Αρτάνη
Μαριάνθη Πλειώνη
Το
τριμμένο του πανωφόρι, συντροφιά στις
περιπλανήσεις της ερημιάς, όταν
χειμώνιαζε. Σερνόταν μαζί του στα πάρκα, στις
πλατείες, στους δρόμους
,εκεί που οι
υπόλοιποι ζούσαν χαρές, λύπες, χαμόγελα, αγκαλιές, χωρισμούς,
σμίξιμο. Με τα ξεροκόμματα
που μάζευε τάιζε
τ‘ αδέσποτα, αποζητώντας εκείνο
το βλέμμα, το γεμάτο ευγνωμοσύνη
και ζεστασιά, να το φυλάξει
για τις
ώρες που πλάγιαζε
μονάχος. Μ΄ εκείνο το βλέμμα προσπαθούσε
να σβήσει την
εικόνα που τριβέλιζε
στο μυαλό του, την αρτάνη, το συρματόσχοινο
που τότε στα καράβια
έδεναν και τραβούσαν
τα φορτία, μα τον
ήχο της που
κροτάλιζε καθώς ανεβοκατέβαινε, δεν κατόρθωνε να τον αποδιώξει. Καθαρός όπως
τότε, διαπερνούσε όλο του το κορμί, σέρνοντας τη φωνή του
¨ρτρτρτρτρτρτρτρτ¨.
Όταν
η σειρήνα της πυροσβεστικής αναστάτωσε
τη γειτονιά, λίγο πριν ξημερώσει,
πολλοί ήταν αυτοί
που αναρωτήθηκαν με έκπληξη:
«μα καλά, ζούσαν άνθρωποι
εκεί κάτω;»
Έξι
σκαλοπάτια κάτω από
τη ζωή, κουρνιασμένος σε μια γωνιά, με μια
τελευταία ρουφηξιά να γέρνει
στ’ ακροδάχτυλα, τυλιγμένος με το
μισοκαμένο πανωφόρι της μοναξιάς του, δεν αρνιόταν πια τίποτα. Παραδόθηκε.
Φύλλα της καρδιάς
ξωκλήσια ματωμένα,
δάκρυ σταλάζουν
Τα πλοία των ερώτων μας
Μαριάνθη Παπάδη
Το καράβι γλίστραγε στην αλμυρένια
θάλασσα ανυπόμονα, να ανταμώσει το Τσιρίγο. Ούτε καν κατάλαβε την αραξιά της
άγκυρας που του μήνυσε, ότι η γη της αγάπης και του έρωτα ήταν ήδη στα πόδια
του. Έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε για
τον Ποταμό. Εκεί θα έμενε πάλι, όπως τότε μαζί της, για να τη συναντήσει στις
γωνιές του χωριού, να την ψάξει στην πλατεία και στο παζάρι της Κυριακής. Μπήκε
στο δωμάτιο κι έτρεξε αμέσως να αλλάξει, να ρίξει δροσερό νερό πάνω του, να
ετοιμαστεί για την αναζήτηση, αυτή τη βασανιστική, που την απέφευγε πέντε
χρόνια τώρα, απ’ όταν εκείνη έκλεισε την πόρτα της κοινής τους ζωής.
Κατευθύνθηκε στον Καραβά, στις πηγές του Αμήρ Αλή, να φωτιστούν τα μάτια του
από το πράσινο, τα τρεχούμενα νερά, την παραδεισένια ομορφιά. Κάθισε στο
υπαίθριο καφενεδάκι, παρήγγειλε τσίπουρο και νάτη η Κερασία, βρέθηκε σιμά του,
να πίνει μια γουλιά από το ποτήρι του και να κλέβει τσαχπίνικα την τραγανή
πατάτα από το πιατελάκι του μεζέ. Πόσο της πάει το ψάθινο καπέλο σκέφτηκε, που
δε αποχωριζόταν σχεδόν ποτέ προσέχοντας τον ήλιο που τον τραβούσαν σαν μαγνήτης
οι φακιδούλες που σκορπίζονταν στο πρόσωπό της. Άπλωσε τα χέρια να την αγγίξει
μα αυτή το έσκασε χαμογελώντας, πετούμενο ξέγνοιαστο, να πάει στις πάπιες που
εμφανίστηκαν στις άκρες της.
Σημεία
στίξης ,της Μαριάνθης Πλειώνη
(απόσπασμα)
Και τώρα τι,
αναρωτήθηκε, σκοντάφτοντας σ’ ένα ακόμα ερωτηματικό. Αμέτρητες ήταν οι φορές
που βάδιζε σ’ αυτό το μονοπάτι με τις τελείες, που έβαζε και άρχιζε ξανά από
την αρχή, που μετρούσε ψηλαφιστά τ' αποσιωπητικά της, που έψαχνε με τα χέρια
τεντωμένα σαν σε δωμάτιο σκοτεινό μέσα στις παρενθέσεις, αποζητώντας της ζωής
της το θαυμαστικό.
Τα πενήντα,
της έγνεφαν σαν τιμωρία, τυλιγμένα σε νέφη ματαίωσης, παραίτησης, ανεκπλήρωτων
ονείρων, κρυμμένων επιθυμιών, ξεπηδούσαν ασυγκράτητα απ’ το συρτάρι με τα
κειμήλια και τα οικογενειακά κοσμήματα. Εκεί μέσα έμειναν καλά φυλαγμένα πλάι
στον χρυσό και την πλατίνα, να μετρούν τα νιάτα της και να σημαδεύουν τις
σημαντικές στιγμές του γάμου, των βαφτίσεων, των επετείων.
Αμείλικτα
τώρα έτρεχαν κατά πάνω της, να συμπληρώσουν το μισό αιώνα που της αναλογούσε
και που το κατώφλι του πάτησε λίγες μέρες πριν, με τούρτα, κεράκια και
χειροκροτήματα. Χρειάστηκε να βάλει δύναμη η Μάρθα, για να σβήσει τα πενήντα
κεράκια και πάνω στο φουουου, αναλογίστηκε πόση δύναμη χρειάστηκε για να τα
ζήσει!
Χρώμα του λωτού
ανατέλλει η μέρα
στον ορίζοντα
Μαριάνθη
Παπάδη
Της ψυχής το
λευτέρωμα
(απόσπασμα)
Ο Μάρκος
άρχισε να κατηφορίζει τα μαριόλικα μονοπάτια του κρασιού, ώσπου τα
χωράφια του σώπασαν, η γη του ορφάνεψε από γεννήματα, ενώ κάμποσα χρόνια
αργότερα ο ίδιος αλυσοδέθηκε από το χτικιό. Μέτραγε αρκετούς μήνες χλωμάδας και
ανημποριάς μέχρι που η πέτσα του σώματος έγινε ένα με τα κόκκαλα. Η δυσοσμία
του θανάτου άρχισε να πλανιέται στο άλαλο σπίτι. Οι τελευταίες χάντρες στο
κομπολόι της ζωής του είχαν κι αυτές φθαρεί και περίμεναν την ώρα, που η καρδιά
θα κοπάσει. Μα δεν του το έκανε το χατίρι να σταματήσει, για να ξεκουραστεί
πια. Δεν την άφηνε η ψυχή, να σωπάσει. Όχι πριν αποκαλύψει την αλήθεια, που
καταχώνιασε χωρίς ντροπή, χωρίς τύψεις. Είκοσι χρόνια δέθηκαν βαριά σκιά στο
ψυχικό του. Οι αμαρτίες του ζητούσαν επιτέλους’ ανταμώσουν το φως.
-Ε, γυναίκα, ψέλλισε μπερδεύοντας λέξεις και
συλλαβές. Φεύγω και το δισάκι μου βάρυνε, έγινε ασήκωτο. Σύρε κοντά μου. Να σου
μαρτυρήσω θέλω, για να λευθερωθώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου