Την άμμο πλάι στη γαλάζια θάλασσα
μετρούσε με συντροφιά τον ήλιο
πριν το μούχρωμα του δειλινού απλώσει.
Νανούρισμα ακούγονταν ο παφλασμός
απ’ του θέρους τα απαλά κυματάκια,
που οι γλάροι ανεξευμένιστα λούζονταν
στους λευκούς αφρούς τους.
Αμέτρητοι οι κόκκοι της, τραγούδαγε
ο μπάτης χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά της..
μα η σκέψη της αιχμαλωτίστηκε
στης ξενιτιάς το μονοπάτι
που γεμίζει τα μάτια μ’ ολοκάθαρο δάκρυ
στης καρδιάς του φεγγίτη την άκρη.
Μια αχιβάδα στα χρώματα του μενεξέ
γδαρμένη απ’ τους βοριάδες,
σαν μια αόρατη ψυχή ξεπρόβαλε δίπλα
στην κόρη, δίνοντάς της μια συμβουλή
«με τις κλεψύδρες να μετράς τη χρυσαφένια άμμο,
στου ήλιου τα καμώματα που λάμπει από κι πάνω
τη δυνατή τη χαρακιά να δίνεις κάθε μέρα
στον πόνο αυτό της ξενιτιάς, μη μαραζώνεις άλλο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου