Στο δεξί μου χέρι
τα άκρα των δακτύλων μου το μολύβι χαϊδεύουν
το ζερβό μου σέρνει το λευκό χαρτί
και σαν αφρισμένη θάλασσα
ταράζεται η μνήμη μου
η νύχτα τελειώνει
οι λάμπες το δρόμο φωτίζουν
θα συνεχίσουν να φέγγουν
αυτές δεν ανήκουν στους φυσικούς νόμους
θα περιμένουν το ανθρώπινο χέρι
να κατεβάσει το διακόπτη
όταν η μέρα θα φωτίσει.
τα άκρα των δακτύλων μου το μολύβι χαϊδεύουν
το ζερβό μου σέρνει το λευκό χαρτί
και σαν αφρισμένη θάλασσα
ταράζεται η μνήμη μου
η νύχτα τελειώνει
οι λάμπες το δρόμο φωτίζουν
θα συνεχίσουν να φέγγουν
αυτές δεν ανήκουν στους φυσικούς νόμους
θα περιμένουν το ανθρώπινο χέρι
να κατεβάσει το διακόπτη
όταν η μέρα θα φωτίσει.
Εγώ διστάζω στο λευκό χαρτί
τα σημάδια να αφήσω
μπορεί να είναι κι από αίμα
το χαρτί είναι λευκό
σαν τα φτερά των αγγέλων
αναπνέει
κάποτε γέμιζε οξυγόνο τα πνευμόνια μας
πώς εγώ τώρα να τολμήσω να το γεμίσω σκιές
σημάδια από το κουρασμένο μου παρελθόν;
τα σημάδια να αφήσω
μπορεί να είναι κι από αίμα
το χαρτί είναι λευκό
σαν τα φτερά των αγγέλων
αναπνέει
κάποτε γέμιζε οξυγόνο τα πνευμόνια μας
πώς εγώ τώρα να τολμήσω να το γεμίσω σκιές
σημάδια από το κουρασμένο μου παρελθόν;
Στο χέρι μου ένα τρέμουλο
στο χαρτί μια σκιά βλέπω
και εγώ πώς να τολμήσω
να ρίξω τη σκιά του παρελθόντος μου
εγώ δεν είμαι ποιητής
δεν έμαθα γράμματα
να ζωγραφίζω το χαρτί
για να το ομορφαίνω.
στο χαρτί μια σκιά βλέπω
και εγώ πώς να τολμήσω
να ρίξω τη σκιά του παρελθόντος μου
εγώ δεν είμαι ποιητής
δεν έμαθα γράμματα
να ζωγραφίζω το χαρτί
για να το ομορφαίνω.
Η νύχτα σιωπηλή
και εμένα τα χρόνια μου πέρασαν
βλέπεις ο χρόνος δε σταματά
προχωρεί και δε γυρίζει πίσω
όπως η νύχτα
μόνο που αυτή η νύχτα
δεν είναι σαν τις άλλες
το λευκό χαρτί επιμένει
το χέρι μου σφίγγει το μολύβι
και η μνήμη μου
που ακόμα κρατάει όρθια τη ζωή μου
επιμένει
ξεχειλίζει σημάδια
κόμποι θαρρείς από κομποσχοίνι
δεμένοι σε μαύρη κλωστή!
και εγώ καλούμαι
να απλώσω στο χαρτί τους κόμπους
σκιές στο λευκό χαρτί
μα η ψυχή μου είναι μαύρη
αφού τόν πλανήτη μας
τον μετατρέψαμε σε άγονο χωράφι
κραυγάζει ο ποιητής
εγώ αφήνω το χαρτί και και το μολύβι
και βγαίνω στους δρόμους
για να μαζέψω στις χούφτες μου τη νύχτα
να μη κρυώσουν οι νυχτερίδες
πού ο τυφώνας έχει χτυπήσει!
και εμένα τα χρόνια μου πέρασαν
βλέπεις ο χρόνος δε σταματά
προχωρεί και δε γυρίζει πίσω
όπως η νύχτα
μόνο που αυτή η νύχτα
δεν είναι σαν τις άλλες
το λευκό χαρτί επιμένει
το χέρι μου σφίγγει το μολύβι
και η μνήμη μου
που ακόμα κρατάει όρθια τη ζωή μου
επιμένει
ξεχειλίζει σημάδια
κόμποι θαρρείς από κομποσχοίνι
δεμένοι σε μαύρη κλωστή!
και εγώ καλούμαι
να απλώσω στο χαρτί τους κόμπους
σκιές στο λευκό χαρτί
μα η ψυχή μου είναι μαύρη
αφού τόν πλανήτη μας
τον μετατρέψαμε σε άγονο χωράφι
κραυγάζει ο ποιητής
εγώ αφήνω το χαρτί και και το μολύβι
και βγαίνω στους δρόμους
για να μαζέψω στις χούφτες μου τη νύχτα
να μη κρυώσουν οι νυχτερίδες
πού ο τυφώνας έχει χτυπήσει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου