Σελίδες

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Ο αρχοντογυρισμένος...(του Αντώνη Κουκλινού)


Με το μουλάρι φορτωμένο, κοφίνια γεμάτα μπράτη, ζαρζαβατικά, ο μπάρμπα Γληγόρης ο Τυμπακιανός, εγύριζενε τα χωργιά τση απάνω ρούγας.
Καλοσυνάτος άντρας με βροντερή φωνή, εφώνιαζε τη πραμάτεια. 
Θυμούμαι πως εφόργιενε μνιά ποδιά μακριά στη μέση ντου, ξομπλιαστή, δεμένη με κόκκινα βαστάγια.
Οι μουστάκες του καλοστριμένες, μακρά γένια και το σαρίκι με τα κρούσα να κρέμουνται στο κούτελο.
Δυό μέτρα άντρας ντελικάτος, πάντα εφόργιενε τα σαλβάργια, να σέρνει το χαλινάρι και να πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα σε ούλο το χωργιό.
Οντε θελα περάσει απόξω απου το σπίτι μας, θελα σταθεί να το νε ποχερίσει η μάνα μου, μνιά ρακή. Έδενε στο τζένιο το χτήμα να ξεκουραστεί και εκάθουντονε στη ν’ αυλή μας, στη κρεβατίνα στο ν’ ασκιανό.
Άμα θελα να ‘χει πράμα γλυσολο’ί’δι, θελα μου φωνιάξει να με ποχερίσει. 
Θυμούμαι τα μυρωδάτα πορτακάλια, τα μούσμουλα και τσι μούσκλες τσι μπουρνέλες.
Κιαμνιά φορά εσήμωνε το μουλάρι στο τράφο και θελα κούσει να κοφίνια να ξούνται στσι πέτρες, γι το καμπανό να τσαφουνίζεται και θελα σύρει τη φωνή και εστένουντονε σούζα το χτήμα.
Δυό φορές τη ν’ εβδομάδα, ήρχουντονε, με τα μαναβικά, να διαλαλεί στσι γειτονιές.
Κιαμνιά φορά έφερνε και ψάργια.
Ήταν ο ντελάλης τση εποχής εκείνης.
Τα Καλοκαίργια είχαμενε και το παγωτατζή με τη τρίκυκλη.
Παγωτά ‘’το ρόδον’’ πχιός δε ντα θυμάται..? 
Χωνάκια, ξυλάκια, κρέμα, σοκολάτα…
Αυτός ο αρχοντογυρισμένος λεβέντης Κρητικός, από χωργιό σε χωργιό, με το μουλάρι φορτωμένο λιγοστά πουσούνια, ανάθρεψε, επάντρεψενε κοπέλια και ήφηκενε εγγόνια και δισέγγονα, σωστούς αθρώπους στη φεύγα ντου.
Από πόρτα σε πόρτα, δυό βολές τη ν’ εβδομάδα, με το καμπανό στο ζύγι και με πέντε δαχτύλια να μετρά πόσο κάνει, με καθαρό το κούτελο, έβγαλε ούλες τσι υποχρεώσεις, απου τού ‘πεψενε η μοίρα.
Σήμερο…και δέκα διπλώματα να διαθέτεις, σε ετούτονε το τόπο, η πραμάτεια σου δε θα πχιάσει χαρτοσά…εκτός κι αν νταλαβερίζεσαι, με πολιτικές τσαπερδονιές……



Kουκλινός Aντώνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου