Στου Χρόνου τα Ονείρατα Απόλυτο το Φως!
Θυμωμένο ψεγάδι και δόξα απ’ την Πέργαμο!
Σημείο ματωμένων ιαχών, το Άπειρο της λύτρωσης, δίχως την Καλοσύνη!
Κύματα τα φεγγάρια της Αυγής, του παρελθόντος σήμαντρα μιας ιταμής Ανάγκης.
Ανάγκης που τον ήλιο κυνηγά, νηστεύοντας απ’ τις φωτιές, τις κοσμοξακουσμένες!
Γραμμή χαράσσω σε Παρόν και Παρελθόν, ένα κουβάρι νήματα σ’ Ανάμνησης τη Χώρα.
Τη Χώρα που για πάντα καρτερεί, το Μέλλον όπου έρχεται, το Μέλλον όπου θα ‘ρθει!
Ναού αγύρτης, ένας κέρινος παππούς, Νεράιδες μ’ άμφια άναστρα και ξωτικά του δάσους!
‘κείνα τα πλάσματα π’ Ονειρικά, χάνονται και ξανάρχονται στης βρύσης τ’ αγιοκέρι.
Κοιμήθηκε η ψεύτικη η φωτιά, στ’ Άρρητου τη συνάντηση, φίδια χαμογελάνε!
Χαμογελάνε σε μια γύφτικη εκκλησιά, πέτρινη και απόκοσμη, όμορφη και καθάρια!
Ο Νους γελάει στο παιχνίδι των στιγμών, εθίζεται στη γύμνωση από το κάθε ψέμα.
Ανθρώπινος ο Χρόνος και θεϊκός, γήινος π’ όλο έπαρση ορίζει τις εικόνες!
Άρμα δίχως Ιππέα η Φωνή, Ψυχής η δεύτερη ύψωση που μάχεται τη λήθη.
Ντύμα της, ειν’ το χώμα το λευκό, εκείνο απ’ την ανθρώπινη, την ξεχασμένη σάρκα.
Κερί τ’ Ιούλη, του Απέριττου η μορφή. Ο φόβος της επίγνωσης, θάνατος του θανάτου!
Ξύπνημα από βάρβαρες ιαχές κι ενός κοκκόρου λάλημα, όπου βροντά την πόρτα.
Την πόρτα του Δρυΐδη Ωκεανού, στ’ Απείρου τα τεχνάσματα, αίτημα η ελπίδα!
Ελπίδας για συνέχεια στο Φως! Χρόνος της ασυνέχειας, μιας σπείρας που γελάει!
Τρία σημάδια ενωμένης χλαλοής, Παρόν-Μέλλον Χαμόγελο με Παρελθόντος δάκρυ!
Δάκρυ που ντρέπεται, διεκδικεί. Ολόλευκα φορέματα, χιτώνες και μανδύες.
Πανηγύρι των Ατάραχων το Φως! Του Χρόνου η ενατένιση γεννάει την ελπίδα!
Θυμωμένο ψεγάδι και δόξα απ’ την Πέργαμο!
Σημείο ματωμένων ιαχών, το Άπειρο της λύτρωσης, δίχως την Καλοσύνη!
Κύματα τα φεγγάρια της Αυγής, του παρελθόντος σήμαντρα μιας ιταμής Ανάγκης.
Ανάγκης που τον ήλιο κυνηγά, νηστεύοντας απ’ τις φωτιές, τις κοσμοξακουσμένες!
Γραμμή χαράσσω σε Παρόν και Παρελθόν, ένα κουβάρι νήματα σ’ Ανάμνησης τη Χώρα.
Τη Χώρα που για πάντα καρτερεί, το Μέλλον όπου έρχεται, το Μέλλον όπου θα ‘ρθει!
Ναού αγύρτης, ένας κέρινος παππούς, Νεράιδες μ’ άμφια άναστρα και ξωτικά του δάσους!
‘κείνα τα πλάσματα π’ Ονειρικά, χάνονται και ξανάρχονται στης βρύσης τ’ αγιοκέρι.
Κοιμήθηκε η ψεύτικη η φωτιά, στ’ Άρρητου τη συνάντηση, φίδια χαμογελάνε!
Χαμογελάνε σε μια γύφτικη εκκλησιά, πέτρινη και απόκοσμη, όμορφη και καθάρια!
Ο Νους γελάει στο παιχνίδι των στιγμών, εθίζεται στη γύμνωση από το κάθε ψέμα.
Ανθρώπινος ο Χρόνος και θεϊκός, γήινος π’ όλο έπαρση ορίζει τις εικόνες!
Άρμα δίχως Ιππέα η Φωνή, Ψυχής η δεύτερη ύψωση που μάχεται τη λήθη.
Ντύμα της, ειν’ το χώμα το λευκό, εκείνο απ’ την ανθρώπινη, την ξεχασμένη σάρκα.
Κερί τ’ Ιούλη, του Απέριττου η μορφή. Ο φόβος της επίγνωσης, θάνατος του θανάτου!
Ξύπνημα από βάρβαρες ιαχές κι ενός κοκκόρου λάλημα, όπου βροντά την πόρτα.
Την πόρτα του Δρυΐδη Ωκεανού, στ’ Απείρου τα τεχνάσματα, αίτημα η ελπίδα!
Ελπίδας για συνέχεια στο Φως! Χρόνος της ασυνέχειας, μιας σπείρας που γελάει!
Τρία σημάδια ενωμένης χλαλοής, Παρόν-Μέλλον Χαμόγελο με Παρελθόντος δάκρυ!
Δάκρυ που ντρέπεται, διεκδικεί. Ολόλευκα φορέματα, χιτώνες και μανδύες.
Πανηγύρι των Ατάραχων το Φως! Του Χρόνου η ενατένιση γεννάει την ελπίδα!
(Β΄ Βραβείο Ποίησης στα πλαίσια του 8ου Παγκόσμιου Ποιητικού Διαγωνισμού της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου