Σελίδες

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

3 ποιητές - 6 Ποιήματα / Γιώργος Κεντρωτής, Σταυρούλα Δεκούλου, Δημήτριος Γκόγκας



ΕΡΩΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ / Γιώργος Κεντρωτής 

(Σοφοκλής, «Αντιγόνη», σττ. 781-801)

Ανίκητε Έρωτα στον πόλεμο, στις μάχες,
παντού νικάς εσύ, τα πάντα κυριεύεις.
Στις παρειές των κορασίων εννυχεύεις
και, αφού τις υπερπόντιες κατέλθεις ράχες,
σε απόμερα λημέρια φτάνεις που είν’ σαν νά ’χες
εκεί από πάντα κρύπτη και φωλιά. Και ζεύεις
θεούς και ανθρώπους σε σκλαβιά και τους παιδεύεις
–λιγόζωους και αθάνατους–, και αυτοί για σάχες
λογιούνται και άνακτες. Τον λογισμό τρελαίνεις
δικαίων μα και ανόμων, και όλεθρους ανάβεις
κι εχθρότητες γεννάς, γιατί καταλαβαίνεις
τί είναι ὁ ἐ ν α ρ γ ὴ ς β λ ε φ ά ρ ω ν ἳ μ ε ρ ο ς που σκάβεις
στου κόσμου τις καρδιές, στην κλίνη, στο τραπέζι.
Αδάμαστη, Έρωτα, η Αφροδίτη μάς εμπαίζει·
Κι αντάμα με τις φρένες και θεσμούς και νόμους
χαλά, και βάρος είναι ανάλαφρο στους ώμους.

**
ΑΚΩΝ Ο ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ ΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΔΟΛΙΟΥΡΓΗΣΕΙ / Γιώργος Κεντρωτής 
(Σοφοκλής, «Φιλοκτήτης», σττ. 55-100 και 134)

Ειλικρινώς δεν σε καταλαβαίνω αν θέλεις
καλό να κάμεις ή κακό, Οδυσσέα. Μ’ έχεις
μπερδέψει με τα κλοπικά ρημάτια που έχυσ’
ο λόγος σου μες στο μυαλό μου. Σάμπως βέλη σ’

αμφίβολο έναν στόχο τα έριξες. Τί μέλλεις;…
Τί μέλλεις, ναι, να κάμεις; Πώς –για πες μου– αντέχεις
απ’ την αλήθεια προς το ψέμα εσύ να τρέχεις
και πάλι πίσω νά ’ρχεσαι; Και πώς μ’ εντέλλεις

να σοφιστώ κλοπές των ανικήτων όπλων
του Φιλοκτήτη; Εγώ αγνοώ τις τεχνικές σου.
Ούτε ο πατέρας μου γνωρίζει των ενόπλων

απατημάτων την αλκή. Δεν είναι κάτι
που μού ’μαθε. Ιστορίες μη μου λες δικές σου:
πως νέος είχες γλώσσα αργή και χέρι εργάτη –

δεν σε πιστεύω! Δόλο εμπεριέχουν, βία…
Μα του Δόλιου Ερμή θα γίνει η επιθυμία.


**

Φ Υ Λ Α Κ Η ! ! ! / Σταυρούλα Δεκούλου 

Είναι κάτι φυλακές λοιπόν
που χτίζονται μόνες τους γύρω σου.
Τείχη ορθώνονται ψηλά
κι εσύ εγκλωβίζεσαι μέσα τους.
Καταδικάζεσαι ισόβια,
όχι επειδή μίλησες ή έπραξες κάτι,
αλλά επειδή σιώπησες.
Επειδή στο δριμύ κατηγορώ που σου όρισαν
εσύ σιώπησες.
Η σιωπή σου έβαλε την πρώτη πέτρα
και η συνομωσία των γύρω σου που σιώπησαν
έβαλε τις υπόλοιπες
και προτού το καταλάβεις
έγινες δέσμιος αιώνιος
μιας αλήθειας που δεν ήταν ποτέ δική σου!

**

Ένα σκονισμένο χαμόγελο / Σταυρούλα Δεκούλου

[...]
Στον δεξί μου ώμο έχω κρυμμένο ένα καβούκι.
Τις ανήλιαγες μέρες φωλιάζω μέσα του
και μετρώ τις πληγές μου.
Σαν βγαίνει το φως,
τις γυμνώνω στον ήλιο μήπως και γειάνουν.
Ευτυχώς καμιά δεν κακοφόρμισε ως τώρα.
Πόσο δύσκολο θα 'ταν να κόψω ένα κομμάτι μου και να το πετάξω.
Πόσο αφόρητο θα ήταν
να γίνω συνέχεια της σήψης.
Σκύβω και κοιτάζω το σκονισμένο μου χαμόγελο.
Κρέμεται ακόμα εκεί στο στήθος μου,
χαμογελαστό μα πάντα σκονισμένο.

**
Νόστος  / Δημήτριος Γκόγκας
Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσαν.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους χωρίσαν.
Και ένα δάκρυ στη γη, μου μηνύει πως φταίω.
Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί πού χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.


**
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ / Δημήτριος Γκόγκας

Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.

Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.

Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου