Σελίδες

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ : Τέσσερα [4] Ποιήματα


ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Τα σπίτια στο όμορφο χωριό μου
είναι σκεπασμένα με κεραμίδια,
έτσι συντηρούνται ολόδροσες
οι αγάπες των ανθρώπων του.

Τα νερά άφθονα,
απ' τις ρίζες των πεύκων βγαλμένα
ποτίζουν στους φράχτες
τις αγκινάρες και τα λευκά γιασεμιά.

Οι παιδικές φωνές γνώριμες
φτάνουν στα αυτιά
των προγόνων τους,
κι αυτοί με το παγωμένο χαμόγελο τους
αλλάζουν πλευρό
κοιτάζοντας πάντα την ανατολή.

Ώρες ολάκερες χαζεύει ο ήλιος
το χωριό μου
πριν στο γιατάκι του ξαπλώσει ,
καμαρώνοντας τα μικρά μπαλκόνια
τα αγκαλιασμένα με ροδιές
και τριανταφυλλιές
και με ρούχα που μοσχοβολούν
αγνό πράσινο σαπούνι.

Αγέρωχος απέναντι απ' το χωριό και ο άι Λιάς,
δακρυσμένος απ' το ρετσίνι των πεύκων,
και φορώντας την πελώρια του τραγιάσκα
ρίχνει την δροσερή σκιά του
στο ετοιμόρροπο σχολειό.

**



ΑΜΆΡΑΝΤΗ ΑΓΆΠΗ

Θέλω ψιθυριστά να μου μιλάς,
να με αγκαλιάζεις ,
με την φορεσιά της πυρκαγιάς,
να σουλατσάρεις ξεχειλισμένη όπως οι
πράες σταγόνες της πάχνης στην κεραμοσκεπή μας.

Στην πρωινή μαρμαρυγή μου ,
να σταλάζεις στον αυχένα μου
λέξεις λύτρωσης και το
χτυποκάρδι σου να μονολογεί
όπως το θρόισμα των φύλλων του κισσού.

Στην σιωπηλή παρέλαση του χρόνου γνέθω
με το αδράχτι ,τις φωτεινές ίνες
των άστρων του παρελθόντος
και όλα μεταμορφώνονται σε καρδιές.

Ευδαιμονία το νέκταρ των ματιών σου
και άγνοια θανάτου οι βελούδινες πτυχές
των εσπερινών μας.
Κατάματα τον ήλιο σου κοιτώ
ξαπλωμένος στα κύματα των αιώνων.

Θέλω ψιθυριστά να μου μιλάς στις
ξαγρυπνισμένες απόγειες
κορυφές της νηνεμίας μας
και τα αμάραντα ηλιοτρόπια
την πορεία μας ν' ακολουθούν.

Θέλω ψιθυριστά να μου μιλάς
και ο αιωρούμενος αχνός των λόγων μας
άυπνη πλάστιγγα της αιωνιότητας μας.

Θέλω ψιθυριστά να τραγουδάς,
με την μονόχορδη σου άρπα
να λεηλατείς του χρόνου τις στιγμές
να είσαι η σφραγίδα της παρουσίας μου
και ο καθρέφτης της αναγνώρισης μου .

**



ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

τα χρόνια πέρασαν ...
αλλά σκάβω πάντα μέσα στις φλέβες του χρόνου
χωρίς να νιώθεις την θλίψη μου .

Και ακόμη στο μικρό μας μπαλκονάκι
αντικριστά καθόμαστε
σε παρατηρώ στα μάτια
που πάντα με αγάπη και ευγένεια απαντούσαν,
πάλλεται το σώμα μου στο αγκίστρωμα της ματιάς σου .
Εσύ με τα αγγελικά σου φτερά, σαν ανθός
ξεπροβάλλεις κρατώντας το καντήλι σου
με το τρεμουλιαστό του φως .

Ο Άι Λιας, διάπυρο κάδρο στην δύση,
φεγγάρι μου στέλνει το πρόσωπο σου.
Με την ευχή σου
και την άφθαρτη σου στοργή
την πέτρινη σκάλα ανεβαίνω,
εκεί που τον κόσμο αγκάλιαζες
τις ώρες της μοναξιάς.

Σκοτεινιάζει γύρω μου,
γιατί δεν γυρνάς λαμπηδόνα μου ;
να σ'αγγίξω θέλω πριν σβήσει η νύχτα.

Γίνε η μητέρα της επανάληψης
παιδί σου είμαι,
μια κουβέντα σου επιθυμώ
δεν πεθαίνουν έτσι οι μάνες
δεν σβήνουν έτσι ξαφνικά τα λυχνάρια.

Ω πηγή της ζωής μου,
που τρέχεις στον λειμώνα μου
λύσε μου τα μάτια να σε δω
ζεις και το ξέρω ,δεν με ξεγελάς άλλο.

**



ΑΧΥΡΑ-ΨΙΕΣ

Σε στείρο έδαφος
κάτω από γέρικα πεύκα φύτρωσε
μέσα στην μούχλα των άχυρων
το νιο κόκκινο μανιτάρι.

Αργόχυτη η χειραψία με τις πευκοβελόνες,
μακρύς ο δρόμος προς τον ήλιο,
ένα σεντόνι τόπος πριν την πόρτα του δάσους,
διφορούμενος ο πάταγος της κορμοστασιάς ,
πάγωσε τον υδράργυρο της άχρωμης νύχτας,
η αντίστροφη μέτρηση άρχισε.

Στην απέναντι όχθη του χωραφιού
τα κιτρινισμένα άχυρα σφυροκοπούνται
απ' τον μανιασμένο αγέρα
και τα δάκρυα της μοναχικής βρύσης παγώνουν
λίγο πριν χαθούν στο ράμφος του γκρεμού.

Το έδαφος στείρο,τα κουκουνάρια άσπορα,
η μάνα του νερού τρυπήθηκε απ' το αλέτρι,
ακαριαία η γη δέχεται το φιλί του Ιούδα,
ξεράθηκε η ψυχή της.
Τώρα ένα κλωνάρι μανιταριού στα νύχια του
σέρνεται, ποια γη να φιλήσει ;

Έτσι λαβωμένο το ποίημα βόσκει
ανάμεσα στις μονότονες αμυχές της σελίδας,
το μουγκανητό μέσα απ' τις αορτές των στίχων
ξεσκεπάζει την παγωνιά της άχυρα-ψίας
και τα σώματα χωρίζουν
στην ανείπωτη ομορφιά του έρωτα.

Τα πέπλα πέφτουν ,
τα καράβια δεν βρίσκουν λιμάνι
οι φάροι έσβησαν από τις μαύρες σκέψεις
οι ουρές του ήλιου άκαρποι κύκλοι
άκου όμως τους χτύπους της καρδιάς.

Έρχονται τα άστρα σαν επισκέπτες ,
απ' τα κόκκινα μπαλκόνια φεύγει η μοναξιά,
μεθώ αχόρταγα με το τοπίο .
περιφέρομαι άσκοπα στον κύκλο της ζωής
απλώνουν χέρια για άχυρα -ψίες
μα μασκαράς δεν θέλω να φιλοξενηθώ,
θέλω να ξεπληρώσω ετσι βουβά στο χαρτί
τα δοξαστικά του ήλιου την ώρα
που κατακλύζεται η εστία του κόσμου.

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου