Στο Θιάκι ο πηγαιμός θάχει στο σείρε μπόδια.
Ας έκιωσε η αρχόντισσα στον αργαλειό να υφαίνει,
του Οδυσσέα το σκαρί δε θα ’βρει αραξοβόλι.
Εγιόμησε τ’ απάνεμο με κολασμένου λόγια
και μάντρωσαν το πέρασμα τ’ αφύλαχτο του δράκου.
Οι σαϊτεύτρες το χορό, στ’ αφρόκυμα τον κάνουν,
κι ανάγκασαν ανάποδα, τον Ήλιο για να πέσει.
Απάτητο το ξέφωτο, απ’ τη μεριά που διάλεξε
να γείρει το φεγγάρι.
Εκεί το πέλαγος ορμά, ξωπίσω απ’ τα λιθάρια
κι ανασκαλεύει τα ριζά, τα ξέρικ’ αρμυρίκια.
Το δένδρο το αφύλλωτο κρατάει το βλαστό του,
όταν το πιάνει η θάλασσα αναδομό για να ’χει.
Και πώς να ζώξεις τα πανιά και πως τα παλαμάρια
που ξέχασε ο Αλεξανδρινός, σε κείνο το ταξίδι.
Όσο θα ψάχνεις τη στεριά απόμακρη θα μένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου