Σελίδες

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Ποιήματα και σκέψεις (σύγχρονων ελλήνων λογοτεχνών) για τη Μάννα

H MANA / Χρήστος Αλεξιάδης 
Νεραϊδόφυλλα κινούν
κι η μάνα τα προστάζει
μες το ποτάμι της ζωής
το σπλάχνο της μη σκιάζει.

Κεφαλομάντηλο φορεί
ζωή να συγυρίζει
κάθε ώρα και στιγμή
το χρόνο να στολίζει.

Υπομονή αγόγγυστη
σαν βίους των Αγίων
να συγχωρνά τα λάθη μας
εντός κι εκτός ορίων.

Στ’ αλέτρισμα της ζήσης μας
σκίζεται η καρδιά της
κάθε πληγή, αναβροχιά,
την νιώθει σα δικιά της.

Σαν πνεύμα περιφέρεται
στ’ αστράγγιστα νερά μας
κοσμογονία η στιγμή
να σώσει την καρδιά μας.

Τη πρώτη ώρα και στερνή
τη σκέψη κάνει χάδι
ν αναθαρρεί το σπλάχνο της
στο φως και στο σκοτάδι.

Νεραϊδοθρόισμα ακούς
ήλιος την αυγή σα βγαίνει
είναι η ΜΑΝΑ που σκιρτά
ζωή να ομορφαίνει.

**

Ελάχιστο μνημόσυνο στην ΜΑΝΑ / Ειρήνη Ανδρέου
Σήμερα γιορτάζεις μάνα.
Απ' την στιγμή που άνοιξα τα μάτια ειδα μπροστά μου την πονεμένη σου μορφή με τα λάστιχα στην μύτη και τους ορούς στο χιλιοπληγιασμένο σου
κορμί όπου δεν έμεινε φλέβα γερή να την τρυπήσουν και να μην ματώσει βάφοντας κόκκινα
τα κάτασπρα σεντονια.
Κι ενώ καιγόσουν στους
40 και κάτι μάς
ψιθύριζες "ειμαι καλά"
διαισθανόμενη την αγωνία
μας, εμάς των παιδιών
σου και των εγγονιών σου.
Κι έφυγες τραγουδώντας
κι απαγγέλλοντας μέχρι
που είχες τις αισθήσεις
σου οπως έκανες πάντα
στη ζωή με όσα βάσανα
κι όσες δουλειές.
Οταν έσπερνες, όταν θέριζες όταν ζύμωνες
οταν σκαρφάλωνες στην
μύτη της καρυδιάς, της κυδωνιάς να κόψεις και
και το τελευταίο
φρούτο να μας φτιάξεις
γλυκό. Στο χωράφι μας
μεγάλωσες, αυτό το μόνο
που σου 'δωσε η μάνα σου
και που σηκωνόσουν στα
σκοτεινά να ποτίσεις όλα
όσα φύτευες για να μας
θρέψεις από πατάτες
φασολάκια ντομάτες κλπ μέχρι φράουλες που τις
βάζαμε σε πανεράκια
εκει γύρω στα 12 ήμουν
και τα εβγαζες στο δρόμο
όπως και τα μήλα μέσα
από το δύσβατο μονοπάτι
φορτώνοντας τις κάσες
στους ώμους σου με τον
ιδρώτα να κυλάει ποτάμι
κάτω απ' τον καφτό ήλιο...
Με χίλιους κόπους
μάζευες τα λεφτά για
για να μας μεγαλώσεις
κι είχες και μια
"περηφάνια" να μας ντύνεις με τα καλύτερα ρούχα
που έφερνε ο πραματευτής
από την "χώρα".Τον πενιχρό
μισθό του μπαμπά δεν τον άγγιζες....
Τον φύλαγες να μας αγοράσεις οικόπεδο στην
"χώρα" όπως λέγαν την Λευκωσία, να μας στείλεις
σε ιδιωτικά σχολεία έκανες όνειρα μέσα στην
φτώχεια σου πάνω από
τις δυνάμεις σου..
Στερήθηκες, βασανίστηκες ξενοδούλεψες σκληρά
για να μας μεγαλώσεις
να μας μορφώσεις να μας
κτίσεις μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι μας κάνοντας
και τον βοηθό του κτίστη..
Θυμάμαι κι εμείς, τα παιδιά κουβαλούσαμε τούβλα
και κάδους με τσιμέντο
στον κτίστη έφηβοι τότε.
Ο δε αδελφός μου από μαθητής δούλευε στις οικοδομές τα καλοκαίρια
κι εμείς τα κορίτσια στα
σταφύλια. Δύσκολα χρόνια
μα όμορφα. Πόσα να θυμηθώ..
Κάτι που γεμίζει τύψεις
ήταν οταν μια Κυριακή
λιγο πριν φύγεις για το αγύριστο ταξίδι ήρθα να σε
παρω να πάμε στο χωριό.
Στεκόσουν στην πόρτα
μαυροντυμένη αφού για
28 χρόνια αφότου έφυγε
ο μπαμπάς δεν εβγαλες τα μαύρα και είχες τα χέρια
ψηλά. Σε ρωτώ τι κάνεις μάνα; Παρακαλούσα τον θεό
ν ανεφάνει ενα παιδί μου ενα εγγόνι μου και να που
με άκουσε, μου ειπες. Ο Θεός σε έστειλε κόρη μου........
Και τότε ήταν που έγραψα
το ποίημα μου με τους
στίχους:
Ειναι πικρό μονάχος σου να σβήνεις
και το παιδί σου να σ' έχει στην άκρη
κι εσύ και την ζωή σου να
την δίνεις
μη στάξει απ' τα μάτια του το δάκρυ.
**

Αναπνοή του Παύλου Ανδρέου
Αξιοποιώ κομμάτια από την αγάπη σου,
κατασκευάζοντας κελαρυστά την καρδιά μου.
Στα σκότη μ’ έπαιρνες αγκαλιά
και ωρίμαζα με τον κυματισμό σου.
Έκτιζες ανώδυνα προστατευτικά κελιά,
μονάχα με το πάντιμο μειδίαμά σου.
Υπήρξες εκεί απ’ την αρχή.
Διαρκώς στα μάτια μου μυθοποιημένη.
Συναντούσα τη γνώση σε εξέλιξη,
την προσπάθεια που τ’ ανθρώπινα υπερβαίνει.
Εποίησες ψυχές δια μιας μικρής κιμωλίας.
Όσο γράφεις στον μαυροπίνακα,
κερδίζουμε στα πέρατα την αναπνοή.

**

Είναι η μάνα / Κωνσταντίνα Βουτσινά
Έχεις τα χέρια πισωδεμένα;
Έχεις τα πόδια τσακισμένα;
Δεν σου 'μεινε φωνή να στείλεις την κραυγή σου;
Ένα της χάδι, ένα χαμόγελο,ένα της λόγος
Και βγάζεις φτερά στις πλάτες!
**

Τάσος Δασκαλάκης 

Εορτή της μητέρας!
Δύο μέρες εξαιρετικά
του καθε χρόνου ψάχνω
το γλυκερό της πρόσωπο
κι ανεύρετη ομορφιά της.

Τα χέρια της τα θαυμαστά
την ακριβή φωνή της
τη θεογόνα συμβουλή
που μένω εραστής της.

Κι αυτές δεν είναι άλλες
από τις δύο Φλεβάρη
και από τη δεύτερη Κυριακή
του αγγελικού μου Μάη.

**
ΜΑΝΝΑ / Άννα Ζανιδάκη

Χαριτωμενη
Ρωμμαλεα
Ονειρικη
Ντροπαλη
Ικανοτατη
Αληθινη
Περηφανη
Ουσιωδες
Λατρεμενη
Λειτουργικοτατη
Άρτια.


**
ΜΑΝΝΑ / Αντώνης Θαλασσέλης 

Φτερούγισµα
τ’ ανέµου η µορφή σου.
Στο πέρασµά σου
Άγιο Μύρο µοσχοβολάς.

Στα καθάρια µάτια σου
ξεχύνεται η αγάπη.
Ήλιος το πρόσωπό σου,
καλοσύνη φεγγοβολά.

Ω, θεά του αρχαίου κάλλους!
Μπλέκεις στα δάχτυλά σου τη ζωή.

Με δάκρυα το λουλούδι
του έρωτά σου ποτίζεις ,
στη ζεστή αγκαλιά σου.
το ανασταίνεις

Υπάρχεις για να χαρίζεις
ελπίδα και κουράγιο,
δίνεις νόηµα και αλήθεια.
Μάνα, όλου του κόσµου,
Εσύ!
**
«Στο γιο μου» / Σοφία Θεοδοσιάδη
Όσο τα χρόνια κι αν διαβαίνουνε
στης μάνας πάντα την ψυχή
λουλούδι νιο και νιόφερτο
στον κήπο της..θα στέκεις φυτεμένο..
πίσω να την γυρνάς..στης νεότητας
στα χρόνια σου της γέννας..
Σ' όποιο κελάρι κι αν σταθώ
βρίσκω απ' τα χέρια σου τις ζωγραφιές
οι φυλαγμένες οι εικόνες με μαγεύουν..
έναν κόσμο εζωγράφιζες
στην ομορφιά..στα χρώματα λουσμένο..
Μες στου Μαγιού τις μυρωδιές
σε μια στιγμή μεγάλου πάθους εγεννήθηκες
με το λουλουδιαστό της Άνοιξης φουστάνι της
κορίτσι η μάνα σου να σε κρατεί
στη μυρωδιά σου ν' αρχινά
παντοτινό το πανηγύρι της ψυχής
παντοτινή γι αυτήν γιορτή μητέρας..

**
ΜΑΝΑ / ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Είναι η γυναίκα που ο Θεός
διάλεξε να Θεώσει
και εδω σ΄αυτόν τον κόσμο μας
φως και ζωή να δόσει

αυτή που μας ανάστησε
με ανάσα απ΄ την δική της
με αίμα απο το αίμα της
ψυχή απ΄την ψυχή της

αυτή που θα θυσίαζε
την ίδια την ζωή της
αν ήξερε πως θά΄σωζε
θα ζούσε το παιδί της

μέρες και νύχτες έκλαψε
πάνω από προσκεφάλια
ξενύχτησε υπέφερε
έκανε παρακάλια

στον πλάστη για τα σπλάχα της
Θεέ μην υποφέρουν
δόσε τους όλα τα καλά
κι αυτά καλά θα φέρουν

γυναίκα που την Θέωσε
με δύναμη στα στήθεια
με τόση αγάπη δυνατή
γεμάτη με αλήθεια

κι εμείς που μας εγέννησε
σήμερα την τιμούμε
ας δείξουμε στην μάνα μας
ότι την αγαπούμε
μονάχα με μιά αγκαλιά
και δυό φιλιά να πούμε
στην μάνα μας το σ΄αγαπώ
μαζί της να χαρούμε

**
Γαβρίλης Ιστικόπουλος 

Σε Εκείνη

(Όχι μόνο για εχθές...
Για σήμερα, για αύριο, για πάντα!)

Στις ρυτίδες σου σκύβω ευλαβικά να πιω από τη σοφία σου.
Στα μάτια σου συναντώ τους αγώνες των προγόνων μου.
Στα χέρια σου κουρνιάζουν τα χάδια που στερήθηκες.
Στη καλοσύνη σου τα νιάτα μεταλαμβάνουν τη ζωή.
Στο σφραγισμένο από τις κακουχίες στόμα σου
συνωστίζονται οι κραυγές της αγωνίας μας.
Στα μαλλιά σου κάτω απ' το τσεμπέρι,
υποκλίνονται οι άγριοι βοριάδες,
κατακερματίζονται οι καημοί,
υποτάσσονται οι εξουσίες.

Στο βλέμμα σου,
- αχ τι βουβό σπάραγμα σ' αυτό το βλέμμα σου -
κουρνιάζουν οι αιώνες που σε κυνήγησαν,
όμως εσύ όλους τους συγχώρεσες.
Και στη καρδιά σου,
σ' αυτή την κόκκινη θάλασσα καρτερίας και αφοσίωσης,
μαζί με την ακατάβλητη αγάπη σου για τον άνθρωπο,
ανάβουν φωτιές και σημαιοστολισμένα γιορτάζουν
όλα τα απόκρυφα βραχονήσια της ελπίδας μας,
εκλιπαρώντας τον ασβέστη της προσμονής
να νανουρίζει στις ήμερες ξερολιθιές
μαζί με το θυμίαμα του Άη Νικόλα,
τις μικρές σαύρες π' αγαπούσες.
Αν δεν ήσουν εσύ, αν δε πάλευες εσύ,
που θα ήμουν εγώ, που θα ήμασταν εμείς
πως θα ήταν ο κόσμος μας τώρα, μάνα μου;
 Από τις ''Ανατροπές με ''Α''


**
ΜΑΝΑ - Λάθε Βιώσασα ¹ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
.

Διάδοχο ήθελε η στείρα άνασσα Στρατονίκη

κι ο άναξ Δηιόταρος βιάζει τη σκλάβα Ηλέκτρα,

(η ψυχή της πάντα όρθια), τη ρίχνει στο κελί.

Συντροφιά έχει μυρμήγκια απ’ τον φεγγίτη,

μια καρέκλα - της έφτιαξε πόδια, αγκώνες,

να κάθεται το κενό και να της απαντά.
.
Αα, έξω ακούει ιαχές· τ’ όνομα του γιού της
μαθαίνει· τον τιμούν στην Αυλή διάδοχο.
Σε αργαλειό υφαίνει ταύρο να βιάζει ελαφίνα
κι αυτή γεννάει λιονταράκι με μάτια ελαφίσια.
Στο μαξιλάρι κεντάει μια μορφή, ο γιός της,
να τον φιλά, να του χαϊδεύει τα μαλλιά,
με δάχτυλα χίλια, όπως ο ποταμός τον κάμπο.
.
Γελά η μάνα μεθυστικά μες στο κελί,²
έχει γιο τον αυριανό Βασιλέα της Γαλατίας.
Ζει λάθρα¹ κι αγνοεί της φυλακής το σκότος,
την αρκεί που ο γιος της λάμπει στο φως.
.
1. Φιλόσοφος Επίκουρος: Λάθε Βιώσας (Να ζεις απαρατήρητος, λαθραία).
2. Και τα μεθυστικά γέλια πλημμυρίζουν τη φυλακή, Κάρολος Μπωντλαίρ (1821-1867)


**
Αλεξία Καλογεροπούλου 


Μητέρα
Μητέρα, πατρίδα αλησμόνητη,
αγάπη πρώτη.
Μια αγκαλιά έχω γι’ ανάμνηση
και δυο χέρια στοργικά
σε κάθε μου πτώση.


(Από την ποιητική συλλογή «Λέξεις στην άμμο», εκδ. 24γράμματα, 2019)

**

του Κωνσταντίνου Λουκόπολου
Κι είδα τη μάνα μου
- ποιοι είναι όλοι αυτοί,
μου λέει,
και που ήταν όσο ζούσα;
γιατί σ' αγκαλιάζουν
κι εγώ δεν μπορώ;
μπορείς,
λέω,
θα ρχομαι εγώ,
κάθε ξημέρωμα•
-δε σε θέλω εδώ,
μου λέει,
δεν ανάβουν τα σώματα
κι έχουμε ξεπαγιάσει._

**
Ουρανία Μπούρτζινου

Οκτάστιχη σκέψη

Μητέρα ύμνηση
ομορφιά λαμπερή
ύπαρξη ανεξίκακη
απάνεμο λιμάνι
υπομονή συγχώρηση
στήριγμα δώρημα
άγρυπνη φρουρός
μητέρα θυσία.


**

ΖΟΥΣΕ ΑΚΟΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ / Δημήτρης Νικηφόρου
ένα απόγευμα τον φώναξε η μάνα του.‘’ έλα γρήγορα να δεις’’ του είπε• ‘’ τι’ ναι ρε μάνα, τι έγινε;’’ τα μάτια της του έδειξαν μια γλάστρα με σκέτο χώμα που μέσα της γουργούριζε μια περιστέρα. '’ την έκανε φωλιά για να γεννήσει..’’ ψιθύρισε με κοριτσίστικη φωνή, ‘’ να, βγήκε ήδη το πρώτο αυγό, κλωσούν εναλλάξ με το ταίρι της• σε λίγο θα κάνει κι άλλο.. ξέρω είναι μπελάς μα δεν μου κάνει καρδιά να τα διώξω..’’
κούνησε το κεφάλι του, ‘’ ωραία δουλειά ανοίξαμε’’, σκέφτηκε.

πράγματι όλα κύλησαν ρολόι και σε καμιά εικοσαριά μέρες έσκασαν μύτη δυο μικρούλια φαλακρά που έτρεμαν και τσίριζαν συνεχώς• η μάνα του το χαβά της, την είχε δει με τα πουλιά• τα τάιζε, κατέβασε την τέντα, έριξε μια κουβέρτα στα κάγκελα να μην τα πιάνει τ’ αγιάζι• ψωμάκι, νεράκι, σουσαμόσποροι, έτρωγαν όλη μέρα του σκασμού, γκάριζαν σαν γάιδαροι και, σα να μην έφταναν αυτά, όταν καρδάμωσαν, οι ευτυχείς γονείς κάλεσαν τους φίλους τους, πιάσανε τη μάνα του κορόιδο, κάνανε τα τσιμπούσια τους, χέζανε όπου βρουν και το μπαλκόνι έγινε περιστερώνας..

μια μέρα βρήκε τα εσώρουχά του στην απλώστρα γεμάτα κουτσουλιές• αυτό ήταν! του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.‘‘δεν ξέρω τι θα κάνεις’’, ούρλιαξε, ‘’ βρες τρόπο να ξεκουμπιστούν από δω γιατί θα τα περάσω στη σούβλα• χώρια που βρωμάει και ζέχνει, πήξαμε στα σκατά!’’

εκείνη έκανε τάχα πως μαζεύτηκε και ψέλλισε πονηρά ‘’κρίμα γιόκα μου, έχασες την ανθρωπιά σου, παραξένεψες..’’. ‘’μα βρε μάνα, τι λες;’’ απάντησε έξαλλος, ‘’λερώνουν παντού, μαδάνε σαν κότες, γεμίσαμε πούπουλα και ..’’. ‘’ καλά, καλά,’’ τον καθησύχασε, ‘’μόλις πετάξουν τα μικρά θα φύγουν, υπομόνεψε λίγο• κι’ όσο για τα βρακιά, μην κάνεις έτσι...’’, του πέταξε, ‘’σώβρακα είναι, σκατά μαζεύουν! ’’. τον πήραν τα γέλια και της έσκασε ένα φιλί.

πέρασε κάνας μήνας και ξεχάστηκε το πράγμα ώσπου ανοίγοντας τα παντζούρια, φτερούγισαν γύρω του τρομαγμένα καμιά δεκαριά πουλιά• του κόπηκε η χολή! ‘’μάναααα!! ’’ έβαλε τις φωνές• το είχε κόψει λάσπη.

αυτά συμβαίνουν όταν επιστρέφεις, μετά από μακρόχρονη απουσία, και μένεις στο σπίτι με τη μάνα σου..

τα περιστέρια έφυγαν μια μέρα ξαφνικά από μόνα τους. η μάνα του ακολούθησε μ' ένα πεισματικό χαμόγελο λίγους μήνες μετά. μόνος πλέον κι ανενόχλητος χανόταν στα βιβλία του και στη βουβαμάρα των τοίχων• κάθε τόσο έβαζε μια κούπα νερό και σουσάμι στην άδεια γλάστρα, με μια παράλογη εμμονή, προσμένοντας ποιος ξέρει τι..
τα πουλιά περιφρόνησαν τις σπονδές του και δεν φάνηκαν ποτέ ξανά. το ίδιο και η μάνα του.
1999

**

του Νίκου Πενταρά 

Στο σπίτι σου ήταν όλα στη θέση τους, μητέρα,
εκτός από εσένα στην πολυθρόνα σου
και τη χύτρα με το φαγητό στη νισκιά.

Καθώς κοιτούσα γύρω αμήχανα
με το πάτωμα να κυλά
κάτω από τα πόδια μου
γιατί πρώτη φορά
ήλθα στο σπίτι σου
κι εσύ να λείπεις
άκουσα την απουσία
στην άδεια πολυθρόνα σου
να μου μιλά με τη φωνή σου
και να με ρωτά αν πεινούσα.


**
Στρατής Παρέλης


Μάνα μου ένας ήλιος σήμερα κανονιοβολεί!

Να εκλιπαρώ για μια σύνεση καρφιτσωμένη πάνω στα φυτά
Και ο δρόμος να είναι παντί τρόπω ο μόνος
ν’ ακολουθήσω κανόνας

Φτάνω στην ποθητή γαλήνη του μεσημεριού που τρύπησε και μπάζει
Ιδέες θαλάσσης και πεταλούδες μιας αφράστου χαράς..
Ο ύμνος κι αν δεν εγγράφηκε είναι το άσμα του πουλιού που ειπώθει
Σε δεκαπεντασύλλαβο της αρετής των δέντρων.
Άγια μου Κυριακή έλα κοντά, θέλω σε να με κάνεις να μην κλαίω πια
Μάνα μου ένας ήλιος σήμερα κανονιοβολεί!
Στον νου μου μία σφήγκα στίχου με κεντά και κάνει με το μέλι της σεπτής ηλιαχτίδας αποκλειστικά να σιτίζομαι.
**



ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ


ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

τα χρόνια πέρασαν ...
αλλά σκάβω πάντα μέσα στις φλέβες του χρόνου
χωρίς να νιώθεις την θλίψη μου .

Και ακόμη στο μικρό μας μπαλκονάκι
αντικριστά καθόμαστε
σε παρατηρώ στα μάτια
που πάντα με αγάπη και ευγένεια απαντούσαν,
πάλλεται το σώμα μου στο αγκίστρωμα της ματιάς σου .
Εσύ με τα αγγελικά σου φτερά, σαν ανθός
ξεπροβάλλεις κρατώντας το καντήλι σου
με το τρεμουλιαστό του φως .

Ο Άι Λιας, διάπυρο κάδρο στην δύση,
φεγγάρι μου στέλνει το πρόσωπο σου.
Με την ευχή σου
και την άφθαρτη σου στοργή
την πέτρινη σκάλα ανεβαίνω,
εκεί που τον κόσμο αγκάλιαζες
τις ώρες της μοναξιάς.

Σκοτεινιάζει γύρω μου,
γιατί δεν γυρνάς λαμπηδόνα μου ;
να σ'αγγίξω θέλω πριν σβήσει η νύχτα.

Γίνε η μητέρα της επανάληψης
παιδί σου είμαι,
μια κουβέντα σου επιθυμώ
δεν πεθαίνουν έτσι οι μάνες
δεν σβήνουν έτσι ξαφνικά τα λυχνάρια.

Ω πηγή της ζωής μου,
που τρέχεις στον λειμώνα μου
λύσε μου τα μάτια να σε δω
ζεις και το ξέρω ,δεν με ξεγελάς άλλο.


**

Πάνος Παρασκευάκος 

ΜΑΝΑ

Μου σμίλεψες τη σκέψη μου, από μωρό παιδί
πήρες γραφίδα και ζωγράφισες το παιδικό μυαλό μου
από τα στήθη σου, μου έδινες τροφή
κι’ ήσουν για μένα, ένας μικρός θεός μου.
Σε κάθε παραμύθι σου, για το νανούρισμα μου
κι’ από τα πρώτα βήματα που με ‘μαθες να κάνω
μου έπλαθες τα όνειρα και τα ιδανικά μου
ένα ¨εγώ¨ μου έκτιζες , για να ‘χω πάντα πλάνο.
Αργότερα με μάθαινες, ανάγνωση - γραφή
και να μετρώ με μάθαινες, το ένα και το δύο
για ν’ απορρίπτω, Μάνα μου , υπόσχεση ασαφή
και να μετρώ το δίκιο μου, σ’ ολάκερο το βίο.

Η σμίλη που μου σμίλεψες, τη σκέψη μου μωρό
κι’ η πένα που ζωγράφισες , τη παιδική ψυχή μου
μου δείχνανε στο διάβα μου, το θέλω, το μπορώ
και σαν δυο φάροι φώτιζαν, την ρότα στη ζωή μου.
Τα γράμματα που με ‘μαθες, να γράφω να διαβάζω
κι’ οι αριθμοί που μου ‘δειξες, πότε μας κάνουν ίσον
μου μάθανε μες τη ζωή, ποτέ να μη διστάζω
να κυνηγώ το όνειρο, ¨γήινων παραδείσων¨.
Από τα πρώτα βήματα και από τα παραμύθια
Θεός και Πρωτομάστορας, μου ‘κτιζες το ¨ποιόν μου¨
μα! τώρα που μεγάλωσα, μοναδική μου αλήθεια
σε είχα καθοδηγητή, των όποιων αξιών μου.
**
Αντριάνα Περικλέους - Ονουφρίου

Μάνα μάννα τ ουρανού. Μάνα λουλούδι του γιαλού άνθος του μυαλού. Μάνα το μάννα τ ουρανού. Εσύ γλυκιά μορφή θεσπέσια. Αντέχεις την ατέλεια. Σφουγγάρι των δακρύων άγγιγμα μου θείο, άγαπη μεγαλείο. Είσαι ναμα καρδιάς Παρηγοριά, χαρά όταν το μέσα μας πονά. Κράτα ρε μάνα γερά. μην κοιτάς αλλού. Ξηραίνεις το ψωμί στα χείλη ταΐζεις τα παιδιά σαν χελιδόνα έτσι χορταίνεις μάνα μόνο εσύ. Άνοιξε αγκαλιά, χώσε στο κόρφο σου το δάκρυ. Εκεί είναι η άκρη όπου σπέρνεται η αγάπη. Ανιδιοτελής, αμόλυντη απέραντη, μοναδική Φίλη, μάνα, αδερφή. μάνα μου ολα είσ' εσύ.
**
ΜΑΝΑ / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ
Μάνα καντήλιν άσβεστον
και προσευχή στο στόμα
για του παιδιού σου τη ζωή
ώσπου να μπεις στο χώμα

Κερί μπροστά στην Παναγιά
που καιγεται και λυώνει
είναι της μάνας η καρδιά
μα δεν το μετανοιώνει

Μάνα σαν τα ψηλά βουνά
βουνό η δύναμή σου
κι άγριο λιοντάρι γίνεσαι
μάνα για το παιδί σου

Και του Χριστού και του ληστή
η μάνα ειναι μάνα
ίδιος ο πόνος κι η φωτιά
κι ο θρήνος για τη μάνα

Κάθε ανθρώπου μάνα μου
είσαι η πρώτη λέξη
και στις φουρτούνες της ζωής
´μάνα ´ θα πει ν αντέξει

Μέσα στον κόσμο τον σκληρό
καλά που υπάρχεις μάνα
Άχ! να μη κτύπαγε ποτέ
για σένα η καμπάνα

**


ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ / Νίκη Σκουτέρη 

Mανούλα μου χιλιόχρονη στο μύρο τυλιγμένη,
η αγκαλιά σου είναι ζεστή σα νούφαρο πλασμένη.
Το χάδι σου τόσο γλυκό ,τα χείλη σου κεράσια,
το βλέμμα σου το στοργικό αγγίζει κορυφάσια.


Προσφέρεις τον ιδρώτα σου στην οικογένειά σου
λέαινα αρπαχτική γίνεσαι για τα παιδιά σου.
Αγάπη ολόκληρη είσαι εσύ, θυσία ορκισμένη
στον πόνο μα και στη χαρά είσαι όλη δοσμένη.

Σε αγαπώ μανούλα μου, είσαι η προστασία,
είσαι ο βράχος μου εσύ σε καστροπολιτεία!

**
ΜΑΝΑ / Μαρία Βίτσα Σουλιώτη 

Χρόνια πολλά ....

Στο θαύμα που αποκτά υπόσταση με ένα γοερό κλάμα

Στον πόνο που μετουσιώνεται σε τρυφερή ανάσα

Στο δάκρυ που δροσίζει την αγωνία

Στο φιλί που γιατρεύει γρατζουνισμένα γόνατα

Στα λόγια που παρηγορούν πληγωμένα αισθήματα
Στην αγκαλιά που μοσχοβολά ανακούφιση
Στα μάτια που χορταίνουν με ένα χαμόγελο
Στην αγάπη που ταυτίζεται με τη θυσία
Στην ύπαρξη που γεννά ζωή.

**
Για την γιορτή της μητέρας / Αθηνά Τέμβριου
Ο κόσμος λέγεται ότι γεννήθηκε χωρίς μητέρα.
Μόνο ένας θεϊκός πατέρας
είχε αναπνεύσει ζωή και έδωσε αγάπη.
Παρατηρώντας τη φύση όμως,
κάποιος μπορεί να αναρωτιέται,
Αν μας έχουν πει το μεγαλύτερο ψέμα
Από τότε που ξεκίνησε το tbory

**
ΜΑΝΑ / Στέλλα Τεργιακή
Για σένα, γλυκιά μου Μάνα …
θα μπορούσα ν’ αφιερώσω ζωές πολλές
στα ταξίδια των ψυχών στο αέναο Φως,
νοιώθοντας τον σπινθήρα σου
στις καρδιάς μου το Σύμπαν!


**

Μα' / Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

Μα' σε φωνάζω
κι είν' αρκετό
κι ούτε που ξέρω αν βγαίνει απ' το μαμά
ή απ' το μαμ το αγγλικό
είμαι κι εγώ, βλέπεις, σε δυο γλώσσες μοιρασμένος
όπερ μεθερμηνευόμενον
η μια η μητρική η άλλη ληστρική μα αγαπημένη.

Μα' σε φωνάζω
μα δεν νιώθω τίποτα να είναι μισό
διπλές συλλαβές δεν είναι απαραίτητες
σαν αντηχεί η καμπάνα του παντός
με δυο γράμματα μεστά
έτσι είναι σωστός ο κόσμος μου
έτσι ακέραιη η ψυχή μου
το έτερον ιδανικό και το οικείον ράδιον
μα τίποτα σ' ετούτη τη ζωή τυχαίο δεν είναι
όλα καλά σχεδιασμένα ήταν απ' την αρχή
κρατάω ορθά το πηρούνι στο αριστερό
(για να κεντρίζω ό,τι σκληρό στο δρόμο συναντήσω)
και το μαχαίρι στο δεξί αγέρωχο κι ευθυτενές
(τις πιθανότητες να μειώνω αποφασιστικά)
γιατί όταν τρυφερά στα χέρια μου τα τοποθετούσες
χαμογελούσες, Μα',
και στα επίμονα μου 'μα' δεν αντιδρούσες,
κάπως έτσι δεν πιέστηκα τέτοια να μάθω τυπικά
κάπως έτσι έρχονταν μόνα τους μετά.

Όλα καλά σχεδιασμένα απ' την αρχή,
γιατί τ' απογεύματα το διάβασμα
ποτέ δεν πίεζες ν' αρχίσω
κι ας κοίταζες διακριτικά από την κλειδαρότρυπα
σαν μου 'φτιαχνες τις τηγανίτες που αγαπούσα
ποτέ δεν με φώναζες σούρουπο απ΄ τα χωράφια με θυμό
και έκρυβες την αγωνία σου στην τρίτη μου εφηβεία
όταν νυχτοξημερωνόμουνα με φίλους
ίσως να ήξερες κιόλας
πως ένιωθα την ανακούφισή σου
που κρυφά εκτονωνόταν
μ' ένα ανεπαίσθητο φούσκωμα στο στήθος
και μια αγκαλιά στο μαξιλάρι.

Μα' σε φωνάζω κι εσύ ποτέ δεν συμπληρώνεις
το υπόλοιπο με ύφος
ή μ' ένα 'μπα'
εντοιχίζοντας ένα τεράστιο ειρωνικό
σχήμα του σπιτιού
υπονοώντας τις μακρές μου α-π-ουσίες
πάντα με άφηνες να είμαι αυτός που είμαι
να λέω αυτά που θέλω
να πράττω όπως νομίζω
πάντα συμφωνούσες
κι ακόμη δεν έχω καταλάβει
πώς η συμβουλή σου περνάει αβίαστα
στις βασικές μου αποφάσεις
γι' αυτό κι εγώ σου έλεγα τα πάντα
ήθελα ο ίδιος κάθε λεπτομέρεια να μάθεις
τίποτα μη σου κρύψω,
πώς τα καταφέρνεις, πώς;

Μα' όταν σε φωνάζω αντηχεί τετραπλό στο πατρικό μας
κι όλη αυτή η απόλυτη, τυφλή σου αποδοχή
η μόνη της αγάπης σου απόδειξη
και η ζεστή, κάθε φορά, αγκαλιά.
Όπερ έδει δείξαι.



**
~Μάνα~ / ~Μέλη Φωτιάδου~


Ασημένιο τάσι της αγάπης γεμάτο νέκταρ η καρδιά σου,
ξεδίψασμα από αγίασμα, κέρασμα στα παιδιά σου.
Βελούδο είναι τα δάχτυλα,μετάξι η ματιά σου,
και η στοργή πασίχαρη μέσα στην αγκαλιά σου.
Ζυμώνεις απ’ τα δάκρυα προζύμι με αγωνίες,
γλυκό ψωμί από χαρά σε φούρνο ευτυχίας.
Ήλιος χρυσός η ανάσα σου,ζεσταίνει και λυτρώνει,
στις καταιγίδες θαλπωρή,σαν κιβωτός μοναδική.
Κρίνα σπέρνεις στους δρόμους μας,τριαντάφυλλα στις στράτες
για να ευωδιάζει η αγάπη σου,να μαραθούν τα βάτα.
Είναι η θωριά σου μάνα μου,καντήλι αναμένο,
φιντάνια είναι τα λόγια σου και τάματα ψυχής.
Μάνα-κυρά μας Παναγιά του κόσμου Πλατυτέρα,
Χριστό κρατάς και ευλογείς, βασίλισσα του αιθέρα.
Ωκεανός υπομονής,νάμα που μας ευφραίνει,
ίαση κάθε λέξη σου μάνα αγαπημένη.
Ρομφαία μπήγει στην καρδιά ο μακελάρης χάρος ,
το σπλάχνο σου σαν το χτυπά με δόκανο του σατανά.
Όποιος την μάνα έχασε,και ίσκιο της δεν βλέπει,
ξερόφυλλο είναι στο βοριά,πληγές για χάδια έχει.
Άγγελοι έραψαν φτερά στους ώμους τους δικούς σου,
νά έχεις κάτω απ τη σκέπη σου,μανούλα το παιδί σου.
Μάνα το <Μάννα του ουρανού> η Κυριακή είσαι του Θεού,
η προσευχή του ορφανού,ευχές στον κήπου του ουρανού.
Μάνα λέξη μοναδική σε όποια γλώσσα κι αν ακουστεί,
σε κάθε έθνος και θρησκεία,είναι η δική σου παρουσία,
μαγική αισθήσεων μελωδία.

**
Στη γιορτή της Μάνας / ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ
Μάνα γλυκιά, αυτή η μέρα είναι δικιά σου,
για την αγάπη που απλόχερα σκορπάς.
Λίγα λουλούδια σου χαρίζουν τα παιδία σου,
κόκκινα ρόδα, απ’ τον κήπο της καρδιάς.
Έχεις τον ήλιο φάρο μέσα στη ματιά σου
κι η κάθε αχτίδα ένας δρόμος φωτεινός.
Αγάπη μόνο διαφεντεύει στην καρδιά σου,
χωρίς εσένα, πίκρα, πόνος, στεναγμός.
Κάθε σου γέλιο, μαγικό μοιάζει τραγούδι.
Φιλί ζωής, μάνα, η κάθε σου ευχή,
Εν’ ανθομύριστο, ανοιξιάτικο λουλούδι,
γλυκό αγέρι στ’ ακρογιάλι της ψυχής.
Μάνα γλυκιά, το βλέμμα σου πυξίδα,
στο ανηφόρι της ζωής κρυφή ελπίδα.


**

Δέσποινα Καλαιτζή- Χαλιούμη 

ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ...
δοτική μάνα
καρπός γονικής έγνοιας
ρίζα αγάπης


και 


ΝΑ ΚΡΑΤΑΤΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΝΟΙΧΤΟ
Στη μάνα μου
Τα λουλούδια στις γλάστρες ακόμη ανθηρά
γεράνια κόκκινα τα περισσότερα
Πολύτιμα αχνάρια αντιστέκονται
στο χαγιάτι του χρόνου αραδιασμένα
Τα φρόντιζε πάντοτε με αφοσίωση
Μοναχούλια τώρα μας υποδέχονται
μ’ ολοκόκκινα θλιμμένα χαμόγελα
Μέσα το δωμάτιο στρωμένο όπως πριν
και το τζάκι αφόρητα σιωπηλό
Σαν την πάχνη επάνω σε φύλλο χλωρό
της απώλειας παγωνιά μάς σκεπάζει
Και το δάκρυ στα μάτια σαν χάδι ζεστό
την αβάσταχτη ερημιά μετριάζει
Να κρατάτε το σπίτι ανοιχτό!
πριν φύγει είχε πει
Να κρατάτε το σπίτι ανοιχτό!
Τα γεράνια πίσω της ριζωθήκαν βαθιά
σαν μικρές πυρκαγιές σιγαλά σπινθηρίζουν
Πορφυρές αποχρώσεις ανασαίνουν γλυκά
λυχναράκια λαμπρά στα μουντά μονοπάτια


**

Ειρήνη / Κώστας Ψαράκης


Ήρθε δακρύζοντας από τα μάτια μια στέρεη θύμηση
Τα χέρια της γυμνά κλαδάκια σκεπασμένα χιόνι
και η φωνή της ράγιζε από το βάρος της λύπης.

Κάθισε αντίκρυ μου
κι ακούμπησε το χέρι στο μάγουλο
έτσι όπως τις στιγμές της ξέγνοιαστης νιότης
« Υπήρξες ποτέ νέα ,μητέρα;»
Ήθελα να της πω.
Μα η φωνή δεν έβγαινε.
Κι αυτό το « μητέρα» μου φάνηκε ξένο.
Το’ ξερα πως ζητούσε την άδεια
τώρα που έσερνε την αρρώστια μέσα στα δυο πελώρια μάτια
να γίνει ξανά το κοριτσάκι με τη μακριά πλεξούδα
να’ ρθει στα χέρια της μάνας του
να κλάψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου