Σελίδες

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Τ’ αλαργινά του κόσμου / Σαλίβερος Νικόλας



(Σκύθην ἐς οἷμον, ἄβατον εἰς ἐρημίαν)
(Αισχυλος-Πομηθέας Δεσμωτης)

Σε μιαν άκρη του μύθου καθισμένος,
μες την άβυσσο της ζήσης βυθισμένος,
φως θωρώ της ηδονής , απ’τ’ όνειρο παρμένος,
πασχίζοντας απόκριση, ο δρόμος μπρος κλεισμένος
Ο λόγος,στ’ άλυτο του γρίφου, προδιαγεγραμμένος.

Αδράνησε ο άνθρωπος θαρρώ,
στα έσχατα αλί τα χρόνια
και στης ραστώνης το χορό,
άσκαφτα ,τον βρήκαν, χιόνα.

Μες τ’όνειρο του ανέστησε
βρικόλακα στη ζήση,
τα πάθη του, τον έντυσε,
μ’ «ευγένεια» στη φύση.

Λησμόνησε η «Ατροπος»
στη μοίρα έχει πάθος
κι’όταν ξυπνά ο άνθρωπος
τα όνειρα βγαίνουν λάθος

Λησμόνησε τα ξωτικά
σαν ζήσουν πίνουν αίμα,
δείχνονται όντα λογικά,
μα επικρατούν με ψέμα.

Νύχτες κοιμούνται μ’αίματος νηστεία
στους Σκυθικούς του δρόμους,
αφήνοντας στο «Κράτος», με τη «Βία»
«Χαντζάρινους» να βάνουν νόμους,

Σαν βλέπει τον βρικόλακα
αληθινό εμπρός του,
καλεί τον αυλοκόλακα
να διώξει τον εχθρό του.

Νομίζει αν του δείξει φως
θα βγεί λευτερωμένος.
Το κρίμα του ήτανε το βιός
και βγαίνει χρεωμένος.

Τσιμπιέται, να νοιώσει ζωντανός,
πιστεύει στ’ όνειρο βιώνει.
Στο κόσμο π’ ήρθε είν’ ορφανός,
η Αγάπη π’ άκουσε είναι αέρας-σκόνη.

Νεκρός, φαντάζεται πως ξεχρεώνει,
κι’ ελπίζει ζώντας τ’ άδικο θα σβήσει.
Φίλος το φίλο αλόγιαστα σκοτώνει,
εξαργυρώνει την ποινή, μάτια μην κλείσει.

Λόγια «λευκά» σκεπάζουν κατευναστικά,
τα Σκυθικά τα όρη, κοιμίζουν τον «Βαρδάρη»,
Μα του «Καταχανά» τα δόντια, είναι «τοξικά»,
θανάτου φτύνουνε, στην ένδεια, «Χαντζάρι».
-
Δυό τα «χαντζάρια» αστραφτερά,
κρατούν αμφίδρομα θανάτου την ασπίδα,
διαβαίνουν άβουλα δεξιά κι’ αριστερά,
είναι οι ρέστοι: αναλώσιμη μαρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου