Σελίδες

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Του πατέρα η γιορτή / Ρεΐζης Περικλής


Πόση αγάπη να χωρέσει
σε μια λεξούλα τόση δα;
Μπαμπά για δες με σε περνάω
μ' άφηνες πάντα, να νικώ...
Σε κάθε σκοτεινιά του νου μου
φτερούγες ήλιου άνοιγες
κρυφό καμάρι στις χαρές μας
τα σκουπιδάκια … έβριζες
Κι αν τώρα δεν μπορείς να τρέξεις
τρέχει η αγάπη πιο μπροστά
τα δυο σου μάτια, να μας βλέπουν
πάντα με βλέμμα παιδικό...
Χρόνια πολλά, κράτα το γέλιο
δεν έχω λόγια, για να πω
η κάθε μέρα, είναι γιορτή σου
τώρα στην κόντρα χάνω εγώ!!!
Δεν είναι αδιάφορος Ιούνης
το χρώμα, του έδωσες εσύ
μια Κυριακή αφιερώσαν
για τη δική σου, τη γιορτή...

[Κάνε όνειρα] / Ρεΐζης Περικλής

Κάνε όνειρα
μια στάλα μνήμη κράτα
σαν απολογισμό...
Έξω απ' τα σίγουρα
ζωή , χαρές σου δίνει!!!

Φραγκοσυριανή Δευτέρα / Ρεΐζης Περικλής


Ίδιες οι μέρες των ανθρώπων
αν δεν ξημέρώνει μέσα τους..
Χωρίς μέρα η κάθε τους μέρα
και στην τιβι και τις πλατείες ένα το θέμα...
τα υπερτιμημένα τίποτα των εκλογών!!!
Μα απ' την επομένη των εκλογών
δεν θα' χουν νίκη να γιορτάσουν!!!
Αυτές που κάποιους δεν τους αφορούσαν...
Ίσως γιατί έκρυβαν πολλή θάλασσα μέσα τους
και η μόνη δυσάρεστη έκπληξη..μια απρόβλεπτη
Φραγκοσυριανή Δεύτερα πήρε τον Στέλιο της εξουσίας της
φαντασίας για να παίξει μαζί με τον Μαρκο
στου ουρανού τις πίστες...

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Άσε με, τώρα σώμα ... / Φεκάτης Α. Απόστολος

Άσε με, τώρα
σώμα
με τις επιθυμίες σου
η σιωπή 
είναι
που φωτίζει και λάμπει.
Κι αυτή
η απουσία σου
ένα βουβό πανηγύρι
στα πέρατα της φωνής σου
εξουσιάζει
το απαρηγόρητο
της προσμονής μου.
Ένα κόκκινο κρασί
στα χείλη γλυκαίνει
σα βρόχινο νερό
την εξορία μου.
Απάτητο χώμα
τα μάτια μου
αιχμάλωτο , στυφό
ατα βράχια του ξεπλένει
τα λόγια σου.
Άσε με , τώρα
σώμα
με τις επιθυμίες σου
δεν βλέπεις
πως συλλογιέται
η μοναξιά μου;
Αποστολος Α. Φεκατης

[Ζήλια... ] / Βασιλάκη Λιλή

Ζήλια,
σε φωνάζουν σαράκι.
Στο άντρο σου μέσα
τα δίχτυα σου πλέκεις,
με ολέθρια μέσα! 
Στυγερή δολοπλόκα,
στρυφώνεις τη ρόκα.
Ω, επιτήδεια ψεύτρα,
πονηρή και πλανεύτρα,
σαν βάζεις τη μάσκα
και αλλάζεις μορφή.
Ηθοποιός τραγική,
με χολή οπλισμένη,
στον αγώνα ταγμένη,
σκηνικό μαγειρεύεις
και το θύμα πλανεύεις.
δίχως τύψεις οδεύεις
και ρέστα γυρεύεις!
Τις καρδιές πως φιμώνεις...
Δαγκώνεις και φτύνεις
λόγια "σταράτα", βαριά,
με φαρμάκι, πικρά...
Φλόγες πετάς, πυρπολείς!
Με στόμφο απειλείς!
Πληγώνεις, ματώνεις,
τις σχέσεις σκοτώνεις...
Κι όταν η κρίση περάσει
την αγάπη την θάψεις,
κοιτάς τη φθορά,
με σπασμένα φτερά...
Οικτρά μετανιώνεις,
για τον πόνο που σπέρνεις...
Σε λίκνο κουρνιάζεις,
τα κομμάτια κοιτάζεις...
Πόσο λυπάσαι... θρηνείς...
Είναι αργά... το χάος υμνείς...
Κοιμάσαι για λίγο βαθιά,
ως την άλλη φορά,
που ξυπνάς απ' τη νάρκη
για τη νέα σου μάχη...
Λιλή Βασιλάκη
Από την συλλογή "Τα ίχνη του αδάμαστου λόγου"

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ / Αριαδνη Πορφυρίου


Ας μη μιλάνε τα τραγούδια για τον έρωτα!
Άλλο κερί ας έχουμε στο κατώφλι της σήραγγας
λείο ή τραχύ από τα δάκρια
να κουβαλά τις κραυγές των ηττημένων
κι όσων τους ονειρεύονται.
Ας μην υμνούν τα ποιήματα τον έρωτα
τώρα που έφυγαν οι ολόφωτες σκιές
κι άφησαν την εικόνα του χειμώνα της σιγής
πάνω στο χέρι ενός παιδιού που ζητιανεύει
στον μυστικό κήπο της οργής
Ας μη λυγάν τα πινέλα στο βάρος του έρωτα
όσο ο γαλάζιος τάφος θα σκεπάζει τους ανθρώπους
δείχνοντας μόνο ένα χρώμα ερημιάς
ή μια σταγόνα υγρής τύψης
για όσα από χαμόγελα γίναν στοιχειά.
Ας μη δοξάζουνε τ αγάλματα τον έρωτα!
Κρουστά κορμιά με στίγματα από πόνο
θα χαλαλίζουνε μια ανέσπερη γενιά
που χόρτασε ψωμί πριν καταλάβει
το άγγιγμα του Τάνταλου κάτω απ το δέρμα.
Ως να δοξάσουν τον ξανθό τοξότη τα φουσάτα
Θα χουμε στρέψει οι γλεντοκόποι την κοίτη της πηγής!

Λησμονιά / Βρακά Στέλλα


Λησμονιά που σήκωσες άγκυρα
και ταξιδεύεις
στη θάλασσα που αγαπήθηκε
που αιφνιδιάστηκε απ΄τα γέλια
και σιώπησε στα δάκρυα.
Λησμονιά που κλαις
σαν σε παιδεύει το σκοτάδι
παραμιλάς στ' άλυτα αινίγματα
και σιωπάς τα φωνήεντα
στις εκμυστηρεύσεις.
Τι να θυμηθώ;
Τι να απαρνηθώ;
Πόσες αποκαλύψεις λίμνες
στον κάμπο των ψυχών....
Χάρισέ μου τη θύμηση
τη στερημένη φωνή
την απουσία των δρόμων
το κατεστραμμένο χθες
ανάπαυσε
με μέριμνα αμίλητη.
Φως αναλλοίωτο στις λέξεις.

Στους αγρούς των ελπίδων


Οι λαοί απαιτούν και οι ρήτορες σπεύδουν
στους αγρούς των ελπίδων να σπείρουνε Θα.
Λιγοστοί δυσπιστούν, οι πολλοί περιμένουν.
Και τα λόγια πολλά.
Στο ρυθμό του ο Χρόνος, χωρίς συγκινήσεις,
αγνοεί διακηρύξεις, ιδέες και Θα,
την αλήθεια τη φέρνει χωρίς εξηγήσεις.
Και τα λόγια λιτά.
Ξεφυτρώνουν δειλά κάποια Θα μετρημένα,
τα ζιζάνια δίπλα τους ευημερούν,
των ρητόρων τα λόγια, χλιαρά, μασημένα.
Οι πολλοί απορούν.
Θεωρίες ποικίλες, αιτίες, εκθέσεις
για τη σύγκρουση δέοντος και εφικτού,
φλυαρίες «σπουδαίων», φτηνές αντιθέσεις
παλαιού παιχνιδιού.
Οι λαοί διατηρούν τους αγρούς των ελπίδων
και των Θα τούς σπορείς αιωνίως ζητούν.
Ξεπηδούνε οι ρήτορες σκοπιμοτήτων,
και αυτοί κυβερνούν.
……….. ……….. ………..
1η δημοσίευση (μπλοκ) 22-8-2015
ARISALBIS.BLOGSPOT.COM
Με ιάμβους και δακτύλους, με τροχαίους κι αναπαίστους και αμφίβραχεις.

Bonsaistories: Τα 3 πρώτα βραβεία του 5ου Ποιητικού διαγωνισμού

1ο βραβείο
Νιότης Τραγούδι της Σμαρώ Νότου
Φορώντας της νιότης την ανεμελιά
χαμογελαστός κι ανυποψίαστος
ξένοιαστος από βιοτικές μέριμνες
υπολογισμούς και συμφέροντα
έλκεσαι από τη φωταγωγημένη όψη του κόσμου.
Δεκτικός στο ελεύθερο, στο ωραίο
στο μεγάλο που σε περιμένει
λαχταράς να νιώσεις το ρίγος που σφύζει στις φλέβες σου.
Βιάζεσαι να αρπάξεις το χρώμα από την άνοιξη
να αγγίξεις το όνειρο, να ερωτευτείς
να σφιχταγκαλιάσεις το ασυμβίβαστο
μακριά από την επαιτεία τούτου του κόσμου.
Δε ζητάς κι άλλο σκοτάδι πιότερο απ’ όσο σε κληροδοτήθηκε.
Αυτός ο κόσμος που φλέγεται πολέμιος
σε κατεχόμενες  συνειδήσεις
με εκατομμύρια ουρλιαχτά, φρίκη και αίμα
σου είναι ξένος.
Έχει όψη σακάτικης εξαθλίωσης
απόγνωσης και τροχισμένης γλώσσας.
Δε θα του το επιτρέψεις να σε καταπιεί.
Ενδίδεις στην πρόκληση να τον αλλάξεις.
Είσαι νέος, μια πύλη φωτός σε ένα όλον άφθαρτο.
Οι ορίζοντες ανοιχτοί στέκουν
ο ουρανός απέραντος και ασυννέφιαστος φαντάζει.
Με ψυχή πλημμυρισμένη από πολύχρωμα οράματα
αλύγιστη ανεμίζει η ανάσα σου στο σύμπαν
κι αυτός ο ήλιος που έχει σκαλώσει στο βλέμμα σου
σα σπίθα αγάπης, θαρρείς μια πιθαμή ψηλότερα σε πάει.
Ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα φτερά.
Αψηφώντας  κινδύνους, συντριβές και φοβίες
να στείλεις το δικό σου μήνυμα
να στείλεις το δικό σου περιστέρι να περάσει τις Συμπληγάδες.
Τίποτα λιγότερο απ’ ότι σου αξίζει.
Ζητάς το ακέραιο, το ατόφιο, το αληθινό
τραγούδι να το κάνεις να λάμπει μέσα σου.
Τόσο μελωδικό όσο η θέλησή σου για έναν καλύτερο κόσμο
τόσο μαγευτικό όσο η εμπιστοσύνη σου στον εαυτό σου
τόσο θαυμαστό όσο η τόλμη σου.
Κι αν δεν έφτασες ακόμη στα μισά, παιδί μου, μην κοντοστέκεσαι.
Βήμα-βήμα το φωτεινό αύριο που πόθησες ζυγώνει.


**
2ο βραβείο 
Μαλακώνουν οι άνθρωποι μαμά; της Τζωρτζίνας Κουριαντάκη

Αξιώνω δύναμη, τη μάσκα να φορέσω.
Δάκρυ αλμυρό και ροζακί συνάμα.
Το μπόλιασμα στρεβλό, γιομάτο αμάθεια.
Τα όνειρα κρυφά, δεν ξεμυτίζουν.
Ξένη, αφουγκράζομαι μα δεν καταλαβαίνω.
Σκληροί ‘ναι όλοι τους κι εγώ στην πέρα όχθη.
Δεσμώτες, δικαστές, κριτές ακούραστους
ξεγέλασε η κάλπικη ανοχή μου.
Μα εγώ αγριεύομαι σε κάθε συναπάντημα.
Τόσο αδύναμη, αλήθεια, πώς ν’ αντέξω;
Και είμαι μικρή και λίγη εγώ για δαύτους…
Μαλακώνουν οι άνθρωποι, μαμά;
Κι αν έστω πω, το μπορετό να κάνω αέναο,
να ‘χω ατσάλι στην καρδιά, ίδια παιδί τους,
ανεπαρκής, αμάθητη, κομμάτια μου
μαζεύω έχοντας το βλέμμα χαμηλά.
Φέρνει η νίκη τους ξεδιάντροπα την ήττα μου,
δικό μου κλάμα για επίτευγμα λογιάζουν.
Είναι που ξέρουν και βρυχώνται στους αδύναμους
 τάχα ως φίλοι στο κατόπι μου φωλιάζουν,
χώνοντας λάμες σ’ επιδέσμους ζοφερούς.
  Μα ‘ναι αβάσταχτο να υπάρχω μες στο μένος τους,
θανάτου γεύση η συμβίωση μαζί τους…
Μαλακώνουν οι άνθρωποι, μαμά;
***
3ο Βραβείο
Νοσταλγίας λυγμοί της Χρυσούλας Πλοκαμάκη 
Τα κακοτράχαλα μονοπάτια τ’ ανέβηκα μαζί σου!
Τις αχτίδες της χαράς
τις αντίκρυσα στων ματιών σου τη λάμψη!
Το πρώτο της καρδιάς μου πετάρισμα στον εναγκαλισμό της ψυχής μου με την ψυχή σου αισθάνθηκα! 
Στο δρόμο μας φύτρωσαν τριανταφυλλιές
με πανώρια άνθη 
και με μυτερά αγκάθια αντάμα!
Όταν η ευωδιά του κόκκινου τριαντάφυλλου
πλημμύρισε το δώμα της κοινής μας ζωής,
δάκρυα χαράς λαμπύριζαν
στ’ ασημοκέντι τ’ ουρανού μας!
Χλωροί καρποί βλάστησαν
στον απέραντο της αγάπης μας κήπο!
Τ’ αγκάθια τ’ αγαπήσαμε νομοτελειακά:
Πώς άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει
τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι, 
λυγμός χωρίς δάκρυ;
Το βελούδινο της ψυχής σου άγγιγμα 
γιάτρεψε το γραντζουνισμένο μου γόνατο και στέγνωσε της πίκρας μου το δάκρυ.
Κοντά μισό αιώνα, γέρνεις απαλά στην κλίνη μου
για να μην αγουροξυπνήσεις τ’ όνειρο.
Δεν σφαλίζουν τα μάτια μου
αν της ανάσας σου το χάδι δεν αγγίξει
τ’ ακρόκλαδα της σκέψης μου!
Θυμάσαι;
«Μαζί θα τ’ ανέβουμε κι ετούτο τ’ ανηφόρι!» έλεγες όταν τα δύσκολα μάς έβαζε η ζωή.
Ποτέ δεν έφυγες απ’ τ’ ονειροδρόμιό μου. Κύκλους κάνεις, κι αν ζαλίζομαι καθόλου δεν με μέλει!
Μ’ αυτή τη γλυκιά ζάλη, θέλω μαζί να φύγουμε ένα πρωί
για τ’ απέραντο τ’ ουρανού μας γαλάζιο.
Της νοσταλγίας οι λυγμοί
την Αθανασία της Ψυχής και της Αγάπης μας
υπογράφουν.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

3 ποιήματα της Νόπη Χατζηιγνατιάδου

Ώρες 


Κάποιος ξέχασε την πόρτα ανοιχτή
Όλη νύχτα ανοιγόκλεινε απ' τον αέρα
Οι γλώσσες της τρόμαζαν το παιδί
και αγρυπνούσαν τη γυναίκα
Ο άντρας, αφαίρεσε τη νύχτα απ' το τραπέζι,
μαζί τα ψίχουλα και τα αιώνια ερωτηματικά
Με τα δόντια και με τα νύχια του
άρπαξε το θηλυκό και το ‘ριξε στο κρεβάτι
Ξημέρωσε πάλι
Ζεστό ψωμί στο στήθος της το πρόσωπό του, ενώ
κάποιοι συνέχιζαν να διαφωνούν
εάν η αλήθεια των πραγμάτων έχει μια φύση ή
εάν το δίκιο του ενός είναι το άδικο του άλλου

**

Παρα-ποίηση 


Φθείρεις την ύπαρξη
-τη δική σου συνήθως -
με αλλότρια αμαρτήματα
κι άλλες φορές με τη σκέψη
εκείνων που φύγαν
ή εκείνων που ήταν
Ούτως ή άλλως,
η διαφορά
ή το διαφορετικό
χωρά αντίστοιχα
στο υπόλοιπο της πράξης
ή στο περιθώριο του κόσμου
Κι η άφεση βέβαια,
είναι μια κάποια λύση
Θα συμφωνήσεις,
κείνοι που σε παραποίησαν
ήταν έξω από σένα
και κυρίως αθώοι

**

Ανάταση 


Δυσνόητες
ρωγμές στο ανέφικτο
όμοιες με εκείνες
που σου χάραξαν στο μέτωπο
λίγο πριν την εκούσια θυσία

όμοιες με τα λαβωμένα,
απ' τα χέρια ενός παιδιού,
φτερά μιας πεταλούδας

Ρωγμές
ακαθόριστες,
που ασελγούν στης γαλήνης τα σώματα,
που ραπίζουν σπερματικές διαθλάσεις
στην ανοργασμική πλέον ακοή σου

Ρωγμές
στις αισθήσεις που φύλαξες
για τον έρωτα μιας καταδότριας νύχτας

Κι η ψυχή σου
ως και η μικρή ψυχή σου
δε χωράει σε ορίζοντες,
μα υπομένει γενναία
το τραχύ των ρωγμών

Κι εκείνο της πεταλούδας το πέταγμα
ματαιώθηκε πάλι  
(Από την ποιητική συλλογή "Ρωγμές στο ανέφικτο")

Η Νόπη Χατζηιγνατιάδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στους πρόποδες ενός βουνού, στην Πτελέα Δράμας.Είναι απόφοιτη Θεολογίας του ΑΠΘ, φοιτήτρια του τμήματος Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών Δράμας ΤΕΙ ΑΜΘ 
Έχει συμμετάσχει σε ημερολόγια και ανθολόγια ποίησης.
Έλαβε δεκάδες βραβεία και επαίνους σε πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς ποίησης.
Ποιήματά της δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, έντυπα και διαδικτυακά, στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Ποιητικές συλλογές :

·         «Αναζητώντας το Άλφα» 2009 και
·         «Ιέρεια ουρανού και θάλασσας», 2011  
         «Ρωγμές στο ανέφικτο» 2014

Αμφίδρομος Καθρέφτης: μικρό απόσπασμα από την ποιητική Συλλογή της Καίτης Κουμανίδου

Είναι φορές που ακούω την καλοσύνη σου
κι άλλες στιγμές
τα καλοκαίρια σου ακούω
να τραγουδούν
για εσένα που στερούμαι
στου αδέξιου χρόνου το κύλισμα.

Άταφα Όνειρα της Καίτης Κουμανίδου από την Ποιητική Συλλογή : Αμφίδρομος Καθρέφτης



Ο δικός μου ουρανός 
έχει ένα δικό του ήλιο εσένα
που λειαίνει τη μοναξιά 
αφαιρεί τ' αγκάθια 
αρωματίζει τη σκέψη 
όλος ο κόσμος κλεισμένος 
εντός μου 
Μεθάει ο έρωτας 
αέρηδες λυσσομανούν 
θεριεύει η φωτιά 
αστράφτει η λάμψη 
των ματιών 
αφουγκράζεται ο ουρανός 
άνθη λευκά και κόκκινα 
πλέκουν οι λέξεις 
φιλί παθιασμένο γίνομαι
στα χείλη σου επάνω
Αιώνες 
θα μου πάρει 
να τ' αφήσω.

Σπίτι πέρα απ' τη θάλασσα / Καίτη Κουμανίδου




Το σπίτι πέρα από την θάλασσα
Δύο κόκκινα γεράνια
Ένα κίτρινο σπίτι
Ένα μαντολίνο
Μια μανταρινιά
Τρία σκυλιά
Δύο κόκκινα γεράνια
Ένα πράσινο βουνό
Κεραμιδένιες στέγες
Ένα τζάκι που καίει
Τριάντα κόκκινες τριανταφυλλιές
Δύο κόκκινα γεράνια
Μια κίτρινη πεταλούδα
Δέκα τρία πορτοκαλιά κρίνα
Δέκα τρεις κραυγές
Δέκα τρεις σιωπές.
Δύο κόκκινα γεράνια
Η θάλασσα που κλαίει
Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο 
με πράσινα μάτια
Το τραγούδι των περιστεριών
Η καμπάνα που χτυπάει
Κι εσύ παντού



Το ποίημα βρίσκεται στη συλλογή: Αμφίδρομος Καθρέφτης/2017

3 Ποιήματα για την Κερύνεια

Στιγμές της Εισβολής 

του Κώστα Μόντη 

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
 
Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει να αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε.
 
Σκέψου να μας γίνει βραχνάς η οροσειρά της Κερύνειας
σκέψου να την κοιτάμε με τρόμο,
σκέψου να την υποψιαζόμαστε,
σκέψου να τη μισάμε!
 
Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους.

**

Ένα Σάββατο 

του Μιχάλη Κακογιάννη 

Ένα Σαββάτο, Σαββάτο την αυγή
ξεκίνησε η κραυγή
απ’ την Κερύνεια κι έφτασε
στον Πόντο και στη Σμύρνη.
 
Ματώσανε οι θάλασσες
κι οι ουρανοί γεμίσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
 
Και ράγισαν τα μνήματα
τα δέντρα γονατίσαν
Χριστέ μου τόσα κρίματα
τα μάτια σου πώς τα ᾽δανε
και δεν τα σταματήσαν
 
Κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν

**

Κερύνεια 

του Νίκου Ορφανίδη 

Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που ξαγρυπνά ο θάνατος
και σκίζεται η πίκρα οριζόντια
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη
των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ
η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.

3 Ποιήματα για την Αμμόχωστο

Αμμόχωστος

                                                   της Αγγέλας Καιμακλιώτη 

Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ
**

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


                                                       της Νίκης Μαραγκού 
Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.

**

Όνομα Πόλης

                                               του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Now happiest loveliest in yon lovely Earth,
Whence sprang the Idea of Beauty» into birth.
Edgar Allan Poe

ΜΗΠΩΣ μιας πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη;
Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;
Χρόνος από άμμο ψιλοδουλεμένη
καθώς κοιτάζεις τους λευκούς μαστούς;
Ποιός 8α ‘λεγε το αντίθετο;
-Λησμόνησες τους πρόσφυγες
που στέκονται αντικρύ της και τη χαιρετάν.
ξέρουν να κλαίνε, την καρδιά τους να ραγίζουν
με βότσαλα της Θάλασσας, τη μηχανή τους έχουν
του αυτοκίνητου και του τρακτέρ ξεκινημένη
μετωπικά προς τα φυλάκια των Τουρκώνε,
στα τεθωρακισμένα των οχτρώνε.
Πώς ομιλείς – εσύ, δε 8α το πίστευα!-
γι’ αυτούς που είναι σαν φίλοι και αδελφοί.
Με παρεξήγησες, υποκριτή αναγνώστη.
Βλέπω μονάχα, την Αμμόχωστο ίσως, και αγαπώ
9α ζήσουμε μαζί ο θάνατος κι η ζωή,
το ξέρω, το πιστεύω, κάνω και γραμμάτιο.
Τι, δεν υπάρχει θάνατος μήτε κι οχτρός και πλάνη
γι αυτό την είπα ψεύτικη την πόλη,
την πόλη που γεννήθηκα σαράντα αιώνες τώρα.
Όμως, όταν κοιτάζω με τα κιάλια
την ανεπαίσθητη του στήθους της ρωγμή,
όταν απ’ τη μεθυστική πνοή της κρίνω πόσα
πλοία βουλιάξαν ή πετρώσανε κι ανθρώπους
βλέπω τριγύρω «να το σπίτι μου» εκφωνώντας,
τι να σου κάνω; Θλίβομαι, ακριβαίνω,
χειρίζομαι τη λέξη με βαριά καρφιά,
φωνάζω «εχθρός» αυξαίνοντας τη 8λίψη
της ουτοπίας – οι λέξεις σου με σφάζουνε
δυνάστη της Αγάπης, Κύριέ μου, τραπουλόχαρτο.
Ένυλη πλάση φέγγει γύρω στα μαλλιά σου.
Προσφέρουμε νερό, γλυκό και χάδι.
Όμως εσύ τι δίνεις, έ; Μια πόλη σου ζητάμε,
αν είναι αυτή που ζήσαμε τα ωραία μας χρόνια
ή που την παρατήσαμε στ’ αλώνια.