με το πουκάμισό του καπνισμένο
λογάριαζε την αριθμητική των πουλιών.
μόλις προσπέρασα έναν που σου έμοιαζε ρε Πάνο
ακίνητος στο αεράκι του αμπελώνα
με το πουκάμισό του καπνισμένο
λογάριαζε την αριθμητική των πουλιών.
**
Σανουδάκης Αντώνης
κι ο ήλιος εξόριστος των
εποχών
ιππεύει το Σελί του Οροπεδίου
…με ένα πιάνο της
γλωσσολογίας
στο στήθος του καρφιτσωμένο…
…η προσμονή ποτέ
της δεν παλιώνει
μέσα στο σώμα της πυκνής σιωπής…
**
ΚΑΤΡΑΚΥΛΗΜΑ / Ανθίας Τεύκρος
Όλο ξεπέφτεις – και ξεπέφτεις δίχως τέλος –
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).
Το ποιο φινάλε θα ‘χει τέτοια μια ιστορία,
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δε γιατρεύεις τέτοια επίφοβη πληγή.
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δε γιατρεύεις τέτοια επίφοβη πληγή.
Πάντοτε λες : «Θα ρθεί μια μέρα να ξεφύγω,
απ΄ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».
απ΄ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».
Κι όμως το χάος σα μαγνήτης σε τραβάει
και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις,
το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει,
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.-
και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις,
το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει,
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.-
**
Ούτε ένα βραβείο/Υφαντής Γεώργιος
Ούτε ένα βραβείο σε μένα οι τσίφτες των κλικών. Στο
διάολο.
Τά’ δωσαν όλα στους δικούς τους και σε μένα
“πρέπει να προσεχτεί ο Υφαντής” και τέτοια
πούστικα.
Όμως ένα βραβείο το’ θελα ρε αδερφέ.
Το’ θελα να το πάω στη μάνα μου και να της κάνω τον
σπουδαίο.
**
Το μαυσωλείο / Βασίλης Φαϊτάς
Είμαι ο τελευταίος ξέρεις που υπερασπίζεται τον έρωτα
σε μιαν άδεια πόλη,
γεμάτη συνθήματα και υποσχέσεις.
Αγκυροβολημένος εδώ
σ’ αυτό το μαυσωλείο των χρωμάτων,
ίσως να ’χω φτάσει σε μιαν ώρα
που όλα τελειώνουν ή αρχίζουν.
Έτσι που τα πράγματα βαραίνουν μες στην ανωνυμία
πάνε χρόνια τώρα που ζωγραφίζω ένα παράθυρο στην ψυχή σου
γεμάτο θάλασσα,
κάθομαι ώρες και προσπαθώ να σου πω
πως ο έρωτας είναι η τελευταία επανάσταση στη ζωή μας.
Είμαι ο τελευταίος ξέρεις που υπερασπίζεται τον έρωτα
σε μιαν άδεια πόλη,
γεμάτη συνθήματα και υποσχέσεις.
Αγκυροβολημένος εδώ
σ’ αυτό το μαυσωλείο των χρωμάτων,
ίσως να ’χω φτάσει σε μιαν ώρα
που όλα τελειώνουν ή αρχίζουν.
Έτσι που τα πράγματα βαραίνουν μες στην ανωνυμία
πάνε χρόνια τώρα που ζωγραφίζω ένα παράθυρο στην ψυχή σου
γεμάτο θάλασσα,
κάθομαι ώρες και προσπαθώ να σου πω
πως ο έρωτας είναι η τελευταία επανάσταση στη ζωή μας.
**
Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ / Χαβουτζάς Γεώργιος
Μου έγινες αγαπητή τόσον καιρό φοινικιά
μακριά μου το είδος σου πιο πολύ αυξάνει
κι είναι αυτό η αγάπη μου
ένα άστρο που υπαγορεύει μεθόδους
της μεταφυτείας σου στη Βαβυλώνα
το άλας των γεωργών που σε τρέφει
στη Φοινίκη και στην Κοίλη Συρία
είναι αυτό η αγάπη μου
ένας ήλιος εγγύτατος
λαμπρός και καυματίας
με κηλίδες που μέσα τους κάποιο λίκνισμα λανθάνει
υφασμένο από ζέστη και μελλοντικές κινήσεις φύλλων
και τομές θάρρους στην άμμο
και σφυρά της Αιγύπτου. [...]
**
Μόρος / Δημήτρης Ψαλλίδας
Με το σβησμένο
κερί της άγνοιας στ’ αφτιά τους
σ ’είχαν δεμένο πισθάγκωνα
στο τσακισμένο κατάρτι του ορθού λόγου.
Δεν ήταν όμως το τραγούδι των Σειρήνων
(συριγμοί ακατανόητων φθόγγων
υποθαλάσσιος βαβελικός συρφετός
φρικιαστικός βρόντος τού Τίποτα.)
Ούτε η όψη τους
που τα δεσμά σου σ ’έβαλε να σπάσεις.
Η γαλακτερή σκοτεινή γωνιά του άσκεφτου
σε κάλεσε.
Κι εκεί ήταν που στο νου σου άστραψε τ ’όνομα
και ο γλυκός ο πόθος
να γίνεις πια ο Κανένας.
σ ’είχαν δεμένο πισθάγκωνα
στο τσακισμένο κατάρτι του ορθού λόγου.
Δεν ήταν όμως το τραγούδι των Σειρήνων
(συριγμοί ακατανόητων φθόγγων
υποθαλάσσιος βαβελικός συρφετός
φρικιαστικός βρόντος τού Τίποτα.)
Ούτε η όψη τους
που τα δεσμά σου σ ’έβαλε να σπάσεις.
Η γαλακτερή σκοτεινή γωνιά του άσκεφτου
σε κάλεσε.
Κι εκεί ήταν που στο νου σου άστραψε τ ’όνομα
και ο γλυκός ο πόθος
να γίνεις πια ο Κανένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου