Στην Πολυξένη
Με
ανάπαιστο αρχινάει, με ίαμβο τελειώνει
ο
στίχος ο οπερατικός του πρωτοτύπου
Un mar crudele: θάλασσα είναι που θυμώνει,
γιατί
τη σκίζει το άρμενό μου με αρμονία ίππου
ατίθασου,
και δοκιμάζεται στο αμόνι
της
άριας το σφυρί τριπλού επιμόνου χτύπου.
Κρατώ
τους αναπαίστους· βγάζω τους ιάμβους·
και
μες στους ζόφους διεκδικώ πηγές του θάμβους.
Il ciel s’imbruna… ναι…: του αιθέρος η γλαυκότη
μαυρίζει. Αυτό
ακριβώς αισθάνομαι σημαίνει:
πιο μελανό απ’ το
μαύρο.
Κι αν με πουν προδότη
του
ιταλικού κειμένου, απλώς τί το συσταίνει
(καθώς
το νιώθω) εδώ εξηγώ. Τα δικά της σκότη
η
κάθε γλώσσα απηχεί , και αυτά καταλαβαίνει.
Σκληρό,
σκληρότατο το πέλαγο τού λόγου –
μα
το δαμάζει η ορμή του λυρικού μου αλόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου