Στη Νύχτα Που Έρχεται…
Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
—κανείς δε ξέρει πότε κι από που ξεκινά—
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο —να πει μια τρίλια του
στη νύχτα που έρχεται— ένα πουλί.
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
—κανείς δε ξέρει πότε κι από που ξεκινά—
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο —να πει μια τρίλια του
στη νύχτα που έρχεται— ένα πουλί.
Κυκλικό
Ρωτάω το νερό—τί είμαι;
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει
Ρωτάω το χώμα—τί είμαι;
Χώμα που κρύβει τ΄ απογυμνωμένα οστά
Χώμα που κρύβει τ΄ απογυμνωμένα οστά
Ρωτάω τον αέρα—τί είμαι;
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι
Ρωτάω τη φωτιά—τί είμαι;
Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβήνει
Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβήνει
Ρωτάω τον ουρανό—τί είμαι;
Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.
Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου