Αθηνά
Τέμβριου
Περπατά βιαστικά
προς τα σύνορα ψευδαισθήσεων,
κυνηγημένος, με τον
φόβο να στάζει στο χιόνι πορφύρα,
μ’ ένα τσουβάλι
αναμνήσεις στους κυρτούς ώμους.
Στο δεξί του χέρι
ερείπια, σκόρπια σκόνη και πρόκες.
Στ’ άλλο ένα παιδί,
με τα μάτια καρφωμένα στη γη.
Πώς ν’ αντικρύσει
ξανά την πατρίδα
με τον ξένο σπόρο
στα σπλάχνα της?
Ο κόσμος σαν φύλλα
ριγμένα στο χώμα
κι αυτός ο άνεμος,
ο εξ ανατολής,
μανιασμένος
συρρικνώνει το γκρίζα περάσματα.
Τα παιδιά είναι
πουλιά μαρτυρά ένα βλέμμα,
μα ο ουρανός μαβής
κι αλλοπρόσαλλος
σαν τον χειμώνα,
τον παραμορφωμένο Πολύφημο.
Που να κρυφτείς
‘Οδυσσέα’; Τα τραίνα είναι γεμάτα
κορμιά, οι οσμές
θυμίζουν ακόμα πολέμους, ολοκαυτώματα.
Οι βαριές ανάσες
των υπευθύνων βρωμάνε,
δεν αχνίζουν ανοχή
ή ενοχή·
σκέψεις -
φίδια σέρνονται γύρω κι οδοιπορείς
με τους στρατούς
ανάμεσα σε μέρα και νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου