Τι ν' απόγινε άραγε εκείνος ο θορυβοποιός της νύχτας Καβάλα στο μηχανικό του ζώο να κραδαίνει την άσφαλτο Χωρίς φρένο Να παίζει ώρα ύπνου με τις φρένες μας εδώ μέσα στο σακατεμένο κρανίο Προχτές το μεσονύχτι που κοίταζα απ' το παράθυρό μου το νέο φεγγάρι άκουσα θόρυβο παράξενο να 'ρχεται από ψηλά και μου φάνηκε πως τον είδα ένας άγγελος πάνω στη μοτοσικλέτα να διασχίζει τους δρόμους τ' ουρανού κι απ' το σπασμένο καθρεφτάκι του να με κοιτάζει περίλυπος Βγάλε μου σε παρακαλώ μια ωραία φωτογραφία να τη στείλω στο κορίτσι μου έτσι απάνω στη μοτοσικλέτα μου με το ένα χέρι στο χειρόφρενο το άλλο να σιάζει τα σγουρά μαλλιά μου Θέλω να φαίνεται καλά το καινούριο μου πέτσινο το σιδερένιο κράνος Να διακρίνεται προπάντων ο ίλιγγος στο πρόσωπό μου κι εκείνο του θανάτου το αναπόφευκτο
Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος" της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου
|
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου