Σελίδες

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Ο ΑΠΩΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ / Παπαγεωργίου Θ. Χρήστος



Βύθισα την ψυχή μου
σ' ένα ποτήρι με κέρινες μάσκες
σε αίθουσες χρωματιστές
καλυμμένος με κύκλους καπνού
ευτελούς ευωχίας
σε απόλυτη συνάρτηση
με στρεψόδικους θαμώνες
επαλήθευσα την πλάνη μου
υπό τον ήχο των συμβόλων
επωμίσθηκα τις χίμαιρες
των μεθυσμένων αοιδών.

Σε μια φλέβα νερού
έσκυψα να κορέσω την δίψα μου
σ' ένα είδωλο απαθές
μπόρεσα να διακρίνω
την έλευση του δειλινού.

Αποδόμησα τους συντρόφους μου
πάνω στη στέγη του κεραυνού
σαν μια φωτιά
που ακροβατεί στα χαλάσματα
για να υπογραμμίσει την παρουσία της
σαν μια καρδιά
που χτυπάει αναίτια
πάνω στη ρωγμή
που άφησαν οι αυτουργοί
της έκλειψης
σαν μια γοργόνα
που ταξιδεύει στο κύμα
και ψάχνει
ανάμεσα σε ξύλινα κουφάρια
να βρει τον Αλέξανδρό της
σαν ένα γιατί
που περιμένει απάντηση
στην κόγχη της μοναξιάς του
σαν τις υφάλμυρες αναμνήσεις
που ατενίζουν θολές εικόνες
στις βιτρίνες των εισβολέων
σαν όλους αυτούς
που αναζητούν υπολείμματα ονείρων
στο πιάτο των λωτοφάγων
σαν μια σταγό9να βροχής
στην άυλη επιδερμίδα της αλήθειας.

Δε βρίσκω τίποτα
που ν' αξίζει τον κόπο
στο παλιατζίδικο της γειτονιάς.

Ένα παιδί διασχίζει τον δρόμο
με παλλόμενους διασκελισμούς
ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη
του αποκαμένου στρατοκόπου
ένας θνησιγενής άνεμος
χαϊδεύει τα μαλλιά
της παραπαίουσας κόρης.

Αναμοχλεύω την γύμνια μου
εγώ ο αμετανόητος
που προπηλάκισα τις παραινέσεις
για εγκράτεια
που έμπηξα το βλέμμα μου
στα απόκρυφα μονοπάτια της ζωής
που σκάλισα την ηδονή
στις παρυφές της πόλης
κι έγινα ένα με τις μαινάδες
που λιθοβόλησαν τον κήπο μου.

Αναμοχλεύω την ήττα μου
σ' ένα κατώι ανήλιαγο
πίσω από πέπλο σιωπής
ιδανικός νοσταλγός του ανομολόγητου
υπόλογος για ανομήματα
που αγνοούσα την ύπαρξή τους
εγώ ο αμετανόητος
έτη φωτός μακριά
από τον απολεσθέντα παράδεισο
που μέχρι τη στιγμή της πτώσης
αγνοούσα την ύπαρξή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου