Σκοτάδι. Αστράφτει. Πίσω από
τα κεντρικά παράθυρα της μισοερειπωμένης κάμαρας, διακρίνονται γυμνά κλαριά που
τα λικνίζει ο άνεμος.
Αστράφτει πάλι. Στο παλιό
ξύλινο κρεβάτι, ένας ψιλόλιγνος άντρας κοιμάται. Το φως παραμορφώνει τα λιγοστά
αντικείμενα, αποδυναμώνει τη συνήθη χρηστική σημασίας τους προσδίδοντας σ΄αυτά
όψη διφορούμενη σχεδόν απειλητική.
Πεταμένα άδεια μπουκάλια,
σταχτοδοχεία με αποτσίγαρα, ένα ποτήρι με υπολείμματα κρασιού, τηλέφωνο,
πολυθρόνα και πλάι της πεταμένο στο πάτωμα σακάκι, από την άκρη του οποίου
διακρίνεται ένα τσεκούρι.
Ακούγονται κεραυνοί και η
μπόρα δεν αργεί να ξεσπάσει. Σε όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή αρχίζει και
σταματά. Στην ατμόσφαιρα αιωρείται κάτι αβέβαιο, ασαφές όπως συμβαίνει στους
εφιάλτες.
Με τους κεραυνούς ο άντρας
ταράζεται. Ξυπνά. Ανακάθεται. Το πρόσωπό του βασανισμένο και κάτωχρο.
Σηκώνεται, ξανακάθεται. Πιάνει το κεφάλι του. Το δεξί του χέρι είναι ματωμένο.
Αποφασιστικότερα αυτή τη φορά, σηκώνεται. Τα ρούχα του αλλόκοτα. Διασχίζει τη
σκηνή τρεκλίζοντας και μονολογώντας εωσότου χαθεί από τη δεξιά πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου