Σελίδες

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

«Επιθανάτια και Σάτιρες» Ποιητική Συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου. Το 1967 έλαβε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Εκδόσεις Εστία)

Βραδυπορούντες


Μπήκανε όλοι στην ίδια γραμμή,
ευγενείς αθληταί της ποιήσεως.
Τη δάφνη ζητούν, τον απέριττο κότινο.
Ίσως — τούτο δεν λέγεται, μάλλον εικάζεται —
ίσως και το χαμόγελο της Μαρίας.

Κοινό το άθλημα, όχι κ' η τύχη.
Από καιρόν η αρχική γραμμή
των ευγενών δρομέων έχει θλασθεί.
Τώρα διάσπαρτη των αθλητών η άμιλλα
κινείται κατά μήκος του μεγάλου δρόμου.

Στο τέρμα μερικοί προσβλέπουν ήδη.
Άλλοι, στου δρόμου τα μισά,
το τόξο της προσπάθειας τεντώνουν.
Ενώ πληθαίνουν οι βραδυπορούντες.

Τούτοι είναι πια, που μες στο τέλμα των ποδιών,
ξεχάσανε του αθλήματος τον κότινο.
Κι άλλο δε σκέφτονται παρά πώς θα μπορέσουν,
ένα βήμα τους άλλους προσπερνώντας,
Σίσυφοι οικτροί του γένους των κανθάρων,
να σπρώξουν το μικρό τους σβώλο πιο μπροστά.

Αδιάφορο αν κάπου, στο τέρμα κοντά,
κάποιος άλλος το χέρι του απλώνει
να πιάσει τη δάφνη, να πιάσει τον κότινο.
Αδιάφορο αν άλλος δρομεύς
της Μαρίας το χαμόγελο δέχεται.


***

Γεύση θανάτου


Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.

Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ' αργό βήμα προχωρεί, απ' την πρώτη εκείνη μέρα.

Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θάχεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.
Γιατί θάβλεπες τότε, αυτό που λένε θάνατο
να φορεί το δικό σου πρόσωπο στο πρόσωπό του.


***

Στροφές


I

Αυτοί που ήσαν, αυτοί που είναι, αυτοί που έρχονται,
προσεχτικά πατούν ο ένας πάνω στ' αχνάρια του άλλου.
Απορρίψαν τον πόνο, ξεντυθήκανε την αγάπη.
Όμως κρατήσαν το ρούχο του κοινού τους θανάτου.

II

Αδελφοί μου, θησαυρίζετε τον πλούτο, πληθαίνετε την ανάγκη.
Σοδιάζετε την αγάπη, περισσεύετε τον πόνο.
Όμως για να περάσετε στην αντιπέραν όχθη,
ένας οβολός μονάχα θα σας χρειασθεί.

III

Τα πάντα μάς χωρίζουν, τα πάντα μάς διαφοροποιούν.
Ο θάνατος μονάχα μάς ενώνει.
Είναι ο μεγάλος βοσκός, που μαζεύει
τη νύχτα στο μαντρί τα πρόβατά του.

IV

Αγαπημένη, καθώς το χέρι μου κρατάς,
είναι σα να κρατάς τον ίδιο σου το θάνατο.
Αν το δικό σου χέρι πάψει να κρατά το χέρι μου,
το δικό μου χέρι θα κρατήσει το δικό σου.

V

Είτε λέμε καλημέρα, είτε καληνύχτα,
είτε ξεπροβοδίζουμε μ' ένα αντίο,
το σωστό θάταν να λέγαμε πάντα
εν τω επανιδείν.


***

Το Συμπόσιο



Πέφτοντας από δισταγμό σε δισταγμό,
μη ξέροντας αν πρέπει να δεχθώ,
πήρα, επιτέλους, την απόφαση να πάω.

Όμως, με το να μη μπορεί κανείς στην ώρα της
να πάρει μιαν απόφασην οριστική,
φτάνει συνήθως, όπως λεν, κατόπιν εορτής.

Εγώ εντούτοις έφθασα εν πλήρει εορτή.
Αλλά τούτο ποσώς δε μ' ωφελούσε.
Είχαν ήδη κλεισθεί του πύργου οι θύρες.

Των συμποσιαστών οι άρρυθμες φωνές,
ανάκατες με ποτηριών τσουγκρίσματα
και με χυδαία γυναικών ξεφωνητά,
διήγειραν εντός μου την επιθυμία
σ' ένα μικρό να σκαρφαλώσω παραθύρι.
Το τίμημα των δισταγμών μου τώρα
μου αποκαλύπτει ο ταπεινός αυτός φεγγίτης.

Αν είχα φτάσει πιο νωρίς, μπορούσε
κανένας άλλος αργοπορημένος
νάχε στο παραθύρι σκαρφαλώσει.
Κάποιος άλλος μπορούσε νάναι μάρτυς
της κραιπάλης, του οικτρού μας συμποσίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου