Σελίδες

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

[Πάνω στην καρέκλα μου, έτσι αυθόρμητα ριγμένος,] /Μπέλλης Μαράς

Πάνω στην καρέκλα μου, έτσι αυθόρμητα ριγμένος,
εδώ και ώρα θα ορκιζόμουν, πως ξέχασα ότι κάτι γερά βαστά από κάτω μου...
τα πέτσινα όρια μου αργοσβήνουν, προσδιορίζομαι απ’ όσα κι αν μου περνούν απ' το μυαλό, όλα όσα μπορεί να μου φέρει το δανεικό φανταστικό μου…
Κι όμως, πάλι αναβρύζει ένα εσωτερικό αόριστο κενό,
με ξεριζώνει απ’ τον νου, με πετάει σ’ αυτό τον αέναο, αφηρημένο τόπο...
Έχει κανείς ξεκινήσει, σκέφτομαι, ξέροντας ότι δεν έχει προορισμό;
Προσοχή, όχι να προσποιείται ότι δεν ξέρει, υποσυνείδητα αφημένος στην αγκαλιά του μητρικού υπαρκτού,
αλλά χωρίς καμία έννοια σκοπού, του πέρα, του πιο κει…
με το εκεί ας πούμε, να μην μπορεί καν να σχηματιστεί
από δοσμένη νόηση, να μην ξέρει πως να καλουπωθεί.
Τούτο το δύσπεπτο καρπό χωνεύουμε καθημερινά,
μέσα βαθιά ν’ ανακατώνει του αμπσουρδισμού τα σωθικά.
Ποια αρχή θα υπήρχε χωρίς του τέλους μετοχή;
Σκαλίζω στα λευκά, την ανησυχία της γνωσιακής μου ομορφιάς…
ματαιότητα που πιτσιλά χρώμα το χαρτί, χρώματα που με το δικό μας βλέμμα ορίσαμε σαφή.
Και αναρωτιέμαι και σαστίζω…
Τι κι αν δεν υπήρχε η θνητότητα να μας χαρίζει την οργή, τι θα διαλέγαμε τότε πίσω μας να μείνει, πόσο λευκό θα ‘ταν τούτο το χαρτί.
Δεν θα χρειαζόταν η γραφή, σπατάλη χρόνου για μια συνέχεια που δεν θα ΄χε ανάγκη από καταγραφή, συναισθήματα χωρίς τροπή – καθημερινότητα στο διηνεκές, άτακτη αντιγραφή- ανούσια παρουσία δίχως γεύση, δίχως ψέμα.
Δεν θα ‘χαν νόημα οι τελείες και τα θαυμαστικά,
των λέξεων αυτά τα χωστά, ζωντανά κενά.
Ποια η σημασία της τέχνης τελικά;
σεν θα διάλεγα ζωή χωρίς σταματημό
ούτε να μπορώ να τρελαθώ, ούτε να χρειάζεται να πιστέψω σε Θεό;
Το τωρινό μας, δεν θα λαχταρούσε το φως να δει αν το σκοτάδι δεν καιροφυλακτούσε κάπου εκεί.
Σκοπός ύπαρξης νοήματος σε ότι κι αν γύρω μας έχει φτιαχτεί, είν' η έννοια που ελλοχεύει τον αποχωρισμό.
Μνήμης εικόνες δανεικές, όρια σ’ αυλές, σχέσεις συναλλακτικές, νομίζοντας πως είν’ παντοτινές κι αληθινές.
Ψευδαισθήσεις που με φέρνουν μπροστά σας τώρα να ντραπώ, να εκτεθώ, σκέψεις να μοιραστώ, κάτω απ’ το πέπλο πεπερασμένου που με σκεπάζει,
και το μυαλό στον μύλο της ηδονικής προσαρμογής να κάνει ότι ξεχνά.
η τέχνη θα πέθαινε αν ξεπερνούσε το θνητό,
την κοινή μοίρα, που περιμένει να κόψει το σχοινί μα το δένουμε χίλιους κόμπους μέχρι η ώρα τούτη να φανεί.
μόνο μέσα από την αναζήτηση του νοήματος,
δίνεται κουράγιο στην ψυχή..
να θέλει από κάπου να πιαστεί.
Βέβαια, το τι...
και το αν θα ’γραφα χωρίς αυτή τη μούσα του τέλους να με παρακινεί
ειν’ αυτό κάτι που μ’ ανησυχεί...
κόλλα μάλλον θα 'ταν αδειανή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου