Σελίδες

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ / Κατσιγιάννης Λεόντιος







Άξιον εστί, το σιωπηλό χωριό
του βράχου με τη θυμαρίσια σάρκα,
απόμερο, να στοιβάζει τις μέρες
του σε μια χρυσοπόρφυρη μνήμη




η κούραση του αγρότη, ακάθιστη,
αλύγιστη και πανώρια, όπως
ξεφυτρώνει παράτολμη απ’ τη ρίζα
της  πέτρας ως την κορφή της ελιάς

η άφθαρτη μοναξιά του τσοπάνη,
που την δέρνει ο αέρας κι η βροχή,
καθώς λαμποκοπάει στον χειμωνιάτικο ήλιο,
ευλογημένη μες στη βρεγμένη ομορφιά της

η άγια μητέρα του ανθρώπου,
σκουρόχρωμη φιγούρα μες  στη σιωπή της·
βρυσομάνα μιας αστείρευτης υπομονής,
τυλιγμένης  σ’ ασημένιο πουκάμισο.

Άξιον εστί, το ξυπόλητο παιδί,
με τα ματωμένα του γόνατα
που ξεκινάει για το μάθημα στο κρυφό
σκολειό της λευκαδίτικης φύσης

η απλότητα της λυγερόκορμης κόρης,
που περήφανη αποπνέει ένα πόθο
από ροδαλές ανταύγειες, στεφανωμένη
με νερό που ξεχειλίζει η πίκρα του

ο απόηχος της γεύσης των λέξεων·
απομεινάρια μιας ολόχαρης γλώσσας,
παρηγορήτρες μιας αρχαίας μνήμης·
ψιχάλες καθαρές της καρδιάς μας

η θάλασσα όπως ξεδιπλώνεται
στον βυθό των ματιών μας από ψηλά,
σπαρμένη με γέλιο και άνεμο·
σανίδα σωτηρίας της φαντασίας μας.

Άξιον εστί, το άγιο προζύμι,
μαγιά στο ψωμί της ζωής·
αντίδωρο στη βροχή, τον αέρα
και τον ήλιο του κόπου μας

το ευλογημένο λάδι της ελιάς,
αποκούμπι της δύναμής μας,
π’ αναμμένο κρατάει το καντήλι
της άφθαρτης ελπίδας

τ’ ατίθασο κρασί του κεροπάτι,
ελιξίριο ζωής, που σε ξομολογεί,
σε παίρνει απ’ το χέρι
και σε πάει στον Παράδεισο

το παστρικό τραπεζομάντηλο που
ακουμπάει τη ζέστα του το ψωμί,
κι ο πλούτος της φτώχειας
περήφανος λάμπει στο τραπέζι.

Άξιον εστί, το πρώτο χελιδόνι της άνοιξης,
ερωτικό θυμίαμα του θρήνου μας·
καλό κατευόδιο του Φθινόπωρου
στον κατακλυσμό της ξηρασίας μας

ο δρόμος της αργόσυρτης επιστροφής
απ’ την καταχνιά των ελαιώνων,
στο λιόγερμα μιας κουρασμένης μέρας,
φορτωμένης με την ευτυχία του μόχθου

τα μυριστικά της αυλής που γελάνε,
στο ανθηρό περιβόλι του κόσμου μας·
βασιλικός, μοσκαρδίνι, γαρύφαλλα,
αναπνοή της ζωής ανοιξιάτικη

το πικρό τραγούδι της ξενιτιάς,
βουβό μοιρολόι, αστείρευτο·
βάλσαμο  μιας  απέραντης προσμονής,
που σαράντα φορές τραγουδάει ο άνεμος.

Άξιον εστί, το μονοπάτι, δίπλα από
τα σπάρτα και λουλούδια του βράχου,
όπως κατεβαίνει χαρούμενο στο γιαλό
με συντροφιά την μυστική μοναξιά του

ο αχνόδροσος λόγος του κότσυφα
με το πρωινό του κελάιδισμα·
εμβόλιμη  μαρτυρία, που μελοποιεί
την επανάσταση μιας νέας ζωής

το μικρό καράβι που ταξιδεύει
ανάμεσα στα νησιά του Ομήρου,
με τη θάλασσα απάνεμο λιμάνι
να καμαρώνει το μοναχοπαίδι της

το μερμήγκι, εν διαρκή εγρηγόρσει
στον οργασμό του θερισμού,
να στοιβάζει στην τρύπα του ασίγαστα
το μελαψό κεχριμπάρι του κόπου μας.

Άξιον εστί, το τσάμικο, στη μνήμη
της Αγίας Παρασκευής, κάτω από
το πράσινο βλέμμα του κυπαρισσιού,
με τα βήματά του να μην ακουμπάνε στη γη

το στημόνι και το υφάδι της μάνας μας,
ανυφάντρας μιας χειροποίητης ομορφιάς,
που δροσίζει τα γυμνά μας σκοτάδια 
και ζεσταίνει τον ύπνο του χειμώνα μας

το τυφλό τζιτζίκι, που τραγουδά
με ανώφελη συμμετρία,
μετακομίζοντας το μονότονο πόνο
του, από δένδρο σε δένδρο

της μέλισσας η ανθηρή εκστρατεία
στο μελίθυμο περιβόλι του τόπου μας·
χρυσή ανταύγεια ο κόπος της,
βάλσαμο στην ουλή της ευτυχίας μας.

Άξιον εστί, τα εόρτια της Κοιμήσεως της Παναγίας,
Άγγελοι και πουλιά να τραγουδάνε το Χαίρε:

Χαίρε η της Παρθένου λαμπρότατη μετάσταση
Χαίρε η των Αποστόλων ενθαύματη παράσταση

Χαίρε Νικόλαε, της ορθοδοξίας επάξιος ναυτίλος
Χαίρε Κυρήκο, της ευσεβείας επιστήθιος φίλος

Χαίρε βράχε δυσθεώρητε, φλογισμένης αντηλιάς
Χαίρε μέλι το γλυκύτερο, θυμαρίσιας αγκαλιάς

Άξιον εστί, ο ήχος της καμπάνας,
σεμνός, ικετευτικός και ανεπιτήδευτος
μες στ’ ασημένιο του μεγαλείο, την εβδόμη
ώρα του εσπερινού του Σαββάτου

το πρόσφορο της ψυχής μας,
διπλωμένο στη λευκή μπόλια,
που το βλογάει και το μοιράζει ισότιμα
ο λυπημένος Χριστός της Κυριακής

τα εννιάμερα της Παναγιάς της Ραχιώτισσας,
με την πίστη μας να ξεχύνεται κατάραχα,
τη σεπτή παρουσία της μικρής εκκλησιάς
να συναντήσει, στη δόξα της μοναξιάς της

ο πετρόβραχος με τα θαλασσοπούλια,
που ταξιδεύει ακίνητος στο πέλαγος·
ράχη μεγάλης φάλαινας,
στους αιώνες των αιώνων την τρικυμία.

 Άξιον εστί, το κύμα που αφρίζει
ακατάπαυστα στο χειμωνιάτικο γιαλό·
πένθιμο εμβατήριο της περασμένης
καλοκαιρινής ευτυχίας του

το θλιμμένο χαμόγελο του ήλιου
στην άκρα κορύφωση της μέρας,
ξεδιπλωμένο νωχελικά πάνω
στο μεσάλι της θάλασσας

ο πανσέληνος πόνος που κατακλύζει
τα αδιάβατα βράδια μας,
πασπαλισμένος αδιόρατα
με των ονείρων μας την αστρόσκονη

η μνήμη των πεθαμένων μας,
που τρέφεται με σπερνά και λιβάνι
και ποτίζεται με νερό
απ’ τ’ αυλάκι του χρόνου.

Άξιον εστί, ο έρωτας φλεβοτόμος,
ούριος άνεμος στα βράχια του Λευκάτα,
με τον θάνατο καταχθόνιο,
να παραμονεύει από κάτω, ασυγχώρητο
και λυτρωτικό, να τραγουδήσει το Χαίρε:

Χαίρε πικραμύγδαλο στου ουρανού το στόμα
Χαίρε αποσπερίτη μου στης νυχτιάς το σώμα

Χαίρε αγριολούλουδο στου γκρεμού την άκρη
Χαίρε μνήμη των νεκρών, πονεμένο δάκρυ

Χαίρε ποίηση νεφελόπορη, του έρωτα θυατέρα
Χαίρε θάλασσα χαλκόχρωμη, του θάνατου μητέρα.

Άξιον εστί, ο περήφανος κόσμος
της χαμένης μας ευτυχίας,
στεφανωμένος με τ’ αγκάθινο στεφάνι του·
βουνίσιος, θαλασσομέτωπος, μελαχρινός,
«αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας».

Ελαφρύ το χώμα της αθανασίας του.


Από την υπό έκδοση 
λαογραφική και ιστορική εργασία 
του Λεόντιου Κατσιγιάννη "Το Αθάνι που έφυγε".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου