Σελίδες

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

«ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ ΚΑΟ ΘΡΗΝΟ»Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα / ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ




ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Αυτό το μυθιστόρημα άρχισε να γράφετε στα άγρια μεσάνυχτα της δικτατορίας, στη δεκαετία του ‘70, σε είκοσι κωδικοποιημένα φύλλα χαρτιού, που υπήρχε μόνο η ερωτική διάσταση σαν μια σονάτα στο βιολί της νιότης. Το θέμα με προσέλκυε με σαγηνευτικές νότες και τρομερή ταχυπαλμία. Δυο μάτια με κοιτούν επίμονα. Ένα βιολί ελκύει ηδονικά, πρωτοστατεί προσπαθώντας να υποτάξει την υλακή χορωδία των αγριμιών που σμπαράλιαζαν τον ύπνο μου. Ένα βραχύκαννο όπλο στροβιλίζεται πλησιάζονταν τον κρόταφό μου. Αυτές οι εικόνες με κυνηγούσαν μερόνυχτα γράφοντας και σκίζοντας. Μια θυελλώδης αγάπη. Ποιητική έξαρση, αστραπιαίο φιλί. Ανάβλυζαν οι κρυστάλλινοι κρουνοί του Γιεσένιν και οι πληγές του Λόρκα, ενώ η ποίηση μας φορούσε χακί, αρβύλες και δίκοχο. Κεραυνοβόλο όνειρο και εφιάλτης συνάμα. Όσες μεταμορφώσεις και χειρουργικές επεμβάσεις αν έκανα, έβλεπα απεγνωσμένος πως δεν υπήρχε ελπίδα να ολοκληρωθεί και να δει το φως της δημοσιότητας. 
Μια πιθανή παρουσίαση στον Εκδοτικό Οίκο, σίγουρα θα έδινε την πιο οδυνηρή διάσταση. Θ’ άνοιγε τις πύλες της φυλακής. Το υγρό και ζοφερό μπουντρούμι παραμόνευε παρέα με τα ποντίκια και τον χάρο. Οι παγίδες και η απειλή ήταν ο αέρας που ανασαίναμε. Τα καταχώνιασα στην πιο κρυφή γωνιά της βιβλιοθήκης πλάι στις κρυμμένες εικόνες και τη σύνοψη της μητέρας. Όταν εκείνη άναβε την καντήλα, έλεγε την προσευχή κι έκανε τον σταυρό της, κάτι λαμπύριζε μέσα μου, άναβε και τρεμόσβηνε μέσα στη νύχτα, κάτι σαν ελπίδα ανάστασης. Αλλά δεν τα έβγαλα ποτέ από τον κρυψώνα. Ήταν θαμμένα στο πουθενά της λήθης και της πίκρας. Χρόνια αργότερα όταν έχει κοπάσει η θεομηνία, ο θελξικάρδιος αέρας ξύπνησε ξανά κι εκείνα τα κιτρινισμένα και τσαλακωμένα χαρτιά βγήκαν από την τρώγλη τους. Τα ξεφύλλισα με τρεμάμενο χέρι. Εκείνο το λαμπροφόρο όνειρο των φοιτητικών χρόνων είναι ακόμα εκεί. Εκρηκτικά κομμάτια νεότητας, πέταλα ονείρου σαν από αμάραντα λουλούδια στην πιο λαμπρή βουνοκορφή του φιλόδοξου χρόνου και απειλούμενα θανάσιμα. Είναι τα κρίνα της αγάπης σου ή μια ανθοδέσμη για μελλοθάνατο; Άντεξαν άρα; Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Αλωνίζει και αλέθει τα πάντα με τρομερούς μυλόλιθους. Ακόμα νιώθω τη γεύση του πικρού κοκτέιλ σαν ένα διαζύγιο την ημέρα του γάμου, σαν το πρώτο ερωτικό φιλί, που στο κόβει στη μέση ένας πυροβολισμός. Ο ερωτικός ψίθυρος συνεχίζετε για χρόνια με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Τα αποθέματα ψυχής ίσως να είναι τα ιερά του χρόνου, ιζηματογενείς πετρώματα που δεν τ’ αγγίζει η φθορά του. Ίσως... Ας δει το φως.

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΗ
Η δίφυλλη ξύλινη πόρτα έκλεισε πίσω μου. Δίστασα για ένα κλάσμα δευτερολέπτου. Που να πατήσω; Τ’ ακριβά περσικά χαλιά με θάμπωσαν. Φοβόμουν να πατήσω λες και θ’ άφηνα εκεί ανεξίτηλα ίχνη. Ένιωθα σαν τότε μικρό παιδί όταν πλημμύριζαν τα λιβάδια μαργαρίτες, μη τις ποδοπατήσω και δακρύσουν τα ματάκια τους. «Γιατί σταμάτησες; Προχώρα» είπε η Πέρσα. «Είμαστε εντελώς μόνοι». Την κοίταξα στα μάτια. Κωνσταντίνε, είπα μέσα μου, απόψε πέρασες το κατώφλι του πιο λαμπρού ιερού ναού. Το μέλλον σου βρίσκεται σ’ αυτό ακριβώς το σπίτι. Ας γίνει ο ναός του έρωτά σου, της δόξας και των ονείρων σου. Αμήν, θεέ μου, αμήν! «Καλωσόρισες!» είπε η Πέρσα και με φίλησε στα μάγουλα. «Αυτό είναι το σαλόνι μας. Μπορείς να καθίσεις όπου σου αρέσει. Ξέρω κρυώνεις. Εγώ φταίω, δεν σου εξήγησα λεπτομέρειες για το διπλανό σπίτι και την αυλή. Κάθισε κοντά στο τζάκι να σε περιτυλίξει η θαλπωρή». «Άλλη θαλπωρή επιθυμώ να με περιτυλίξει». Εκείνη γελάει χα, χα, χα και εξαφανίζεται πίσω από το παραβάν.
Καθόμουν στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού του πρέσβη, με το ποδάρι απανωτό σαν σημαντικός επισκέπτης ή οικοδεσπότης. Μετά από το ψυχρό κρύο και τον άδικο, τσουχτερό θυμό, ένιωθα μια προφητική δικαίωση και μια γαλήνη ευνοούμενου. Η Πέρσα πηγαινοέρχονταν από το σαλόνι στην κουζίνα με εαρινό βήμα, και γελούσε, ξεκαρδίζονταν με τις βρισιές μου. «Πες μου κι άλλες, πες μου κι άλλες, είναι τόσο ωραία όλα αυτά!» Τα ναζιάρικα χαχανητά της με άρπαζαν και με υποχρέωναν να πεταρίζω σαν πεταλούδα γύρο από έναν ανθό. Μετά τα πεταρίσματα έγιναν φανταστικά άλματα από το υπνοδωμάτιο της που θα εγκαινιάζαμε την πρώτη σεξουαλική επαφή, στην Πόλη του Φωτός και από κει σ’ ένα νησί που είχα τολμήσει να ονειρευτώ από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας. Δεν έβλεπα τι έκανε και ούτε μ’ ενδιέφερε. Μου αρκούσε που βρισκόμουν κοντά της, στο αριστοκρατικό σαλόνι, σε αυτή την ανονείρευτη και πολυτελέστατη οικεία. Δοκίμασες την ψάθα, τώρα δικαιούσαι να δοκιμάσεις κι ένα παλάτι που ούτε στο όνειρό σου δεν τόλμησες να δεις. Ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα κι εγώ με την Πέρσα από το χέρι μπαίναμε στο φτωχικό μου. Η μάνα μου μας χαμογελούσε με ανοιχτή αγκαλιά: Καλωσόρισε η νύφη μου! Καλωσόρισε το παιδί μου. Γουρλίδικο το βήμα σ’ αυτό το φτωχικό, χρυσή μου. Καλωσόρισε η ομορφιά του σπιτιού μας! Σ’ αυτό το κατώφλι που δρασκέλησε το πόδι σου, να πέσουνε τα δόντια σου! Της εύχεται. Η Πέρσα δεν καλοκαταλαβαίνει και την κοιτάζει παραξενεμένη: Πού βρίσκομαι έτσι; Τι είναι εδώ; Που να κάτσω; Ανάψτε και κανένα φως, σας παρακαλώ. Για να ξέρεις, κορίτσι μου, δεν μπορείς να φτάσεις εκεί ψηλά στα παλάτια με βελούδινες πολυθρόνες, χρυσά και ασημένια σκεύη, κρύσταλλα, πορσελάνες, αν δεν περάσεις πρώτα από την ψάθα. Όλα αυτά από δω βγαίνουν, από το χώμα και τον ιδρώτα. Η Πέρσα μου πρόσφερε ποτό και με συνέφερε ξανά στο σαλόνι μ’ ένα λίκνισμα κι ένα φιλί που λίγο έλειψε να την αρπάξω, να την ρίξω στο ντιβάνι και να της ξεσκίσω το φουστάνι. «Πιες το ποτάκι σου, να κάμω ένα ντους κι έρχομαι. Δεν θ’ αργήσω. Κι εγώ ανυπομονώ την αγκαλιά σου».
Ρούφηξα μια γουλιά και με φίλησε για δεύτερη φορά, παίρνοντας την μισή δόση του ποτού από το στόμα μου. Αναστέναξε και απομακρύνθηκε κάνοντας έναν σκερτσόζο κύκλο μπαλαρίνας. Μου τοποθέτησε στο τραπέζι ένα μάτσο με γαλλικά περιοδικά λέγοντας: «Αν στενοχωρηθείς ξεφύλλισε και κανένα περιοδικό!» Την κοίταξα ξεκουμπώνοντας το μπουφάν. Το έβγαλα με μια αστραπιαία κίνηση, σαν να της έλεγα: «να λουστούμε μαζί!» Δεν τόλμησα ωστόσο. Ήπια με άσπρο πάτο το κρυστάλλινο πότο που μου γαργαλούσε το λαρύγγι κι έπιασα το βαθυπράσινο μπουκάλι. Το στριφογύρισα στα χέρια διαβάζοντας Glenfishddicsh – SCOTCH WHISKY. Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ ουίσκι. Τα σωθικά μου έπαιρναν φωτιά. Είσαι καλοπίχερος, αγόρι μου, είπα στον εαυτό μου, είσαι γουρλίδικος. Κοπάνησα και το δεύτερο ποτήρι μονοκοπανιά. Γέμισα το τρίτο. Η πυρκαγιά επεκτείνονταν. Είχαν αρχίσει να πυρπολούνται τα πράγματα του σαλονιού και ο Φλεβάρης ξαφνικά είχε γίνει ένα καυτό καλοκαίρι. Ήταν πιο καυτό από εκείνα που είχα δοκιμάσει εκεί κάτω στα χωράφια του χωριού τον Αλωνάρη και τον Αύγουστο. Είχε πάρει φωτιά ο πλανήτης γης.
Είχε γίνει κόκκινος πλανήτης. Σίγα, Κωνσταντίνε μου, θα μεθύσεις, είπα στον εαυτό μου. Είδη είσαι μεθυσμένος, αν δεν λαθεύω; Δεν σε μεθάει το ρακί, ούτε το ουίσκι, η αγάπη σε μεθάει. Η αγάπη σε ανεβάζει στον ουρανό, σε πετάει και στην κόλαση. Σηκώθηκα με το ποτήρι στο χέρι. Πάνω στο μπουφέ του σαλονιού και στον τοίχο με το τεχνητό τζάκι υπήρχαν κάποιες φωτογραφίες. Πήρα στο χέρι μου μια. Οι γονείς σου μου χαμογελούν, Πέρσα, είπα. Ο πατέρας σου, μολονότι μόλις έχει σχηματίσει ένα αμυδρό χαμόγελο, με κοιτάζει με διπλωματική αυστηρότητα κατά πρόσωπο. Με ή χωρίς μυστικές αυστηρότητες εγώ είμαι εδώ, αξιότιμε πρέσβη. Δεν γνωρίζω πώς θα αντιμετώπιζες την κατάσταση αν γνώριζες τη σχέση μου με την κόρη σου; Όπως και να έχει εγώ βρίσκομαι εδώ, στον οίκο σου και θέλεις δεν θέλεις θα με αποδεχτείς, γιατί με διάλεξε η κόρη σου, η Περσίδα. Ίσως να είμαι απρόσκλητος και ανεπιθύμητος για σας. Ίσως με απορρίπτετε. Ίσως έχετε κάμει κάποια άλλα σχέδια και επιλογή για το ταίρι της κόρης σας, έναν δανδή γαμπρό, με κομψότητα και χάρη, μια εξέχουσα προσωπικότητα από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της ελίτ, ωστόσο θα σας απογοητεύσω, πρέσβη μου, ένα χωριατόπαιδο, κατώτερης καταγωγής, όπως θα με αποκαλέσετε, ένας ποιητής της ψάθας με τα λασπωμένα υποδήματα τόλμησε ν’ αφήσει τα ίχνη από το βούρκο του στο σαλόνι σου. Εσύ, κυρά μου, τι λες; Ρωτάω τη μητέρα της. Έχετε τα ίδια μάτια με την Πέρσα και το ίδιο χαμόγελο. Μου αρέσει το χαμόγελό σας. Είναι απόδειξη καλών προθέσεων. Μου μοιάζει με συγκατάθεση. Οι μητέρες είναι πιο μεγαλόψυχες και ευέλικτες, αποδέχονται θαρρετά τις σχέσεις των κοριτσιών τους. Μοιάζει χαριτωμένη η μητέρα σου, σαν κι εσένα, Πέρσα.
Δεν είναι τα μάτια εστία της ελπίδας ας με απορρίψει αν θέλει ένας πρέσβης κι ένα χαμόγελο ας με στείλει στην άβυσσο το γλυκό μαρτύριο της κλίνης λαχταρώ…
Με αυτή τη ζαλάδα ευφορίας επέστρεψα στο τραπέζι. Το τέταρτο ποτήρι με χτύπησε κατακέφαλα. Το κεφάλι μου είχε γίνει ένα ταμπούρλο: Σε θέλω Πέρσα! Καίγομαι, Περσίδα! Οι φλόγες μ’ έκαιγαν ολόκορμα. Σηκώθηκα. Φτάνει πια με αυτό το ποτό, είπα, μου τα έκανε κάρβουνο τα σωθικά μου. Τα πόδια με οδήγησαν ασυνείδητα στο διάδρομο, από κει που είχε εξαφανιστεί η Πέρσα. Άκουσα το έντονο πλατσούρισμα του νερού που κελάρυζε σαν χίλια πουλιά ονείρων. Σταμάτησα. Η πόρτα του μπάνιου ήταν μισάνοιχτη. Πλησίασα ακροπατώντας. Ω, θεέ μου! Η Πέρσα παρουσιάζονταν με όλη την ομορφιά της γύμνιας της. Πλησίασα κι άλλο. Η Πέρσα γυμνή. Η λευκή λάμψη του κορμιού της, μου θόλωνε το μυαλό περισσότερο από το ποτό. Το στήθος της έσταζε διαμάντια. Το χέρι της έτριβε το κατάμαυρο θάμνο της ήβης της μ’ έναν θαυμαστό τρόπο, ενώ εγώ είχα καυλώσει και ήμουν έτοιμος να μουγκρίσω. Δεν άντεχα πια. Έτρεμα. Η ηδονή ήταν ένας κεραυνός που με χτυπούσε σύγκορμα. Έσπρωξα την μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα όπως μπαίνει η θύελλα από το ανοιχτό παράθυρο. Σίγουρα κάποιο ουράνιο χέρι μου άρπαξε το πουκάμισο, μου ξεκούμπωσε το παντελόνι. Φορούσα υποδήματα ή δεν φορούσα; Ένας ίλιγγος που δεν είχα ξαναζήσει ποτέ μ’ έσπρωξε και όρμησα ενστικτωδώς μέσα στην αφρισμένη μπανιέρα. Έμπαινα σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, σ’ έναν αγνό ωκεανό. Το θελκτικό κορμί της σπαρταρούσε στην αγκαλιά μου. Το πάθος είχε γίνει λύσσα, η λύσσα άγαρμπες κινήσεις. Το διαμαντένιο της κορμί ήταν γραπωμένο στα χέρια μου, στους γλουτούς, στα στήθη με τις δυο γλυκές σταφίδες να στάζουν μέλι στο στόμα μου. Τα χέρια της στους ώμους μου και όλο κατέβαιναν όπως κατέβαινε το νερό. Μ’ έλουζε ένα λουτρό ανθέων, ροδόσταγμα του έρωτα. Τι αξία είχε το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι, τα ρουμπίνια, όλοι οι θησαυροί της γης μπροστά της;
Γοργόνα του ανθόνερου σε μια μπανιέρα θάλασσα πλημμυρισμένη μέλι.
Η θάλασσα άφριζε και οι θεά Αφροδίτη αναδύονταν από τους αφρούς. Κρατούσα μια Πέρσα από αφρούς. Αφρός μέσα στον αφρό. Και το σπέρμα μου ήταν από αφρό. «Αχ, μη τελειώνεις, μη! Θέλω να το μαζέψω όλο στην απαλάμη μου». Τελείωσα μ’ ένα μουγκρητό. Αλλά συνέχιζα να μπαινοβγαίνω μέσα της, κολυμπώντας στο πέλαγος της ηδονής σαν ένας θεός. Σε λίγο ένιωσα το φύλο μου να σπαθίζει ξανά. Όλος ο κόσμος ήταν από αφρό. Τώρα το μουγκρητό της Πέρσας ήταν ασταμάτητο. Σ’ ευχαριστώ, Πέρσα μου! Σ’ ευχαριστώ, Περσίδα μου, με ανέβασες στο ζενίθ της ευτυχίας σαν ένα θεό. Δεν ξέρω αν τις φώναξα μεγαλόφωνα αυτές τις λέξεις ή τις έλεγα μέσα μου. Δεν ξέρω επίσης πόσο συνεχίστηκε αυτό το αφρόλουτρο. Πιστεύω μια αιωνιότητα. Ξαφνικά κατάλαβα. Η αιωνιότητα είχε πάρει συμπαντικές διαστάσεις.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
Από το μυθιστόρημα: «ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου