Σε γνώρισα ομορφάδα μου στη πρώτη μου σκιρτάδα,
ρεμπέλιασα στη στράτα σου, τα λόγια σου που χάνεις
και το καστέλι αγνάντεψα ’σα πάνω στη κορφή σου.
Μ’ ένα λιμπρέτο στάλιασα πιο κάτω απ’ τις καμάρες,
λιμπίστικα τα φιόρα σου, τζόγια μου στο μπαλκόνι,
της μαντζουράνας τ’ άρωμα, στο φυγιoμό να πάρω.
Ζουρλάθηκα στο βλέμμα σου και στων χειλιών τη γλύκα
κι απάνω απ’ τη Μπόχαλη καντάδα να σου κάνω.
Αναφωνήτρα σώπασε που ’ρθε ληστής στην πόρτα,
να πάρει τ’ Άγιου την ευχή από το πάνω δώμα
και ν’ ακουστεί το σήμαντρο, από την Άγια Μαύρα
στη στροφαδιά απέναντι, που φύλαγε τον Άγιο,
του Σολωμού το πόνεμα που τόκαμε υμνητάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου