Σαλπάραμε
νύχτα ασέληνη,
τρείς χειμώνες
θάμπος!
Ανάμνηση οι
αγκαλιές του κόσμου,
τα φιλιά του
αποχαιρετισμού.
Μικρές
φωτογραφίες -στιγμές αγαπημένες-
γεμάτη η
καμπίνα, μαζί με τις ≪γοργόνες≫.
Μπουένος
Άυρες, Άμστερνταμ,
Βαλένθια,
Μανταραμπάς...
Όλα με φωτιά,
δάκρυα και ατσάλι δεμένα!
Σκλήρυνε το
δέρμα ’ ρυτίδιασε η νιότη μου.
Ντύθηκαν οι
λύπες το χονδρό επενδύτη
κι ο νόστος
πνίγεται στο ποτό να μη θυμάται...
Κρύφτηκε η
χαρά στα βρεχάμενα
πίνοντας
θάλασσα·
μέρες ανέφελες
γίνηκαν όνειρα!
Όλοι
σκέφτομαι, μ’ έχουν ξεχάσει...
ακόμη κι ο
άγγελος μου
πήρε τη λάντζα
σαλπάρισε,
άλλον ναυτικό
παραστέκει!
Περιμένω τα
ξέμπαρκα χρόνια της στεριάς
μια γιορτή να
κάνω, ένα Πάσχα,
ένα
Δεκαπενταύγουστο·
σ’ ένα γλέντι
να βρεθώ, σ’ ένα γάμο!
Μου φαίνονται
τόσο μακρινά, μαγικά όλα...
Φοβάμαι πως
γίνηκα κάβος κι άρμπουρο·
πως ανασαίνω
με το βιλάι,
κάθε που
πετάγεται στο ντόκο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου