Οι ψιχάλες άρχισαν τώρα να γίνονται χοντρές σταγόνες, μ' αυτή, βουλιαγμένη στην απελπισία, το μόνο που άκουγε ήταν ο ήχος της βροχής στην ψυχή της.
"Ακούς τη βροχή;" σε ρωτούν... Τι ν' απαντήσεις; Άλλος ο ήχος της πάνω στα χόρτα, άλλος πάνω στα δέντρα, στα σπίτια, στο δρόμο, στα κεραμίδια κι άλλος, εντελώς, στην ψυχή.
Α! Ναι! Και πάνω στις λαμαρίνες! Εκεί πια, ο ήχος της ήταν τελείως διαφορετικός και, όπως της είχε πει προχτές ο ποιητής: "Έχεις λαμαρίνες κάπου σπίτι σου; Εκεί να δεις μουσική η βροχή!"
Κι αλήθεια! Οι στάλες, ήταν πλήκτρα πιάνου που τραβούσαν ένα εσωτερικό συρματάκι για να βγάλουν τη μελωδία. Πάνω στο χώμα, στη φύση, ας πούμε, ήταν χαμηλές νότες, πάνω στη θάλασσα πιο ψηλές και πάνω στην καρδιά υφέσεις του μι και του σι: Οι πιο θλιβερές. Όσο για τον ήχο πάνω στις λαμαρίνες... το crescendo του προαναγγελθέντος θανάτου ενός έρωτα.
Το τραγούδι σήμερα έβγαινε μονότονο, οι κλίμακες φτωχές. Πού και πού, καμιά όμορφη ανάμνηση ξέφευγε σε φα δίεση, μα γρήγορα πηδούσε πλήκτρο.
Η νυχτερινή της μοναξιά, νυχτερινή μουσική, νυχτερινή βροχή, της έπλενε τώρα το κορμί μέσα από το λεπτό φόρεμα κι αυτή βαφτιζόταν στη σκληρή πραγματικότητα που με σθένος έπρεπε πλέον να μάθει ν' αντιμετωπίζει.
Γιατίιιιιιιι !!!!!!!!! Ούρλιαξε μες στο σκοτάδι.
Το πρωί θα έφτιαχνε τη βαλίτσα της...
("αδειάζοντας το σταμνί του έρωτα")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου