Όπως το κεφάλι που γέρνει
και το κοιτούν κοράκια
μετά πίνει νερό απ’ τα χάη
κι ο ήλιος αλλάζει πλευρό
έτσι που η άνοιξη χλευάζει
την οποιαδήποτε παραφωνία
και τα μικρά κορίτσια γυμνά
πνίγουν το ουρλιαχτό τους
και το κοιτούν κοράκια
μετά πίνει νερό απ’ τα χάη
κι ο ήλιος αλλάζει πλευρό
έτσι που η άνοιξη χλευάζει
την οποιαδήποτε παραφωνία
και τα μικρά κορίτσια γυμνά
πνίγουν το ουρλιαχτό τους
Όπως το μολύβι που λιώνει
δίπλα στα ξερά χαμομήλια
ανάμεσα στο καυσαέριο
κι η Αίγινα μπαταρισμένη
ακροβατεί στο ελάχιστο
με τα ωάρια στη θάλασσα
και το φως στη θερμοκοιτίδα
δίπλα στα ξερά χαμομήλια
ανάμεσα στο καυσαέριο
κι η Αίγινα μπαταρισμένη
ακροβατεί στο ελάχιστο
με τα ωάρια στη θάλασσα
και το φως στη θερμοκοιτίδα
Η φωνή μου πτώμα βυθού
επιμένει να με γρονθοκοπεί
ψάχνοντας υγρούς φθόγγους
ύστερα επωάζει ενεστώτες
που κλίνονται απνευστί
στο τέλος αμολάει το σκυλί
κι όλα γίνονται έρεβος
επιμένει να με γρονθοκοπεί
ψάχνοντας υγρούς φθόγγους
ύστερα επωάζει ενεστώτες
που κλίνονται απνευστί
στο τέλος αμολάει το σκυλί
κι όλα γίνονται έρεβος
Ο δρομέας από τη Σπάρτη
σκόνταψε σ’ αυτό το ποίημα
σκόνταψε σ’ αυτό το ποίημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου