και με τη μηρυκαστική ματιά σου μέτρησες.
Μέτρησες χρόνια πάνω στη ροζαριασμένη φλούδα
μου με δάκρυα στα μάτια
μέτρησες χρήμα στις διαστάσεις του κορμού μου
αγκαλιάζοντάς με,
μέτρησες ζέστη στο τζάκι τη σφαγή μου
φαντασιαζόμενος,
μέτρησες.
Και τι δεν μέτρησες.
Είμαι το δέντρο που υποσχέθηκες λίγο χρόνο να
χαρίσεις, να γίνω αιωνόβιο,
στο γύρισμα της χιλιετίας που με βρήκες γερασμένο,
που υποσχέθηκες σύμβολο να με κάνεις της ζωής
με τα ποιήματά σου,
που υποσχέθηκες να με ζωγραφίσεις στους
πίνακές σου με πουλιά,
που υποσχέθηκες.
Και τι δεν υποσχέθηκες.
Είμαι το δέντρο που μεγάλωσες για χρόνια στην
αυλή σου με αγάπη,
με μεγάλωνες με αγιασμένο νερό από την
Ιερουσαλήμ,
με μεγάλωνες με λίπασμα απ’ τις καμήλες της
ερήμου για ν’ αντέχω,
με μεγάλωνες με δάκρυ απ’ τους άδικους πόνους
της ζωής σου,
με μεγάλωνες.
Και πώς δεν με μεγάλωνες.
Είμαι το δέντρο που πότιζε ο παππούς σου ο
καπετάνιος όποτε ξεμπάρκαρε,
που πότιζε ο πατέρας σου ο εργάτης στο
εργοστάσιο φωταερίου απ’ το υστέρημά του,
που ήθελες να πότιζε ο γιος σου,
που ήθελες να γράψεις επάνω μου το όνομά σου
για τα δισέγγονά σου
-Μα άλλοι δεν ήθελαν-
Και με την πρώτη ανάγκη που σου επέβαλαν
βρήκαν τον τρόπο να σου μειώσουνε τα πάντα
και όσα δεν κατάφεραν σε πείσανε να τα κόψεις
εσύ.
Και τώρα δεν είμαι το μολύβι που χαράσσει τη
μοίρα ενός δέντρου.
Και τώρα δεν είμαι το χαρτί που γράφεις το
ποίημα ετούτο.
Και τώρα δεν είμαι το έπιπλο που ακουμπάς.
Και τώρα δεν είμαι η ψυχή που σε γυροφέρνει
και εσύ την ονομάζεις έμπνευση.
Γιατί είσαι ένας ψεύτης ποιητής
Και είμαι
το δέντρο.
Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου