Καϊκτσής Τούρκος κουμαντάρει ένα σκαρί
ο Ισμαήλ άγκυρα δένει κι απέναντι θωρεί
τους έλληνες κοιτά που φεύγουν δίχως ναύτη
είναι θεότρελοι τούτοι δω παράξενοι ούλοι δαύτοι.
Αμέσως στη θάλασσα βουτά και κάνει μακροβούτι
φτάνει κοντά στους Έλληνες μέσα στο παλιορούτι
ένα ψαροκάικο που η φουρτούνα γέρνει
και ούλο το φορτίο του Έλληνες ξεριζωμένοι.
Μέσα του παλεύουν η ψυχή με το μυαλό
μα δεν έχει περιθώριο φουσκώνει ο γυαλός.
Αρπάζει το τιμόνι χωρίς αναστολή,
μη φοβάστε ΄Ελληνες θα βρούμε τη βολή.
Το μεσιανό κατάρτι βοηθήστε να δεθεί
κι εγώ σας δίνω λόγο κανείς δεν θα χαθεί
πώς τα φέρνει η ρημάδα η ζωή, κι αλλάζουν ούλα στο λεπτό.
Τούρκος ήτανε κι οχτρός σωτήρας έγινε μικρός Θεός.
Η θάλασσα λυσσομανά φορές τους καταπίνει
μ΄ αυτός φωνάζει δυνατά, θάρρος, κουράγιο δίνει.
΄Ενας Θεός μας έπλασε ούλοι είμαστε το ίδιο
καθημερίς λιαζόμαστε μαζί σε έναν ήλιο.
Τούρκος είσαι Αλλάχ και Έλληνας Θεός
προσευχή σου κάνω ρίξε μπροστά μας φως.
Ξημέρωμα στην Κω μπαίνουμε στο λιμάνι
τόσο πόνο που φόρτωσα ποιος θα μου τον εγιάνει.
Η δυστυχία στο μεγαλείο της τούτου του Κοσμάκη
κοιμούνται ούλοι αφήνοντας το κουρασμένο τους κορμάκι.
Ο Τούρκος δεν μετάνιωσε γι΄αυτό που μόλις έκανε
ήτανε και περήφανος για τόσες ζωές που έσωσε.
Η συνείδησή του ήσυχη αναπαυμένη
αναρωτιότανε ποια μοίρα να τους περιμένει,
βγάζει το πλοίο στη στεριά σιγά σιγά και φεύγει
πριν ξημερώσει και τον δουν και πριν ο ήλιος έβγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου